Θλίψη για τον θάνατο του δημοσιογράφου Μπάμπη Αγρολάμπου. Ήταν μόλις 59 ετών...
Θα ήταν φθινόπωρο-χειμώνας του 1992. Εποχές αθωότητας.
Μια παρέα νέων παιδιών με δίψα για το ρεπορτάζ, τρέλα για δημοσιογραφία και έρωτα για το ραδιόφωνο έχουμε μαζευτεί στο σπίτι δύο συναδέλφων μας στο Χολαργό. Έπρεπε να ετοιμάσουμε μια εορταστική εκπομπή για το θρυλικό ραδιόφωνο του Flash 9,61, όπου δουλεύαμε τότε.
Έξαψη, γέλια, συγκίνηση. Ο Μπάμπης, η Βαγγελιώ, η Μαρία, η Ειρήνη, ο Γιώργος, η Μαρίνα και ο «μικρός» Μπάμπης Αγρολάμπος συζητάμε κάθε πιθανή λεπτομέρεια, αναλύουμε, προσπαθούμε να προβλέψουμε το αναπάντεχο.
Μετά από ατελείωτες ώρες, καφέδες και πυκνούς καπνούς, καταλήγουμε: Ήταν όλα άψογα. Ή έτσι πιστεύαμε.
Στη σιωπή που μεσολαβεί, πετάγεται έντρομος ο Μπάμπης. «Παιδιά, τροχούλια θα έχουμε;» ακούγεται η λεπτή φωνή του σε άπταιστη διάλεκτο Εβρίτη.
Κοιταζόμαστε, χωρίς να καταλάβουμε. «Εννοώ καρούλια», επιμένει. Όταν αντιληφθήκαμε ότι αναφερόταν σε άδειες μπομπίνες, ώστε να κάνουμε το μοντάζ της εποχής, ξεσπάσαμε όλοι σε υστερικά, τρανταχτά γέλια. Ήταν, ίσως, ο τρόπος μας να σπάσει το άγχος, η λύτρωση της πίεσης.
Άρχισε η καζούρα και όσο ο Μπάμπης επέμενε με γνήσια απορία, γουρλώνοντας τα μάτια του γιατί δεν καταλαβαίναμε, τόσο ανέβαιναν τα ντεσιμπέλ του γέλιου. Σχεδόν απαυδισμένος, τα παράτησε και άναψε τσιγάρο. Ήταν τόσο έκπληκτος, που ήταν ακόμη πιο αξιαγάπητος.
Το περιστατικό έγινε το κορυφαίο ανέκδοτο στη μικρή μας παρέα.
Για την ιστορία, παρά την... εμβριθή μας διαβούλευση, κανείς δεν προέβλεψε να βάλουμε αμόρσες (μικρές λευκές αυτοκόλλητες ταινίες με κενό ήχου) ανά τακτά διαστήματα, ώστε να πέφτουν οι τίτλοι ειδήσεων και οι διαφημίσεις. Ούτε ο Μπάμπης. Και φυσικά ακούσαμε τα σχολιανά μας από τον αρχισυντάκτη μας ανήμερα Πρωτοχρονιάς.
Τα χρόνια πέρασαν, φύγαμε από τον Flash, η παρέα σκόρπισε, όλοι τραβήξαμε τους δρόμους μας στη ζωή και στη δημοσιογραφία. Χαθήκαμε με τον Μπάμπη, ωστόσο παρακολουθούσα πάντα την πορεία του, εξελίχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους δημοσιογράφους της γενιάς του.
Σοβαρός, μορφωμένος, εργασιομανής, με το σαράκι του ρεπόρτερ, εξαιρετικός γραφιάς. Αλλά και ακραία ευγενής, αδιανόητα αξιοπρεπής, σοβαρός, ταπεινός, προσγειωμένος, γελαστός. Και μόνιμα αγχωμένος.
Διέπρεψε, προχώρησε, αλλά κράτησε αδιαπραγμάτευτες τις αρχές του. Σχεδόν τριάντα χρόνια είχα να τον δω και να τον ακούσω. Πριν από μερικές ημέρες βρήκα ένα μήνυμα στο τηλεφωνικό κέντρο του iefimerida.gr με έναν αριθμό κινητού που μου ζητούσε «να καλέσω τον κύριο Αγρολάμπο». Τον πήρα αμέσως. Ήταν ο ίδιος ευγενής και αξιοπρεπής Μπάμπης που γνώρισα πριν από δεκαετίες. Μιλήσαμε, γελάσαμε, θυμηθήκαμε.
Την περασμένη εβδομάδα ήρθε στο site και συμφώνησε να συνεργαστεί για διπλωματικό και στρατιωτικό ρεπορτάζ. Όλοι τον εκτίμησαν με την πρώτη επαφή κι ας μην τον ήξεραν προσωπικά.
«Κύριος, αξιοπρεπής, επαγγελματίας και... βασανισμένος». Έτσι τον είδαν. Έφυγε καταχαρούμενος. Σε μια -σπάνια στις ημέρες μας- έκφραση ευγένειας, μου έστειλε ένα γλυκύτατο sms, γιατί δεν μπόρεσα να είμαι εκεί, να τον δω. Δεν του έφτανε, με πήρε και τηλέφωνο. Και αμέσως, ως άψογος επαγγελματίας, άρχισε να μου εξηγεί με ενθουσιασμό τι προγραμματίζει να φτιάξει. Μίλησε με το ΥΠΕΞ, κανόνισε το άρθρο του κ. Γεραπετρίτη για τη Δευτέρα, ανήμερα της μαύρης επετείου του μακελειού της 7ης Οκτωβρίου από τη Χαμάς στο Ισραήλ.
«Ξέρω ότι θα έχει τα απόνερα των εκλογών του ΠΑΣΟΚ, αλλά είναι σημαντικό, όλοι με το ΠΑΣΟΚ θα ασχολούνται;», μου έλεγε, αποδεικνύοντας τη βαθιά δημοσιογραφική αντίληψη και την ευρύτητα της ματιάς που είχε.
«Την Παρασκευή, το απόγευμα, αν δεν σου δημιουργώ πρόβλημα, να περάσω να δω πώς δουλεύετε, να πάρω μια γεύση πριν ξεκινήσω;», μου είπε.
Ευσυνειδησία στο έπακρο.
Πέρασε από την ΕΦΣΥΝ, όπου δούλευε το μεσημέρι.
Πήγε 5 το απόγευμα, δεν ήρθε. Πήγε 6, 7, δεν ήρθε. Εκεί, κατά τις 9 παρά 20, με πήρε τηλέφωνο.
Τον άκουσα βραχνιασμένο, ταλαιπωρημένο. «Ξεκίνησα να πάρω το μετρό να έρθω, αλλά με χτύπησε μια γαστρεντερίτιδα, σε πειράζει να μην έρθω;» μου είπε με συστολή δόκιμου ρεπόρτερ και ας είχε φάει πάνω από τρεις δεκαετίες στην πρώτη γραμμή.
«Μην αγχώνεσαι, Μπάμπη μου, ξεκουράσου, και τα λέμε Δευτέρα», του είπα. Κλείσαμε μετά από δύο λεπτά και δεν ξαναμιλήσαμε.
Τη Δευτέρα το πρωί ήταν άφαντος. Τον πήρα τηλέφωνο, δεν απάντησε. Το απόγευμα του έστειλα μήνυμα ανήσυχος: «Μπάμπη, είσαι καλά;». Δεν διαβάστηκε καν. Τα χαράματα έμαθα τα μαύρα μαντάτα. Ίσως είχα τη θλιβερή μοίρα να είμαι ο τελευταίος που του μίλησε.
Αν το ήξερα, θα του έλεγα μόνο: Μην αγχώνεσαι, Μπάμπη μου. Ξεκουράσου.
ΠΗΓΗ: iefimerida