Η Σεμίνα Διγενή αποχαιρετά στον προσωπικό της λογαριασμό στο facebook την Καίτη Γκρέϋ που έφυγε από την ζωή σε ηλικία 100 ετών...
101 χρόνια λέαινα!
«Γεννήθηκα στην Σάμο. Η μητέρα μου είχε τέσσερα παιδιά. Τα δύο τα έδωσε, τα πιο μικρά. Εμένα και τον αδερφό μου. Μεγαλώναμε στην ίδια γειτονιά – φυσικά χωρίς να ξέρουμε ότι είμαστε αδέρφια». Κουβέντα, που αν υπήρχε σε ταινία, η παραγωγή της ταινίας θα ήταν της ΚΛΑΚ ΦΙΛΜ.
Η ζωή της θρυλικής Καίτης Γκρέυ.
Τη γνώρισα από κοντά στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Με πήρε τηλέφωνο για να μου προτείνει κάτι τρελό.
«Μου αρέσει ο τρόπος που στήνεις τις εκπομπές σου» μου είπε, «Θέλεις να σκηνοθετήσεις ένα βιντεοκλίπ μου; Ή, μάλλον και τα τρία που θα κάνω;»
Δεν ήξερα τι να πω. Μετά από μια σύντομη ηλεκτρική εκκένωση με άκουσε να λέω:
«Ναι! Μάλιστα! Βέβαια! Σίγουρα! Θέλω πολύ κυρία Γκρέυ!».
Θυμάμαι στο πρώτο κλιπ την έβαζα να «βγαίνει» μέσα από τις φωτογραφίες ενός σινερομάντζου κάποιου παλιού περιοδικού, το άλλο το γυρίσαμε κάπου στη θάλασσα κοντά στο εξοχικό της και το τρίτο σ’ ένα κλαμπ στον Πειραιά. Είχε ενθουσιαστεί.
Από τότε δε χαθήκαμε ποτέ και μάλιστα, εκείνη υπήρξε πιο συνεπής φίλη από μένα.
Πάντα παρούσα, με μαμαδίστικη τρυφερότητα και ένα συνεχές, ανιδιοτελές νοιάξιμο.
Στα τελευταία τηλεφωνήματα μας, πριν μερικά χρόνια, με ρωτούσε, αν «τώρα που δεν κάνω τηλεόραση, έχω λεφτά για να τα βγάλω πέρα».
Στην πρώτη εκπομπή που της έκανα,στην ΕΡΤ, το 2002, μου είχε πει: «Ξέρεις, αυτή που έκανε την πιο πολλή χαρτούρα στην Αμερική, ήμουν εγώ κι ο συγχωρεμένος ο Γιάννης ο Παπαϊωάννου. Άλλο πράγμα. Τότε, ο τραγουδιστής Μάνος Παπαδάκης, είχε βγάλει το "Θα τα κάψω τα ρημάδια τα λεφτά μου".. Σκέφτηκα τότε, πως εγώ μ' αυτό το τραγούδι θα τους τα πάρω όλα στην Αμερική. Το τι γινόταν όταν άρχιζα να το λέω, δεν φαντάζεστε.. Μόνο που αντί να τα δίνουν σ εμένα, τα άπλωναν μπροστά μου και τα καίγανε. Τρελλάθηκα! Άρχισα να τους φωνάζω: "Μην τα καίτε καλέ τα λεφτά! Φέρτε τα σ' εμένα.."
Ευτυχώς υπάκουσαν και μετά όλα τα δολάρια τα ..κατέθεταν μπροστά μου. Στα πόδια μου. Νάναι καλά οι άνθρωποι...»
Στις έξι εκπομπές που έκανα για την Καίτη Γκρέυ στην δημόσια και την ιδιωτική τηλεόραση, ήταν σύνηθες φαινόμενο να παρεκτρεπόμαστε. Το μοντάζ μετά αναστέναζε στο κόψιμο των ακατάλληλων ατακών. Στο τέλος κάθε εκπομπή μου έλεγε: «Θα σκίσουμε θα το δεις, όλοι εμάς θα βλέπουν». Και πάντα συμπλήρωνε «Κι όπως σου υποσχέθηκα δε θα βγω σε καμμιά άλλη εκπομπή να,τραγουδήσω κι ας με παρακαλάνε».
Κράτησε μέχρι το τέλος την απόφασή της.
Μια Γκρέυ σαν Μανιάνι.
Στο δικό μου μυαλό, η Γκρέυ πάνω στο πάλκο, ήταν μια λέαινα. Το πάθος της πάντα μου θύμιζε την Μανιάνι. Τη λύκαινα, όπως την έλεγαν στην Ιταλία. Μόνο με καμιά δεκαπενταριά χρόνια διαφορά γεννήθηκαν αυτά τα δυο θηρία. Εκρηκτικές σαν ηφαίστειο και οι δύο. Με δυο μεγάλες ορθάνοιχτες πληγές μέσα τους.
Την πληγή της μιας την έλεγαν Ρομπέρτο Ροσελίνι.
Την πληγή της άλλης, Στέλιο Καζαντζίδη.
Για την Μανιάνι είπαν πως στην πολυετή καριέρα της ανανέωσε τη φιγούρα της γυναίκας ηθοποιού και μέσα από την δύναμη της ερμηνείας της, άλλαξε τα καλλιτεχνικά στερεότυπα της εποχής.
Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με την Γκρέυ.
Στο τραγούδι.
Στο δρόμο της μιας βρέθηκε ο Τεννεσί Ουίλλιαμς κι έχοντας τη φιγούρα της στο μυαλό του, έγραψε το "Τριαντάφυλλο στο Στήθος", που της χάρισε βραβείο Όσκαρ.
Στο δρόμο της άλλης, βρέθηκε ο Γιώργος Χρονάς, που έγραψε ένα σπουδαίο βιβλίο για εκείνη, με τίτλο:
"Αυτή είναι η Ζωή μου".
Την δεκαετία του 60 ήταν η πιο ακριβοπληρωμένη τραγουδίστρια και το ημερομίσθιό της ξεπερνούσε ακόμα και τις οκτώ χιλιάδες δραχμές.
Έπαιξε σε δεκαεννέα ταινίες ως ηθοποιός και τραγουδίστρια. Παντρεύτηκε και χώρισε σε νεαρή ηλικία, ήταν για πέντε χρόνια αρραβωνιασμένη με τον Στέλιο Καζαντζίδη κι έπειτα με τον Ανδρέα Μπάρκουλη.
Κάποτε τη ρώτησε ο Κώστας Φέρρης:
-Το ξέρεις ότι το όνομά σου το έφερε στην Αίγυπτο – πριν από σένα – μια ξακουστή χορεύτρια που τη λέγανε Καίτη Γκρέυ;
-Σώπα βρε Κώστα.
-Και η ιδέα αυτή στο να σε βαφτίσει έτσι, ποιος την είχε;
-Ο Βαφειόπουλος, ο ιμπρεσσάριος.
Φαίνεται πως ήταν κλεμμένη από εκείνη την χορεύτρια.
Η Μοσχολιού κι ο Χρονάς για την Γκρέυ.
Η Βίκυ Μοσχολιού μου είχε πει για την Γκρέυ:
«Η Καίτη είναι μία από τις μεγαλύτερες τραγουδίστριες που έχει βγάλει η Ελλάδα. Στη δεκαετία του 1950 μεγάλωσα με τα τραγούδια της. Εμείς οι φτωχοί άνθρωποι που δεν είχαμε να πάμε στα κέντρα ν’ ακούσουμε την Καίτη Γκρέυ που μας άρεσε πάρα πολύ, μαζευόμασταν σ' ένα σπίτι, θειάδες, θείοι και ξαδέρφια και γλεντούσαμε με τα τραγούδια της. Μου έκανε πάντα φοβερή εντύπωση ο ήχος της φωνής της. Το πάθος που εκπέμπει, ο τρόπος που ερμηνεύει και αυτός ο πόνος που βγάζει όταν τραγουδάει, σου σπαράζει την καρδιά. Το τραγούδι που πάντα μου άρεσε ν’ ακούω από αυτήν και που μ’ άρεσε να το λέω κι εγώ ήταν το «Θα κλάψω σήμερα λυγίστε σίδερα κι εσείς βουνά ραγίστε».
Εκτός από σπουδαία τραγουδίστρια, η Καίτη είναι κι ένας πολύ καλός άνθρωπος. Είναι μια γυναίκα συμπονετική που το πρόβλημά σου γίνεται και πρόβλημά της, που σου συμπαραστέκεται πάντα σε κάθε δυσκολία της ζωής σου. Οπότε, με τέτοια ωραία ψυχούλα πως να μην είναι και τόσο πολύ μεγάλη τραγουδίστρια;
Λίγο πριν από την δεκαετία του ’60, γράφει στο βιβλίο του «Καίτη Γκρέυ, αυτή είναι η ζωή μου», ο Γιώργος Χρονάς: «Φωνές σαν της Γκρέυ δεν ήταν απλώς φωνές τραγουδιστριών, αλλά κάτι σαν νοσοκόμες, κοινωνικοί λειτουργοί, σκυλιά του Αγίου Βερνάρδου, που μπαίνανε στο σπίτι από τα ράδια και βγαίνανε από τα παράθυρα των ίδιων σπιτιών για να μπουν πάλι και σ’ άλλα σπίτια, που δεν είχαν ραδιόφωνα ή γραμμόφωνα. Η Γκρέυ ήταν τότε κάτι σαν μάνα, στρατιώτης, Παναγία, η Μαρία η Μαγδαληνή, η Θεοδώρα του Βυζαντίου. Η μορφή της, όπως περνούσε στα λαϊκά περιοδικά της εποχής, ήταν σαν να χει βγει από τις μπάντες των σπιτιών, πάνω απ’ τα διπλά κρεβάτια, δίπλα σε λίμνες, κάτω από γκρεμισμένα κάστρα. Αργότερα μάθαινα πως η Γκρέυ είχε τη φήμη δύσκολης, σκληρής γυναίκας, που δεν έκανε συμβόλαιο ποτέ της ή αν έκανε το έσκιζε και φώναζε στην ορχήστρα και στους μαγαζάτορες παίρνοντας το παλτό της:
"Εγώ είμαι η Γκρέυ. Φεύγω»!
Ζωή σαν μελό ταινία.
Η Καίτη Γκρέυ γεννήθηκε το 1924 στο χωριό Μυτιληνιοί της Σάμου κι είχε τρία αδέρφια. Υιοθετείται από την οικογένεια Καλαϊτζή και μεγαλώνει στον Πειραιά κι όταν αρχίζει ο πόλεμος, η θετή μητέρα της, τη στέλνει στην Σάμο να γλιτώσει από τις βόμβες και την πείνα.
Εκεί, την περιμένει μια θεία, που (όπως είχε γράψει η Αλεξάνδρα Τσόλκα), τη βάζει να περάσει όσα ακόμα κι ο Ντίκενς δεν είχε φανταστεί πως θα συμβαίνουν και εκτός βικτωριανής Αγγλίας. Τη δένει συχνά σ’ ένα δέντρο – ακακία θυμάται η Καίτη Γκρέυ πως ήταν – την χτυπάει με το καλάμι που έσπρωχνε τις κότες, τη βρίζει, την αφήνει νηστικιά, τη φοβερίζει. Ως και σ’ έναν Ιταλό κατακτητή την τάζει. «Πήγαινε μέσα μωρή, να σε χαϊδέψει μόνο, δε θα σε φάει», έλεγε στο μικρό κορίτσι.
«Δεν πάω» φώναζε εκείνη. Και τότε εκείνη η κακιά γυναίκα, βγαλμένη λες από παραμύθι, σαν μητριά της Σταχτοπούτας, τη σακάτευε στο ξύλο.
Μια μέρα, λίγο πριν το κορίτσι ξεψυχήσει από τα βασανιστήρια, εμφανίζεται ένας άλλος -καλός αυτή τη φορά- Ιταλός που το σώζει από τα χέρια της θείας. ( ...η ελληνική ταινία που λέγαμε πριν.) Είναι ο Στέφανο, που θα τη βάλει σε μια βάρκα και θα την περάσει στην Τουρκία, μαζί με μια οικογένεια Ελλήνων για να σωθούν από το βομβαρδισμό της Σάμου. Φτάνοντας εκεί, ένας Τούρκος πάει να την αρπάξει από τη βάρκα. Αυτή ουρλιάζει. Την αφήνει. Μπαίνει σ άλλη βάρκα και καταλήγει στην Παλαιστίνη. Κι εκεί σε αντίσκηνα και δίψα κι ανελέητος ήλιος κι ένα παιδάκι μόνο του στον κόσμο να ψάχνει για βοήθεια.
Έτσι μου τα διηγήθηκε και κατέληγε:
«Εγώ ξένο άνθρωπο από την πόρτα μου δεν έδιωξα. Γιατί αν βρήκα καλό, από ξένο άνθρωπο το βρήκα. Όπου μπορώ να βοηθήσω, βοηθάω, μ’ αρέσει να βοηθάω, γιατί βοηθήθηκα.»
Και θυμόταν: «Παντρεύτηκα στα δεκατέσσερα. Έφαγα και ξύλο για να τον πάρω. Εγώ ήμουν δεκατεσσάρων χρονών κι εκείνος τριανταέξι. Δεν κράτησε πολύ. Δυο χρόνια. Ήθελα κάπου να δουλέψω, να μαζέψω λεφτά, να πιάσω ένα δικό μου σπίτι. Βρήκα δουλειά στο σπίτι του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Ήμουν η παραδουλεύτρα τους.Τους καθάριζα, τους φρόντιζα κι όταν ανέλαβα και τη μαγειρική ξετρελάθηκαν. Βλέπεις η μητέρα μου από εννιά χρονών με είχε μάθει και μαγείρευα όλα τα φαγητά. Κάθισα ενάμιση χρόνο μαζί τους. Με λατρεύανε».
Κεφάλαιο Στέλιος.
Ας δούμε πως ανοίγει με μια περιγραφή της, η Καίτη Γκρέυ, στο βιβλίο του Γιώργου Χρονά το κεφάλαιο Στέλιος. «Πήγα με τον Μπιθικώτση και τον Ζαμπέτα στο Αιγάλεω στον Κήπο του Αλλάχ. Δούλεψα μαζί τους και θυμάμαι τότε ότι ερχόταν ουρά ο κόσμος για να ακούσει αυτήν που τραγουδάει το "Βουνό". Και όταν με δείχνανε και λέγανε ότι αυτό το κοριτσάκι το τραγουδάει, δεν πιστεύανε ότι αυτό το πλάσμα –που τότε δεν ήταν ούτε σαράντα οκάδες – μπορεί να έχει αυτή την φωνή μ’ αυτήν την έκταση. Τους φαινότανε πάρα πολύ περίεργο. Μετά μ’ έψησε ο Κλουβάτος, τον οποίο λάτρευα, να πάω μαζί του στον "Ζέφυρο", ένα πολύ καλό μαγαζί στο Νέο Ηράκλειο.. Στον "Ζέφυρο" με περίμενε η μοίρα μου. Κάθε Σάββατο, έβλεπα μια γριούλα να έρχεται και τον Κλουβάτο να κατεβαίνει να της δίνει λεφτά και να της μιλάει.
Μια μέρα του λέω, «Γεράσιμε ποιά είναι αυτή η γυναίκα;»
Μου λέει «Αυτή είναι η μάνα μοιανού καινούργιου τραγουδιστή, που είναι φυλακή και είναι πάρα πολύ φτωχιά.» (...) Λέω «Σε ποια φυλακή είναι;»
Μου λέει «Στην Μακρόνησο». Ζήτησα τότε από τον Κλουβάτο αν μπορώ να της δίνω κι εγώ κάνα κατοστάρικο. Πραγματικά, λοιπόν, γνωριστήκαμε με την κυρία Γεσθημανή, την μετέπειτα πεθερά μου και κάθε Σάββατο που ερχότανε στο μαγαζί, κατέβαινα εγώ, της παράγγελνα και καμιά μπιρίτσα και κανένα μεζεδάκι και της έδινα και κανένα κατοστάρικο. Της έλεγα «Να, πάρτε για τον γιο σας δυο πακέτα τσιγάρα από μένα.»
Αυτή, λοιπόν, όταν πήγαινε στον Στέλιο του έλεγε:
«Στέλιο μου άμα θα βγεις απ’ τη φυλακή θα σε πάω να γνωρίσεις αυτή την κοπέλα που λέει το "Βουνό". Τι καλό κορίτσι και τι όμορφο κορίτσι και τι καλή ψυχή! Τι πονετικό πλάσμα που μόλις με δει, με παίρνει να με κεράσει, να μου δώσει λεφτά να σου πάρω τσιγάρα.»
Και συνέχιζε η Γκρέυ:
"Εγώ τον Στέλιο δεν τον ήξερα φατσικώς καθόλου, ούτε και ακουστικώς. Ένα βράδυ λοιπόν που πήγα στο μαγαζί με παίρνει απ’ τα χέρια ο Γεράσιμος και μου λέει
«Έλα να σε γνωρίσω με το φανταράκι που του στέλναμε τα τσιγάρα».
Ήταν ο Στέλιος. Μου είπε:
«Ευχαριστώ πολύ για τα τσιγάρα που μου στέλνατε.»
Συνεσταλμένο παιδί.
Μια Παρασκευή βράδυ, ήρθε στο μαγαζί με παρέα ο Στέλιος. Μου λέει κάποια στιγμή «Χορεύουμε ένα τανγκό;» Λέω «Εντάξει, να κάνουμε δυο βόλτες.»
Από εκείνη την Παρασκευή του 1953 που γνώρισε τον Καζαντζίδη, μέχρι σήμερα, 71 χρόνια μετά δηλαδή, η εικόνα του πρωταγωνιστεί στο σπίτι της, μέσα σε τεράστιες κορνίζες και στο υπνοδωμάτιό της.
Μου είχε πει ένα βράδυ στο σπίτι της στη Ν. Σμύρνη:
"Να εδώ είναι το κρεβάτι μου κι απέναντι είναι η φωτογραφία του, μεγάλη, τόση! Δίπλα στα ασημένια εικονίσματα. Κάθε πρωί του λέω καλημέρα, και το βράδυ καληνύχτα και καλή αντάμωση».
Όποια συζήτηση και να ξεκινήσει κάποιος με την Γκρέυ, πάντα θα βρει τον τρόπο να την γυρίσει σ’ εκείνον.
Από τον Πρίσλευ και τον Χέντριξ μέχρι τον Βαμβακάρη
Το ξεκίνημά της στο τραγούδι υπήρξε εντυπωσιακό. Το δικό σου το μαράζι ηχογραφήθηκε το 1953. Πρόκειται για μία από τις σπάνιες περιπτώσεις που τραγουδιστής έκανε σουξέ με το πρώτο του τραγούδι. Μετά την επιτυχία που σημείωσε, κατάφερε να γίνει το πρώτο όνομα στα μεγαλύτερα κέντρα της εποχής, αλλά και να γραμμοφωνήσει όλους τους μεγάλους συνθέτες της εποχής της. Ερμήνευσε: Βαμβακάρη, Παπαϊωάννου, Τσιτσάνη, Μητσάκη, Κολοκοτρώνη, Δερβενιώτη, Μπακάλη, Ζαμπέτα, μέχρι και Πάνο Τζαβέλλα.
Συνεργάστηκε με Εσκενάζυ, Παγιουμτζή, Καζαντζίδη, Μπιθικώτση, Πόλυ Πάνου, Λίντα, Λύδια, Διονυσίου, Νταλάρα, Αλεξίου, Γαλάνη, Βιτάλη, Πρωτοψάλτη, Γαβαλά, Σακελλαρίου, Ζαγοραίο, Εκείνο κι Εκείνο, Δάντη, και φυσικά Αντώνη Βαρδή.
Για ένα μεγάλο διάστημα βρέθηκε στα μεγαλύτερα κέντρα της Αμερικής, της Αυστραλίας, του Καναδά και της Γερμανίας. Γνώρισε από κοντά τον Έλβις Πρίσλευ, τον Τζίμυ Χέντριξ, την Ρίτα Χέιγουορθ, την Μαρία Κάλλας, τον Σταύρο Νιάρχο και τον Αριστοτέλη Ωνάση.
Φυσικά τη ρώτησα αν μίλησαν με τον Έλβις.
-Δεν ήξερα να μιλήσω, μου είπε. Αυτός ήταν κάθε μέρα στην πισίνα. Καλά ήταν πιο ωραίος απ’ ότι τον έβλεπα στις ταινίες. Υπέροχος! Μάλιστα όταν του εξήγησαν ότι η κοπέλα είναι μια μεγάλη τραγουδίστρια από την Ελλάδα, με χαιρέτησε πολύ θερμά. Τότε γνώρισα και τον Ρεξ Χάρισον, έχουμε και μια ωραία φωτογραφία μαζί, αλλά και την Μπέτι Ντέιβις. Γνώρισα και τον Γιουλ Μπρίνερ. Πήγα στο θέατρο. Έπαιζε το "Ο Βασιλιάς κι Εγώ". Υπέροχος!
Ας φύγουμε όμως τώρα για λίγο από τους υπέροχους για να πάμε στην αθέατη πλευρά της ντίβας. Να γνωρίσουμε την αρχόντισσα της κουζίνας.
Που να φανταστεί κανείς ότι αυτή η μεγάλη ντίβα του τραγουδιού, αυτή η εκρηκτική προσωπικότητα, υπήρξε μια νοικοκυρά ολκής, με μεγάλη θαυμάστρια του στιφάδου της, την Κάκια Αναλυτή.
Η Άννα Φόνσου θυμάται πως την γνώρισε, κι ένα από τα λουκούλλεια γεύματα που παρέθεσε : «Ήταν είδωλά μου ο Καζαντζίδης και η Γκρέυ κι όταν επιτέλους τη γνώρισα στο εξοχικό της στο Πόρτο Ράφτη, έμεινα κατάπληκτη από το ντεκόρ εκεί και την περιποίηση, πήγαμε κάναμε μπάνιο και μετά λέει, "θα ρθείτε να σας κάνω το τραπέζι". Τέτοιο τραπέζι δεν μου ‘χουν κάνει ποτέ στη ζωή μου. Της είχαν πει πως μ’ αρέσουν τα ψάρια. Είχε από γαύρο, μέχρι αστακό, σε κεντητά λινά τραπεζομάντιλα.
Και της λέω «Καίτη, για πες μας. Τι κάνεις; Τι θέλεις να κάνεις;»
Μου λέει: «Άννα μου, αν ήρθες εδώ να μιλάμε για καριέρες, έχεις κάνει μεγάλο λάθος.»
Κι έτσι αρχίσαμε να μιλάμε για άντρες!
Πήρε το δάκρυ μας...
Τα τελευταία χρόνια ήταν και είναι λίγο δύσκολα για την μεγάλη ερμηνεύτρια.
Απασχόλησαν συχνά την επικαιρότητα ιστορίες με μηνύσεις για κλοπές κοσμημάτων της, ληστείες στο σπίτι της, οικογενειακές και καλλιτεχνικές κόντρες. Ακόμη και απόπειρες δηλητηρίασης έχει καταγγείλει.
Μια δημοσιότητα, όμως, που σίγουρα δεν χρειαζόταν, δεν της άξιζε και νομίζω πως οφείλαμε να την προστατεύσουμε.
Ίσως, τελικά και να μην ήταν η ζωή της, σαν μια ταινία της ΚΛΑΚ ΦΙΛΜ όπως έγραψα στην αρχή. Ίσως, ήταν τελικά μια υπερπαραγωγή της Τσινετσιτά. Όπως και νάχει την ευχαριστούμε πολύ για τις φωτιές που μας άναψε.
Μα πιο πολύ την ευχαριστούμε που βρήκε τον τρόπο να πάρει το δάκρυ μας..
Να το πάρει με τον τρόπο που της έμαθε ο Μανώλης Χιώτης και η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου.
Πάρε το δάκρυ μου
να το ’χεις συντροφιά σου.
Πάρε τον πόνο μου
και βάλ’ τον στην καρδιά σου.
Αντίο κυρία Γκρέϋ!»