Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΙΤΕΛΕΙΑ ΤΗΣ
The Global City
Έρευνα του Φώτη Μπαξεβάνη
Η παγκόσμια πόλη συγκεντρώνει τα επιτελεία (headquarters) μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων, διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, διεθνών τουριστικών κεφαλαίων, πολιτιστικών βιομηχανιών. Διαθέτει υποδομές υποστήριξης διοικητικών υπηρεσιών, λειτουργίας μεγάλων πανεπιστήμιων και ερευνητικών κέντρων, ενώ αποτελεί κέντρο πολιτικών και στρατιωτικών αποφάσεων παγκόσμιας εμβέλειας.
Η πόλη αυτή συνήθως δεν έχει κανένα κοινό στοιχείο με την περιφέρεια στην οποία ανήκει. Συχνά περικλείεται από εξαθλιωμένες παραγκουπόλεις και εγκαταλειμμένες βιομηχανικές περιοχές, τόπους κατοικίας φτωχών και προσφυγών.
Ποια είναι η παγκόσμια πόλη
Η παγκοσμιοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας συνεπάγεται μια καινούρια οργανωτική δομή. Για να καταγραφεί αυτή θεωρητικά και εμπειρικά απαιτεί, αντίστοιχα, μια νέα εννοιολογική αρχιτεκτονική.
Μορφώματα όπως η «παγκόσμια πόλη» και η «παγκόσμια πόλη-περιφέρεια» αποτελούν σημαντικά στοιχεία αυτής της εννοιολογικής αρχιτεκτονικής. Υπάρχουν πολλοί άλλοι στενά συνδεδεμένοι όροι που μπορούν ενδεχομένως να χρησιμοποιηθούν: πόλεις του κόσμου, υπερ-πόλεις (mega-cities), πληροφοριουπόλεις˙ η ονοματοδοσία εξυπηρετεί μια συγκεκριμένη λογική.
Η «κοσμόπολη» (world city), αποτελεί προγενέστερο όρο της «παγκόσμιας πόλης».
Πρωτοαναφέρεται, χωρίς να ορίζεται σαφώς, στο βιβλίο Cities in Evolution (1915) του Patrick Geddes, όπου περιγράφονται οι ανταγωνισμοί μεταξύ των βρετανικών, γαλλικών, αμερικανικών και γερμανικών μεγαλουπόλεων, οι οποίοι συνδέονται με τις μεταβολές σε περιφερειακό επίπεδο, ενώ γίνεται πρόβλεψη για την υπεροχή των «πόλεων-περιφερειών» city-regions, οι οποίες επεκτείνονται ταχύτατα, χάρη στις μεταφορές και στην τεχνολογία.
Στη δεκαετία του 1980 οι κοσμοπόλεις χαρακτηρίζονται από κοσμοπολιτισμό και πολυπολιτισμικότητα˙ προσδιορισμοί αόριστοι που δεν σχετίζονται με την παγκοσμιοποίηση, η οποία αναδύεται αργότερα.
Προσφέρουν κοσμοπολίτικες εικόνες και ένα άρωμα οικουμενικότητας (Λονδίνο-Νέα Υόρκη), καθώς εγκολπώνουν μια πανσπερμία πολιτισμών στο περιβάλλον τους.
Το Λονδίνο σύμφωνα με τον Peter Taylor (Global Urban Analisis, A Survey of Cities in Globalization) αποτελεί την πόλη με τη μεγαλύτερη συνδεσιμότητα παγκοσμίως.
Μαζί με το Παρίσι, συμπεριλαμβάνονται στις κορυφαίες ευρωπαϊκές πόλεις. Καμιά άλλη βρετανική πόλη, πλην του Λονδίνου, δεν συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο με τις εκατό πόλεις με τη μεγαλύτερη συνδεσιμότητα στον κόσμο. Δημιουργείται έτσι το παράδοξο, το Λονδίνο να διατηρεί περισσότερες επαφές με πόλεις του εξωτερικού παρά με βρετανικές.
Χαρακτηριστικά είναι τα αρκτικόλεξα, συμβολικά στενών οικονομικών κυρίως σχέσεων μεταξύ Νέας Υόρκης–Λονδίνου (NYLON), αλλά και μεταξύ Η.Π.Α.-Λονδίνου (USAL) σε επιτελικό επίπεδο μεγάλων επιχειρήσεων.
Το Λονδίνο διατηρεί ακόμα στενές σχέσεις με την ασιατική τριάδα (Πεκίνο-Σαγκάη-Χονγκ- Κόνγκ), λόγω των πολυεθνικών που έχουν την έδρα του σε αυτές. Για τον ίδιο λόγο, το Τόκιο θεωρείται και αυτό μια παγκοσμιούπολη.
Ωστόσο το Λονδίνο αποτελεί κέντρο και πολιτιστικών δράσεων. Όπως αναφέρει ο William Shakespeare στον Κοριολανό, «τι άλλο είναι η πόλη παρά οι άνθρωποι της»˙ χωρίς αυτούς θα αποτελούσε ένα τεχνικό μόρφωμα έτοιμο να καταρρεύσει λόγω έλλειψης χρήσης.
Την ίδια εποχή η Αθήνα αποτελεί μια πολυπολιτισμική πόλη, όπου συνυπάρχουν πολιτισμοί, «υποταγμένοι» σε ένα δογματικό εθνικό και θρησκευτικό στοιχείο.
Οι παγκόσμιες πόλεις αποτελούν υποκατηγορία των κοσμοπόλεων.
Μετά την δεκαετία του 1980 γίνεται απόπειρα ιεράρχησης των πόλεων με κριτήριο την γεωοικονομική τους ισχύ στο παγκόσμιο σύστημα.
Η Saskia Sassen αναφέρει:
«Όταν για πρώτη φορά επέλεξα να χρησιμοποιήσω τον όρο παγκόσμια πόλη, το έκανα γνωρίζοντας ότι καταγράφω[…] την ιδιαιτερότητα της[…] όπως αυτή δομείται στη σύγχρονη περίοδο. Δεν επέλεξα την προφανή εναλλακτική ονομασία, κοσμόπολη, επειδή είχε ακριβώς το αντίθετο χαρακτηριστικό: αναφερόταν σε ένα είδος πόλης που έχουμε δει […]σε προηγούμενες περιόδους[…]. Από την άποψη αυτή, μπορεί να ειπωθεί ότι οι περισσότερες σημερινές μεγάλες παγκόσμιες πόλεις είναι επίσης κοσμοπόλεις, ωστόσο μπορεί να υπάρχουν κάποιες παγκόσμιες πόλεις σήμερα που δεν είναι κοσμοπόλεις με την πλήρη έννοια του όρου».
Σήμερα ο όρος κοσμόπολη, συνδέεται με τις αλλαγές στην ιεραρχία των αστικών κέντρων μέσα στο παγκοσμιοποιημένο γεωγραφικό τοπίο και έχει ενσωματώσει τα χαρακτηριστικά της παγκόσμιας πόλης που εντόπισε η Sassen.
Ωστόσο, το γεγονός ότι το Μαϊάμι έχει αναπτύξει λειτουργίες μιας παγκοσμιούπολης, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, δεν το καθιστά κοσμόπολη με την παλαιότερη έννοια του όρου.
Η παγκόσμια πόλη συνεισφέρει στην προσπάθεια καταγραφής και ερμηνείας των μεταβολών που επέφερε η παγκοσμιοποίηση στην ιεραρχία των αστικών κέντρων και προσδιορίζει τα οικονομικά, τεχνολογικά, πολιτικοστρατιωτικά και πολιτιστικά κέντρα της. Η ανάδειξη της σύνδεσης της αστικής ανάπτυξης με την παγκοσμιοποίηση περιορίζεται στις μεγαλουπόλεις. Έτσι υποβαθμίζεται η επίπτωση της παγκοσμιοποίησης στις πόλεις που δεν ανήκουν στις αναπτυγμένες χώρες ή σε χώρες που δεν ακολουθούν νεοφιλελεύθερη πολιτική. Ασκείται κριτική στον τρόπο εντοπισμού παγκόσμιων πόλεων, καθώς κυριαρχούν οικονομικά κριτήρια κατάταξης, επιβάλλοντας μια ιεραρχική και αυστηρή εικόνα για το μελλοντικό αστικό περιβάλλον.
Παγκόσμιες δεν είναι οι πόλεις που έχουν μόνο μεγάλο πληθυσμό, αλλά αυτές που φιλοξενούν πολιτικοστρατιωτικά, οικονομικά, τεχνολογικά, πολιτιστικά κέντρα εξουσίας.
Είναι πόλεις που διαφέρουν από πολλές πόλεις της παγκοσμιοποίησης. Ελάχιστα κέντρα στην κορυφή της αστικής ιεραρχίας προεξάρχουν ως παγκοσμιουπόλεις. Είναι μεγάλα αστικά συγκροτήματα, όχι πάντως μεγαλύτερα από τριτοκοσμικές πόλεις. Ωστόσο διαθέτουν διαφορετικές από αυτές λειτουργίες και δραστηριότητες.
Το Κάιρο δεν στεγάζει επιτελικές λειτουργίες της παγκοσμιοποίησης, ούτε αποτελεί έδρα οποιουδήποτε διεθνούς οργανισμού (Ο.Η.Ε.-Ν.Α.Τ.Ο.-Ε.Ε.).
Παγκοσμιουπόλεις είναι λίγοι κόμβοι του πλανήτη, στους οποίους εδράζεται η παγκόσμια οικονομική εξουσία, ιδιαίτερα το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, οι υπηρεσίες εξυπηρέτησης παραγωγών (producer services), διάφορες πολυεθνικές, τριτογενείς (υπηρεσίες) και τεταρτογενείς (διαδίκτυο- πληροφόρηση) δραστηριότητες. Γύρω τους αναπτύσσεται μεγάλη φτώχεια, ανεργία, μετανάστες χωρίς έγγραφα, άστεγοι και κοινωνικά αποκλεισμένοι πληθυσμοί. Η προβολή των οικονομικών διαστάσεων αυτών των κόμβων, αναπαράγει την εικόνα της παγκοσμιοποίησης κυρίως ως οικονομικής διαδικασίας.
Οι παγκοσμιουπόλεις είναι αυτάρκεις σε πόρους, τους οποίους διαθέτουν σε παγκόσμιες οικονομικές δραστηριότητες. Ενώ αποτελούν εργαλείο καταγραφής της πορείας των μορφών εργασίας, της πολυπλοκότητας των οικονομιών και της γεωγραφίας των στρατηγικών χώρων παγκοσμίως.
Οι παγκόσμιες πόλεις και ο διεθνής καταμερισμός εργασίας.
Ο όρος δίκτυο καθορίζεται ως δέσμη σχέσεων που συνδέει σύνολο ετερόκλητων πραγμάτων.
Κατέχει μια ισχυρή εξηγητική ισχύ για διαφορετικά φαινόμενα, με κλιμακούμενη πολυπλοκότητα. Η έννοια αυτή αποτελεί προνομιακό εργαλείο για την προσέγγιση της παγκοσμιοποίησης, η οποία χαρακτηρίζεται από την παρουσία πολλών και ποικίλων δικτύων, τα οποία διέπουν τις τύχες οικονομιών και κοινωνιών. Η πλέον σημαντική μορφή δικτυακής οργάνωσης, λόγω της κεντρικότητάς της, των πόρων που της έχουν αφιερωθεί και των ευρύτερων αποτελεσμάτων της, συνέπεια της διάχυσης των νέων προτύπων στην κοινωνία είναι αυτή της σύγχρονης επιχείρησης. Η νέα αυτή μορφή οργάνωσης εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο μετάβασης από την φάση της μαζικής παραγωγής της μεταπολεμικής εντατικής συσσώρευσης κεφαλαίου σε εκείνη της ευέλικτης παραγωγής ως κεντρική ιδέα της νέας φάσης κεφαλαιακής συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα ή διαφορετικά ευέλικτης συσσώρευσης.
Ένα νέο επιχειρηματικό πλαίσιο αναπτύσσεται βασισμένο στην επεξεργασία και μεταφορά της πληροφορίας, την οποία παρέχουν τα νέα ηλεκτρονικά δίκτυα.
Το μοντέλο της παγκόσμιας πόλης οργανώνεται, σύμφωνα με την Sassen (2005) γύρω από επτά υποθέσεις. Όσο πιο εκτεταμένες είναι οι δραστηριότητες μιας επιχείρησης σε διάφορες χώρες, τόσο πιο σύνθετες και στρατηγικές είναι οι κεντρικές της λειτουργίες (διαχείριση, συντονισμός, εξυπηρέτηση, χρηματοδότηση) ενός δικτύου επιχειρήσεων.
Οι κεντρικές λειτουργίες καθίστανται τόσο περίπλοκες, ώστε τα αρχηγεία μεγάλων παγκόσμιων εταιρειών τις αναθέτουν σε εξωτερικούς συνεργάτες, αγοράζοντας μερίδιο από τις κεντρικές λειτουργίες εξειδικευμένων εταιρειών παροχής υπηρεσιών.
Οι εξειδικευμένες εταιρείες παροχής υπηρεσιών που δραστηριοποιούνται στις πιο σύνθετες και παγκοσμιοποιημένες αγορές υπόκεινται στην οικονομία συσσώρευσης.
Η ύπαρξη μιας επιχείρησης σε μια πόλη είναι συνώνυμη με την ύπαρξη της σε ένα εξαιρετικά πυκνό βρόχο πληροφόρησης. Ο βασικός τομέας που προσδιορίζει τα διακεκριμένα πλεονεκτήματα παραγωγής των παγκόσμιων πόλεων είναι ο τομέας των άκρως εξειδικευμένων και δικτυωμένων υπηρεσιών.
Ο αριθμός των κεντρικών γραφείων είναι αυτός που προσδιορίζει μια παγκόσμια πόλη.
Οι εξειδικευμένες εταιρείες παροχής υπηρεσιών πρέπει να παρέχουν μια παγκόσμια υπηρεσία που συνεπάγεται ένα παγκόσμιο δίκτυο συνεργατών ή κάποια άλλη μορφή συνεργασίας και ως εκ τούτου παρατηρείται η ενίσχυση των διασυνοριακών συναλλαγών και δικτύων μεταξύ πόλεων.
Ο αυξανόμενος αριθμός επαγγελματιών υψηλού επιπέδου και τα υψηλά κέρδη εξειδικευμένων εταιρειών παροχής υπηρεσιών έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση του βαθμού της παρατηρούμενης χωρικής και κοινωνικοοικονομικής ανισότητας σε αυτές τις πόλεις. Η ανανέωση μέρους ή όλων των δραστηριοτήτων παραγωγής και διανομής, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών, είναι ένας τρόπος επιβίωσης εταιριών που έχουν κέρδη που δεν τους επιτρέπουν να ανταγωνίζονται τις εταιρείες υψηλής κερδοφορίας που βρίσκονται στην κορυφή του συστήματος.
Ο ουδέτερος όρος «διεθνής ολοκλήρωση», που αποδίδεται στην παγκοσμιοποίηση, αποτελεί ένα προπαγανδιστικό τέχνασμα, που έρχεται σε αντίθεση με ένα σταθερά διογκούμενο αίτημα για μια δημοκρατική παγκοσμιοποίηση. Η παγκόσμια ολοκλήρωση περιορίζεται σε οικονομικό και επικοινωνιακό επίπεδο. Η ψηφιακή επανάσταση προάγει πολιτισμικές ανταλλαγές, από την διασκέδαση μέχρι την εκπαίδευση και την διεθνή κινητοποίηση. Η έννοια ενός πολιτιστικού «παγκόσμιου χωριού», αποτελεί την πρώτη συνειδητή παγκοσμιοποιημένη έκφραση.
Οι νεωτερικές πόλεις στο παγκοσμιοποιημένο τοπίο
Στη σύγχρονη εποχή, το θέμα της παγκοσμιοποίησης επανέρχεται με την δραματική αμεσότητα της μετάδοσης της πληροφορίας. Φυσικά το ενδιαφέρον εστιάζει στο οικονομικό πεδίο, με πρωταγωνίστριες τις πολυεθνικές εταιρίες που διακινούν άυλα αγαθά (weightless economy) όπως πληροφορία, τεχνογνωσία, γνώση και χρήμα.
Η ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων και ανθρώπων ισχυροποιεί την πεποίθηση της αποδυνάμωσης των εθνών-κρατών στο διεθνές γίγνεσθαι, αλλά εγκαθιδρύει μια νέα άνιση ανάπτυξη μεταξύ των περιφερειών.
Ο καπιταλισμός δημιουργεί διαχρονικά, στο γεωγραφικό τοπίο, αλληλεξαρτήσεις, απορρίπτοντας την απομόνωση και την αυτοκατανάλωση.
Οι Hirst και Thompson (1996) υποστηρίζουν ότι υπάρχει πάντα μια αλληλεξάρτηση μεταξύ χωρών στο πλαίσιο της άνισης ανάπτυξης, από την εποχή των πρώιμων μορφών της παγκοσμιοποίησης, όπως της αποικιοκρατίας, του ιμπεριαλισμού και της νεοαποικιοκρατικής εξάρτησης. Ενώ ο Waellerstein, ξαναδιαβάζοντας το Κομουνιστικό Μανιφέστο (1848), διαπιστώνει ότι την τοπική και εθνική αυτάρκεια και απομόνωση, διαδέχεται, από τότε, η αλληλεξάρτηση των εθνών μέσα από ένα πλέγμα συναλλαγών.
Προτείνεται μια νέα διάκριση μεταξύ διεθνοποίησης και παγκοσμιοποίησης. Η πρώτη αφορά την επέκταση οικονομικών δραστηριοτήτων έξω από εθνικά σύνορα και διμερείς σχέσεις, ενώ η δεύτερη αφορά την λειτουργική ολοκλήρωση διεθνών δραστηριοτήτων, μέσα από διαπλεκόμενες παραγωγικές διαδικασίες πολυεθνικών εταιριών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Ο γεωγραφικός χώρος αποτελεί πεδίο μετακινήσεων και μεταναστεύσεων, γίνεται χώρος ροών.
Τη δεκαετία του 1970 διαρρηγνύεται η σχέση μεταξύ κοινότητας και γειτονιάς, καθώς η κοινότητα διαμορφώνεται κοινωνικά, από επιχειρηματίες κατασκευαστές και την περιχαράκωση ομάδων στο χώρο. Ο Weber θεωρεί ότι η κοινότητα μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς κοινή χωρική-οικιστική βάση των μελών της.
Η «α-χωρική αστική επικράτεια» δεν απαιτεί την γειτνίαση. Αναπτύσσονται επαφές άμεσα σε ολόκληρο τον κόσμο, δημιουργώντας μια «κοινότητα χωρίς εγγύτητα». Ταυτόχρονα αναπτύσσεται η «εγγύτητα χωρίς κοινότητα», καθώς εξαλείφεται η κοινότητα-γειτονιά.
Οι όροι κοινωνικό δίκτυο και α-χωρική κοινότητα χαρακτηρίζουν τον σύγχρονο οικονομικό, πανεπιστημιακό και πολιτικό τομέα. Η παγκοσμιοποίηση της νεωτερικότητας οδηγεί στην αποστασιοποίηση του χωρο-χρόνου (time-space distanciation). Ενώ αυτή της μετανεωτερικότητας εκφράζεται μέσα από την συμπίεση του χωρο-χρόνου (time-space compression), μέσω της τεχνολογίας των υπολογιστών. Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης αναδύεται το τοπικό επίπεδο, στον οικονομικό, πολιτισμικό, πολιτικό τομέα. Επιτελικό κέντρο της παγκοσμιοποίησης είναι η «παγκοσμιούπολη», την οποία αγγλοαμερικανοί γεωγράφοι αναδεικνύουν ως το κατεξοχήν σύγχρονο θέμα γεωγραφικού προβληματισμού.
Συμπεράσματα
Η ανάπτυξη των παγκόσμιων πόλεων συσχετίζεται με βασικές αλλαγές στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Πλέον είναι ξεκάθαρο ότι οι αλλαγές αυτές αφορούν στην ανάπτυξη του νέου τριτογενούς- ή τεταρτογενούς- τομέα (υπηρεσίες παραγωγού ή επιχειρηματικές υπηρεσίες), στην ανάπτυξη της πληροφορικής, των χρηματιστηριακών κέντρων, της λειτουργίας διεθνών πολιτικών οργανισμών.
Η παγκοσμιούπολη αποτελεί ένα χώρο ενσωματωμένο στον τόπο και στην α-χωρική επικράτεια, που συνδέουν πεδία και χώρους που στερούνται γεωγραφικής εγγύτητας.
Στο παγκόσμιο αυτό δίκτυο πραγματοποιείται μετακίνηση κεφαλαίων, ανθρώπινου δυναμικού, πολιτισμικές, μορφωτικές και καλλιτεχνικές ανταλλαγές. Αποτελεί δε χώρο υψηλού τεχνολογικού περιβάλλοντος, εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, αλλά και φθηνής ανειδίκευτης εργασίας.
Υπάρχουν συγκεκριμένες δράσεις και διαδικασίες οι οποίες αναδεικνύονται ως κριτήρια χαρακτηρισμού μιας πόλης ως παγκόσμιας. Ωστόσο οι δράσεις αυτές, των υπό συζήτηση πόλεων, από το 1915 μέχρι το 1991, όταν η Sassen υπέδειξε τον όρο παγκοσμιούπολη, δεν είχαν συνδεθεί με την συζήτηση για την παγκοσμιοποίηση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αράπογλου, Β., (22013), «Νέες ιεραρχίες των πόλεων: Παγκόσμιες πόλεις και πλανητικοί κόμβοι», στο: Λεοντίδου, Λ. (επιμ.) Γενική Ανθρωπογεωγραφία και υλικός πολιτισμός της Ευρώπης. Ευρωπαϊκές Γεωγραφίες, Τεχνολογία και Υλικός Πολιτισμός, Πάτρα: ΕΑΠ σ.301-311.
Καραβέλη, Ε., (2009). Ανισότητες, Συγκεντρώσεις και Νέα Οικονομική Γεωγραφία. Gutenberg, Αθήνα.
Κουρλιούρος, Η., (2011), Διαδρομές στις Θεωρίες του Χώρου. Οικονομική γεωγραφία της αναδιάρθρωσης και της άνισης ανάπτυξης, Αθήνα: Προπομπός.
Λεοντίδου, Λ., (82011). Αγεωγράφητος Χώρα: Ελληνικά Είδωλα στους Επιστημολογικούς Αναστοχασμούς της Ευρωπαϊκής Γεωγραφίας, Αθήνα: Προπομπός.
Τσάμπρα, Μ., (22013), «Από τον φορντισμό στην ευέλικτη συσσώρευση», στο: Λεοντίδου, Λ. (επιμ.) Γενική Ανθρωπογεωγραφία και υλικός πολιτισμός της Ευρώπης. Ευρωπαϊκές Γεωγραφίες, Τεχνολογία και Υλικός Πολιτισμός, Πάτρα: ΕΑΠ σ.219-228.
Τσάμπρα, Μ., (22013), «Γεωγραφία της Παραγωγής και Βιομηχανική Αναδιάρθρωση», στο: Λεοντίδου, Λ. (επιμ.) Γενική Ανθρωπογεωγραφία και υλικός πολιτισμός της Ευρώπης. Ευρωπαϊκές Γεωγραφίες, Τεχνολογία και Υλικός Πολιτισμός, Πάτρα: ΕΑΠ σ.213-236.
Χάλαρης, Γ ., (2003). «Παγκοσμιοποίηση και κοινωνία των δικτύων». Στο Κατσούλης, Η., Ανανιάδη, Μπ., Ιωαννίδης, Σ., (επιμ.) Παγκοσμιοποίηση: Οικονομικές, Πολιτικές, Πολιτισμικές Όψεις, Αθήνα: Σιδέρης.
Sassen, S., (2005), “The Global City: Introducing a new concept”, Brown Journal of World Affairs, vol. XI:2, 27-43.
Sassen, S., (2009), Κοινωνιολογία της παγκοσμιοποίησης. (Μτφρ.Γ. Ράκκας), Αθήνα: Μεταίχμιο (σελ. 147-190).
Stevenson, D., (2007), Πόλεις και αστικοί πολιτισμοί. (Μτφρ. Ι. Πεντάζου), Αθήνα: Κριτική.
0 comments
Το μήνυμα σας