ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
Γράφει η Λαμπρινή Κατσαβάρου
Άργησα!
Τρέχοντας μπήκα σπίτι μου.
Τρέχοντας μπήκα σπίτι μου.
Να καθαρίσω, να βάψω τα αυγά, να φτιάξω τα κουλούρια.
Για το καλό!
Μεγάλη Πέμπτη σήμερα.
Άνοιξα την πόρτα - το σπίτι είναι γεμάτο φως, εικόνες, μυρωδιές.
Πολλά χρόνια πριν, παιδάκια, πηγαίναμε πάντα στο χωριό.
Πολλά χρόνια πριν, παιδάκια, πηγαίναμε πάντα στο χωριό.
Τέτοια μέρα η γιαγιά η Άρτεμις, δασκάλα στα χρόνια της, γεμάτη φως στο πρόσωπο, μας μάζευε στο τραπέζι της κουζίνας (μεγάλο παραλληλόγραμο, σαν στα μοναστήρια) έβαφε τα αυγά με τις κόρες της, Μαζί με τη μάνα μου τρεις.
Εμείς κοιτούσαμε και περιμέναμε το παράγγελμα. Γυάλισμα, στέγνωμα και διάλεγμα.
Η μια λίμπα στο τραπέζι του σαλονιού, η πιατέλα στην τραπεζαρία, μία για τους συγγενείς, μία για τις επισκέψεις και τα πεσκέσια και τα υπόλοιπα … κινεζάκια.
Μας έβαζε δεξιά και αριστερά της, έφερνε χαρτόνι κλωστές και κορδέλες. Έκοβε στρογγυλά από χαρτόνι, περνούσε ανάμεσά τους κλωστές και κορδονάκια, φτιάχνοντας τα καπελάκια με τα μαλλιά, που κολλούσε στην κορυφή του αυγού.
«Ετοιμο το καπελάκι», μας έλεγε.
Ύστερα ζωγράφιζε το πρόσωπο στο πλατύ του αυγού και το στήριζε σε βάσεις πάλι από χαρτόνι.
Κάθε χρόνο τη Μεγάλη Πέμπτη…
Την Κυριακή του Πάσχα έπαιρνε από ένα κουλούρι και ένα αυγό μάς τα 'βαζε στην τσέπη να τα φάμε μετά από την Εκκλησία που θα κοινωνούσαμε
Η ίδια μυρωδιά, η ίδια φροντίδα, η ίδια αφοσίωση… μέχρι που έφυγε.
Τη Δεύτερη ημέρα του Πάσχα τρώγαμε στη γιαγιά τη Λάμπρω, του πατέρα μου τη μάνα. Μεγάλωσε μόνη της τρία παιδιά, χήρα από τα 20 της χρόνια. Δυνατή γυναίκα.
Για να φτάσουμε στο σπίτι ανεβαίναμε όλη την πλαγια με τα πόδια.
Ο πατέρας μου με τα γλυκά της «Αστόρια» στα χέρια, μπροστά, άνοιγε δρόμο από τα βάτα και μας έδειχνε τις λάσπες…
Η αδερφή μου, εγώ μετά (έννοια μου να μη λερώσω τα λαμπριάτικα παπούτσια, να τα δείξω καθαρά στη γιαγιούλα μου).
Ακολουθούσε η μάνα μας με τα καλούδια στα χέρια από τη δική της μάνα. «Λερώθηκες», «πρόσεχε», «σου είπα μην πας από κει»…
Ποιος την άκουγε.
Μόλις φτάναμε στο ξέφωτο τη βλέπαμε να μας περιμένει…
Πάντα στο ίδιο σημείο, πάντα με την ίδια προσμονή, μέσα στα μαύρα, δεν τα βγαλε ποτέ.
«Μάνα», φώναζε ο πατέρας μου. Και κείνη πάντα από τα ψηλά μας άνοιγε μια αγκαλιά.
Μια αγκαλιά πραότητα, μυρωδιές και τόση αγάπη.
Φεύγοντας έβαζε στα χέρια μας κουλούρια και αυγό.
Ήταν τόσο μεγάλα τα κουλούρια που γέμιζαν και ξεχείλιζαν από την παλάμη.
Τα τοποθετούσε το ένα πάνω από το άλλο και μας έκλεινε τα δαχτυλάκια μας σφιχτά να τα σφραγίσει να μην γλιστρήσουν και πέσουν. Κι από πάνω ένα αυγό.
Και πάντα έπεφταν μεχρι να κατέβουμε την πλαγιά να βγούμε στο δρόμο για το σπίτι της γιαγιάς Αρτεμις.
Μόνο τη χρονιά που έφυγε ο πατέρας μου δεν πήγαμε. Να μην το μάθει και δεν το αντέξει.
Μεγαλώσαμε, της πήγα τον άντρα μου να τον γνωρίσει, δεύτερη ημέρα του Πάσχα.
-Γιαγιά μου ο Γιώργος, με ζήτησε χθες από τον παππού (τον πατέρα της μάνας μου).
«Α! Ο Αη Γιώργης, παιδί μου, ο πατέρας σου τον έστειλε, ήταν ο πρόστάτης του. Γι' αυτό ερχόσασταν πάντα δεύτερη ημέρα του Πάσχα εδώ, πήγαινε στο ξωκκλήσι»….
Τα χρόνια πέρασαν…
Χάσαμε το άγγιγμα τους, άλλαξαν οι ζωές μας, πέρασαν καιροί που δεν καθίσαμε στο μεγάλο παραλληλόγραμμο τραπέζι της γιαγιάς Άρτεμις και δεν ανεβήκαμε την πλαγιά για τη γιαγιά Λάμπρω.
Οι μυρωδιές τους όμως είναι ακόμη εδώ, χιλιόμετρα και χρόνια μακριά.
Ανήμερα ήταν και όταν γύρισα στης μάνας μου το σπίτι, μετά από μια βαριά απώλεια ψυχής.
Στο τραπέζι τα κουλούρια η ίδια συνταγή από μάνα σε κόρη.
Κάθισα, κοίταξα τη μάνα μου..
-Σου φούσκωσαν πολύ φέτος μάνα - Χρόνια πολλά και του χρόνου να σαι καλά να ξαναφτιάξεις.
«Ωχ παιδί μου, εγώ στα 42 χήρεψα και συ στα 42...»
Κούνησε το κεφάλι της, μου 'βαλε στη χούφτα το πιο φουσκωμένο κουλούρι.
Την είδα να δακρύζει.
Πλήγμα η κάθε απώλεια για τη μάνα μου, που την ξορκίζει πάντα με γλυκό.
Έφυγα για τη δουλειά κρατώντας το και με τα δυό χέρια, μην πέσει και μου σπάσει .
Πέρασε η ώρα, ζυμώνοντας τις μυρωδιές του Πάσχα.
Μας έβαζε δεξιά και αριστερά της, έφερνε χαρτόνι κλωστές και κορδέλες. Έκοβε στρογγυλά από χαρτόνι, περνούσε ανάμεσά τους κλωστές και κορδονάκια, φτιάχνοντας τα καπελάκια με τα μαλλιά, που κολλούσε στην κορυφή του αυγού.
«Ετοιμο το καπελάκι», μας έλεγε.
Ύστερα ζωγράφιζε το πρόσωπο στο πλατύ του αυγού και το στήριζε σε βάσεις πάλι από χαρτόνι.
Κάθε χρόνο τη Μεγάλη Πέμπτη…
Την Κυριακή του Πάσχα έπαιρνε από ένα κουλούρι και ένα αυγό μάς τα 'βαζε στην τσέπη να τα φάμε μετά από την Εκκλησία που θα κοινωνούσαμε
Η ίδια μυρωδιά, η ίδια φροντίδα, η ίδια αφοσίωση… μέχρι που έφυγε.
Τη Δεύτερη ημέρα του Πάσχα τρώγαμε στη γιαγιά τη Λάμπρω, του πατέρα μου τη μάνα. Μεγάλωσε μόνη της τρία παιδιά, χήρα από τα 20 της χρόνια. Δυνατή γυναίκα.
Για να φτάσουμε στο σπίτι ανεβαίναμε όλη την πλαγια με τα πόδια.
Ο πατέρας μου με τα γλυκά της «Αστόρια» στα χέρια, μπροστά, άνοιγε δρόμο από τα βάτα και μας έδειχνε τις λάσπες…
Η αδερφή μου, εγώ μετά (έννοια μου να μη λερώσω τα λαμπριάτικα παπούτσια, να τα δείξω καθαρά στη γιαγιούλα μου).
Ακολουθούσε η μάνα μας με τα καλούδια στα χέρια από τη δική της μάνα. «Λερώθηκες», «πρόσεχε», «σου είπα μην πας από κει»…
Ποιος την άκουγε.
Μόλις φτάναμε στο ξέφωτο τη βλέπαμε να μας περιμένει…
Πάντα στο ίδιο σημείο, πάντα με την ίδια προσμονή, μέσα στα μαύρα, δεν τα βγαλε ποτέ.
«Μάνα», φώναζε ο πατέρας μου. Και κείνη πάντα από τα ψηλά μας άνοιγε μια αγκαλιά.
Μια αγκαλιά πραότητα, μυρωδιές και τόση αγάπη.
Φεύγοντας έβαζε στα χέρια μας κουλούρια και αυγό.
Ήταν τόσο μεγάλα τα κουλούρια που γέμιζαν και ξεχείλιζαν από την παλάμη.
Τα τοποθετούσε το ένα πάνω από το άλλο και μας έκλεινε τα δαχτυλάκια μας σφιχτά να τα σφραγίσει να μην γλιστρήσουν και πέσουν. Κι από πάνω ένα αυγό.
Και πάντα έπεφταν μεχρι να κατέβουμε την πλαγιά να βγούμε στο δρόμο για το σπίτι της γιαγιάς Αρτεμις.
Μόνο τη χρονιά που έφυγε ο πατέρας μου δεν πήγαμε. Να μην το μάθει και δεν το αντέξει.
Μεγαλώσαμε, της πήγα τον άντρα μου να τον γνωρίσει, δεύτερη ημέρα του Πάσχα.
-Γιαγιά μου ο Γιώργος, με ζήτησε χθες από τον παππού (τον πατέρα της μάνας μου).
«Α! Ο Αη Γιώργης, παιδί μου, ο πατέρας σου τον έστειλε, ήταν ο πρόστάτης του. Γι' αυτό ερχόσασταν πάντα δεύτερη ημέρα του Πάσχα εδώ, πήγαινε στο ξωκκλήσι»….
Τα χρόνια πέρασαν…
Χάσαμε το άγγιγμα τους, άλλαξαν οι ζωές μας, πέρασαν καιροί που δεν καθίσαμε στο μεγάλο παραλληλόγραμμο τραπέζι της γιαγιάς Άρτεμις και δεν ανεβήκαμε την πλαγιά για τη γιαγιά Λάμπρω.
Οι μυρωδιές τους όμως είναι ακόμη εδώ, χιλιόμετρα και χρόνια μακριά.
Ανήμερα ήταν και όταν γύρισα στης μάνας μου το σπίτι, μετά από μια βαριά απώλεια ψυχής.
Στο τραπέζι τα κουλούρια η ίδια συνταγή από μάνα σε κόρη.
Κάθισα, κοίταξα τη μάνα μου..
-Σου φούσκωσαν πολύ φέτος μάνα - Χρόνια πολλά και του χρόνου να σαι καλά να ξαναφτιάξεις.
«Ωχ παιδί μου, εγώ στα 42 χήρεψα και συ στα 42...»
Κούνησε το κεφάλι της, μου 'βαλε στη χούφτα το πιο φουσκωμένο κουλούρι.
Την είδα να δακρύζει.
Πλήγμα η κάθε απώλεια για τη μάνα μου, που την ξορκίζει πάντα με γλυκό.
Έφυγα για τη δουλειά κρατώντας το και με τα δυό χέρια, μην πέσει και μου σπάσει .
Πέρασε η ώρα, ζυμώνοντας τις μυρωδιές του Πάσχα.
0 comments
Το μήνυμα σας