Η λέξη ρεμπεσκές είναι ουσιαστικό μειωτικού χαρακτήρα και σημαίνει: άνθρωπος φυγόπονος και ανεπρόκοπος· αχαΐρευτος, χαραμοφάης. Ετυμολογία Τα περισσότερα λεξικά θεωρούν το ρεμπεσκές ως “αγνώστου ετύμου” . (Μπαμπινιώτης, Ανδριώτης , Τριανταφυλλίδης)
Το μεγαλύτερο λεξικό Συνωνύμων - Αντιθέτων το ετυμολογεί το ρεμπεσκές ( με επιφύλαξη ) εκ του θηλυκού της σλαβικής λέξης rebyonok, rebyata= ρεμπέτ(ης)
ΣΣ: Όμως το ρεμπέτης είναι αρσενικό και δεν είναι συνώνυμο του ρεμπεσκές, και αυτό το rebyonok δεν το βρήκα σε σλαβικό λεξικό.
Αναγκαστικά καταλήγω σε δυο δικές μου εικασίες.
Πρώτη εκ του arabesco = αραβικό, με αραβικό στυλ (Ιταλικά). Το αρχικο α- απεβληθη (όπως το αλαμπικο> λαμπικο). rabesco > ραμπεσκες > ρεμπεσκες (α>ε). μια τέτοια ερμηνεία συνάδει με το στυλ των Αράβων που φημολογούνται ως νωθροί και τεμπέληδες.
Δεύτερη εκ του re+ biscino: (Ιταλ) γνήσιος γεωργικός εργάτης που είναι νωθρός λόγω ανυπαρξίας προσωπικού κέρδους από πιο έντονη εργασία. Ακολουθεί ερμηνεία των λέξεων της σύνθεσης:
re
- Το πρόθημα re- υπάρχει στα ιταλικά ρήματα και στα παράγωγά τους, με τιμή ισοδύναμη με το ri- (v.), Καθώς εκφράζει ως επί το πλείστον την επανάληψη μιας ενέργειας προς την ίδια κατεύθυνση ή προς την αντίθετη κατεύθυνση (αντίδραση, αντίδραση · επανάληψη, απόρριψη , και τα λοιπά.); σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν οι δύο παράλληλες φόρμες re και ri- (px. recuperare e ricuperare, remunerare & rimunerare), και επίσης η φόρμα με re- να προσδίδει επίταση.
biscino
αρσ. [υποκοριστικό του ιδιώματος της Umbria biscio μπίσκιο "μπασταρδος, νοθος", παρόμοιο με το besso ή το bescio]. - Όνομα με το οποίο αναφέρεται στο Lazio, Umbria, Marche, Grossetano, ο γεωργικός εργάτης που δουλεύει σε αγρόκτημα για τις κοινές υπηρεσίες (να φέρνει ξύλα, νερό, να καθαρίζει κ.λπ. κ.λπ.). (πηγή: facebook Aris Stougiannidis)