ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΟΥ KAPROW ΣΤΟΝ KURT WEILL
Kaprow, Dada, Kurt Weill, Cabaret Voltaire... μακροβούτι στην Ιστορία της Τέχνης μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο
Μελέτη του Φώτη Μπαξεβάνη
Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι τέχνες σπάνε τη συνέχεια με την παράδοση, αλλάζοντας ταχύτατα πρόσωπα με μεγάλη ταχύτητα.
Οι καλλιτέχνες εγκαταλείπουν την παραστατική καλλιτεχνική δημιουργία, ψάχνοντας νέες κοινωνικές αξίες και νέους τρόπους έκφρασης με το λόγο, τον ήχο, την εικόνα και το σχήμα.
Έργα του Αφηρημένου Εξπρεσσιονισμού γεμίζουν τις αίθουσες μεγάλων ορθογώνιων κτηρίων με επίπεδες στέγες. Η Αφαίρεση (μη-παραστατική τέχνη) στα εικαστικά και ο Μοντερνισμός στην αρχιτεκτονική συνιστούν το κυρίαρχο πολιτιστικό πλαίσιο.
Την δεκαετία του 1950 οι καλλιτέχνες απλώνονται σε πεδία που δεν έχουν άμεση σχέση με τις τέχνες και την αντικειμενική πραγματικότητα. Αναζητούν μη παραδοσιακούς τρόπους έκφρασης με σκαριφήματα και ασημαντότητες, υποβαθμίζοντας ένα έργο τέχνης που προορίζεται ως συλλεκτικό κομμάτι ή παρεμποδίζοντας το να γίνει εμπόρευμα, καθώς είναι βραχύβιο.
Σε αυτή την εργασία θα γίνει σχολιασμός ενός Happening, το οποίο θα συσχετιστεί με τις τέχνες στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Ακολούθως, εστιάζοντας στην αρχιτεκτονική, θα γίνει αναφορά στον όρο Brutalism, μέσα από την περιγραφή ενός κτηρίου. Τέλος μέσα από ένα ατονικό μουσικό κομμάτι του Schoenberg και ένα τραγούδι του Weill, θα διερευνηθεί αν το ενδιαφέρον του ακροατηρίου για τη νέα μουσική περιχαρακώνεται και για τα δύο μουσικά έργα ή όχι.
Η πρόθεση «μετά» αποτελεί λέξη κλειδί στην μεταπολεμική Ευρώπη, υπογραμμίζοντας τον θάνατο παλαιών βεβαιοτήτων. Ακόμα και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της Δύσης, συνηθισμένα να ζουν σε ένα κόσμο συνεχών τεχνολογικών και πολιτιστικών αλλαγών, απαιτούν ένα χρονικό διάστημα για να προσαρμοστούν στις κοινωνικές αλλαγές που ταχύτατα συντελούνται παγκοσμίως.
Ξεσπούν μαζικές φοιτητικές και εργατικές εξεγέρσεις (Γαλλία-1968, Ιταλία-1969).
Διαδραματίζονται αλλαγές στις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων και μεταξύ των γενεών. Η ταχύτατα πολιτικοποιημένη νεολαία αποτελεί ένα ανεξάρτητο κοινωνικό φορέα, ο οποίος τα θέλει όλα «εδώ και τώρα».
Αλλάζει ο τρόπος ζωής μέσα από μια ώσμωση μέσω ραδιοφώνου, μουσικών δίσκων, εικόνας, προσωπικών επαφών, πανεπιστημιακών δικτύων, μόδας. Η αλλαγή στον τρόπο ομιλίας, αλάνθαστο κριτήριο κατάταξης στην βρετανική αριστοκρατία, αποτελεί ένα τρόπο αντιμετώπισης του αξιακού κόσμου των ενηλίκων.
Την εποχή αυτή τα όρια της τέχνης είναι πιο δυσδιάκριτα παρά ποτέ. Η τεχνολογική επανάσταση την κάνει πανταχού παρούσα.
Η τηλεόραση είναι προσιτή σε κάθε στοιχειώδη αστική υποδομή, διαμορφώνοντας τις λαϊκές τέχνες και την ψυχαγωγία, γρηγορότερα και πληρέστερα από τις «υψηλές» και παραδοσιακές τέχνες Η ακτινοβολία της αρχιτεκτονικής μέσω της φωτογραφίας είναι πρωτόγνωρη, προαναγγέλλοντας την σύγχρονη εποχή, η οποία δίνει παγκόσμια διάσταση σε ένα τοπικό φαινόμενο. Η επιρροή των μοντέρνων αρχιτεκτόνων φτάνει σε όλο τον κόσμο.
Η τηλεόραση είναι προσιτή σε κάθε στοιχειώδη αστική υποδομή, διαμορφώνοντας τις λαϊκές τέχνες και την ψυχαγωγία, γρηγορότερα και πληρέστερα από τις «υψηλές» και παραδοσιακές τέχνες Η ακτινοβολία της αρχιτεκτονικής μέσω της φωτογραφίας είναι πρωτόγνωρη, προαναγγέλλοντας την σύγχρονη εποχή, η οποία δίνει παγκόσμια διάσταση σε ένα τοπικό φαινόμενο. Η επιρροή των μοντέρνων αρχιτεκτόνων φτάνει σε όλο τον κόσμο.
Οι Η.Π.Α., ισχυροποιημένες οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά, αποτελούν πόλο έλξης, ήδη από την περίοδο του μεσοπολέμου, Ευρωπαίων καλλιτεχνών. Η Νέα Υόρκη αποτελεί το κέντρο των εικαστικών τεχνών, αντικαθιστώντας το Παρίσι.
Τα Δρώμενα και η σχέση τους με την τέχνη του πρώτου μισού του 20ου αιώνα.
Η Pop Art αποτελεί μία από τις σημαντικότερες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις του 2ου μισού του 20ου αιώνα, ως αντίδραση στο σύγχρονο τρόπο ζωής του μαζικού πολιτισμού και στην αφηρημένη τέχνη. Αναπτύσσεται χάρη στην αναβίωση του Ντανταϊσμού και στη μουσική του John Cage (1912-1992). Ο τελευταίος θεωρεί ότι ένα έργο τέχνης πρέπει να είναι ένα συμβάν, μια δράση που επιβεβαιώνει τη ζωή και όχι ένα μέσο επιβολής τάξης στο χάος ή βελτίωσης στη δημιουργία.
Δεν υπάρχουν όρια ανάμεσα στην «τέχνη» και στη «ζωή».
Δημιουργεί ένα από τα πρώτα Happenings στο Black Mountain College (1952), όπου από την κορυφή μιας σκάλας δίνει διάλεξη με συχνά διαλείμματα σιωπής. Συνεργάτες του διαβάζουν ποιήματα, παίζουν πιάνο, ενώ ταυτόχρονα εκτίθενται ζωγραφικοί πίνακες και πραγματοποιούνται χορευτικά δρώμενα. Οι ήχοι πρέπει να είναι αυθεντικοί, με αποτέλεσμα ο θόρυβος να προβάλλεται ως μουσική και η σιωπή ως γενεσιουργός αιτία της τέχνης. Ο Cage επηρεάζει δύο νεοντανταϊστές καλλιτέχνες (Robert Rauschenberg-Jasper Johns), οι οποίοι εισάγουν την καταναλωτική καθημερινότητα στις εικαστικές τέχνες και δίνουν στο αμερικάνικο περιβάλλον πνευματική υπόσταση.
Ο Allan Kaprow, μαθητής του Cage, παρουσιάζει στην Νέα Υόρκη (1959) 16 Happenings σε 6 μέρη. Με αυτή τη νέα μορφή τέχνης μετεξελίσσει στατικά καλλιτεχνικά δημιουργήματα (Assemblages-Environments) σε σύνθετα, περιλαμβάνοντας στοιχεία από διάφορες περιοχές τεχνών: κατασκευές από τοίχους, γλυπτά πάνω σε τροχούς, μουσική με θόρυβο, προβολές φιλμ. Ένα έργο τέχνης πρέπει να είναι ένα συμβάν, μια δράση, ένα περιβάλλον του οποίου ο θεατής αποτελεί κομμάτι. Όπως βιώνει την πραγματική ζωή, με όλες τις αισθήσεις, έτσι πρέπει να βιώσει ένα έργο τέχνης, που έχει εφήμερο χαρακτήρα και αποτελείται από καθημερινά υλικά. Ο καλλιτέχνης δεν αντιμετωπίζει το έργο τέχνης ως εμπορεύσιμο αντικείμενο, έτσι το μετατρέπει σε εμπειρία, σε συμβάν, δηλαδή σε Happening.
Οι στοίβες άχρηστων ελαστικών στην Αυλή του Kaprow (1961) αφενός απαξιώνουν το θεσμό του μουσείου, αφετέρου αποτελούν κριτική στον καταναλωτισμό.
Το 1962 ιδρύεται στη Γερμανία το κίνημα Fluxus, που αποβλέπει στην ανανέωση των ντανταϊστικών εκφράσεων, προσπαθώντας να καταργήσει τα όρια ανάμεσα στο θέατρο, στη μουσική και στις εικαστικές τέχνες. Προωθεί μια «αντι-εμπορική τέχνη», την τέχνη «κάντο μόνος σου». Ο Cage είχε προπορευτεί στους πειραματισμούς με τη μουσική, όταν τη δεκαετία του ʼ50 παρέδιδε μαθήματα σε καλλιτέχνες (George Maciunas 1931-1978) που αργότερα θα δημιουργήσουν το κίνημα.
Η ιδιαιτερότητα του Happening, σε σχέση με το θέατρο, είναι ότι γνωστοποιεί τα όρια και τις αλλαγές στις επιθυμίες, στη συμπεριφορά και στη συνείδηση του καθενός. Καταργεί τις λειτουργίες του θεατή και της σκηνής, αποτελώντας ένα collage γεγονότων και πράξεων που καθορίζονται εκ των προτέρων, χωρίς συγκεκριμένη πλοκή ή υπόθεση. Οι συμμετέχοντες αποτελούν αντικείμενα ενός μοναδικά διαμορφωμένου περιβάλλοντος, αντίστοιχου της πόλης στην οποία λειτουργούν. Αυτοί καθορίζουν την επιτυχία του Happening.
Η απουσία θεατρικών συμβάσεων, δημιουργεί μια «all-over» δράση αντίστοιχη της ζωγραφικής του Pollock.
Το Happening βιώνεται άμεσα και βρίσκεται κοντά στο Dada, το πιο βίαιο και αμφιλεγόμενο καλλιτεχνικό κίνημα του Μεσοπολέμου, το οποίο αντιμετωπίζεται ως «μια κατάσταση του νου».
Το 1916 δυσαρεστημένοι νέοι καλλιτέχνες συγκεντρώνονται στο Cabaret Voltaire στη Ζυρίχη.
Δημιουργούν μουσικά, ποιητικά και άλλα δρώμενα εκφράζοντας την αντίδρασή τους στον πόλεμο και στις παραδοσιακές αξίες και κοινωνικές συμβάσεις της αστικής τάξης. Κοινά καθημερινά αντικείμενα (ready-mades) εκτίθενται με διαφορετικό τρόπο από τη λειτουργική τους ιδιότητα. Ο καλλιτεχνικός μηδενισμός του Ουρητήρα (1917), του Marcel Duchamp (1887-1968), υπογραμμίζει ότι οποιοδήποτε αντικείμενο μπορεί να γίνει έργο τέχνης.
Το Dada και ο Σουρρεαλισμός αποδομούν την καλαισθησία και τα κριτήρια της τέχνης, κάτι που θα μιμηθεί ο Νεορεαλισμός (1960-1970).
Ο Jim Dine, Αμερικανός Pop καλλιτέχνης, γεννήθηκε το 1935 και θεωρείται από πολλούς Νέο-ντανταϊστής. Η συμβολή του στην τέχνη, διοργανώνοντας Happenings, είναι σύντομη (1959-1962), αλλά καθοριστική. Χρησιμοποιεί collage χρωμάτων, ήχων, οσμών και ασυνάρτητων κινήσεων χωρίς πλοκή.
Το πιο φιλόδοξο έργο του, Τhe Crash (αυτοκινητιστικό δυστύχημα), διάρκειας 15 λεπτών, αποτελεί αναπαράσταση του αμερικάνικου τρόπου ζωής, βασισμένη στη προσωπική εμπειρία μιας αυτοκινητιστικής σύγκρουσης. Η παράσταση αποτελεί μια καθαρτήρια διαδικασία. Με τον φόβο του, ο Dine κοινοποιεί στους θεατές συναισθηματικές αναμνήσεις, επεκτείνοντας τις προσωπικές του εμπειρίες σε ένα οικουμενικό μήνυμα σύγκρουσης και καταστροφής. Το περιβάλλον είναι οργανωμένο από τον καλλιτέχνη, έτσι ώστε ο θεατής να βιώνει την εμπειρία μιας εικαστικής δημιουργίας και όχι μιας θεατρικής παράστασης.
Σε ένα λευκό χώρο, πλαισιωμένο με λευκά αντικείμενα, που θυμίζει νοσοκομείο και συνεργείο αυτοκινήτων, εμφανίζεται ο ίδιος ντυμένος σε ασημί χρώματα. Ζωγραφίζει με κιμωλία σε μαυροπίνακα ανθρωπόμορφα αυτοκίνητα, επικοινωνώντας με το κοινό μέσα από εικόνες, κραυγές, σύμβολα (σταυρός) και λέξεις (Help). Δύο συνάδελφοι του κινούνται κρατώντας παλλόμενα φώτα, τα οποία τον φωτίζουν, ενώ καταρρέει με κραυγές πόνου. Όταν τον αγγίζουν αυτός βογκάει δυνατά, αδυνατώντας να μιλήσει. Η παράσταση συνοδεύεται από τους θορύβους κινητήρων αυτοκινήτων και φρένων. Τα φώτα αναβοσβήνουν συνέχεια και το Happening τελειώνει με θορύβους από φωνές των εκτελεστών, υποδηλώνοντας την αδυναμία επικοινωνίας στο σύγχρονο κόσμο.
Μετά τον πόλεμο ξεκινά στην Αμερική από το μοντέρνο κίνημα η κατασκευή εντυπωσιακών κτηρίων, αλλά και ολόκληρων πόλεων, όπως η Brasilia. Εκφραστές του είναι οι «δάσκαλοι» Walter Gropius (1883-1969), Le Corbusier (1887-1965) και Mies van der Rohe (1886-1969) στην δεκαετία του 1950 και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960.
Ο γεωμετρικός σχεδιασμός των πόλεων, με απρόσωπη κατανομή λειτουργιών, διαρρηγνύει παραδοσιακούς δεσμούς, όπως αυτόν της γειτονιάς. Ο κίνδυνος ενός κοινότυπου φουνξιοναλισμού, με λειτουργικές ομοιόμορφες κατοικίες χαμηλού κόστους, στο όνομα μιας ουτοπικής ισότητας, είναι σοβαρός.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα πολεοδομικής λειτουργικότητας και αισθητικής μιας γρήγορης ανοικοδόμησης με κοινωνικά κριτήρια, αποτελεί η κατασκευή πολυκατοικίας από την Unité d'habitation του Le Corbusier στην Μασσαλία (1946-1952). Αυτή περιλαμβάνει καταστήματα, κινηματογράφο, γυμναστήριο, ξενοδοχείο, και ταράτσα για υπαίθριες δραστηριότητες, καλύπτοντας όλες τις καθημερινές ανάγκες. Σημαντικές καινοτομίες αποτελούν οι κολώνες σκυροδέματος που ανυψώνουν την πυλωτή, η ελεύθερη δυνατότητα διαμόρφωσης των ορόφων και του ισογείου, με την αφαίρεση των τοίχων στήριξης, η ανάδειξη της πρόσοψης του κτηρίου με μακρόστενα παράθυρα, που χαρίζουν ένα άπλετο εσωτερικό φωτισμό. Η τυποποιημένη κατασκευή «συρταρωτών» διαμερισμάτων από οπλισμένο εμφανές σκυρόδεμα (beton-brut) και η αισθητική του κτηρίου, που αποπνέει την άγρια ομορφιά και την πλαστικότητα του γυμνού υλικού, αποτελούν την αφετηρία της αρχιτεκτονικής τάσης που ονομάζεται μπρουταλισμός.
Le Corbusier |
Ο μπρουταλισμός έχει εξπρεσσιονιστικές εκφάνσεις, καθώς οι φόρμες του υπερβαίνουν την κατασκευή και λειτουργία. Η μπαρόκ αισθητική, που αποπνέουν οι τεράστιοι όγκοι σφυρήλατου σκυροδέματος, εκφράζεται στο αρχιτεκτόνημα του Paul Rudolph (1918-1997), Yale Art and Architecture Building (1958-1964). Δημιουργεί μια νέα αρχιτεκτονική κατεύθυνση, η οποία θα διχάσει την κοινή γνώμη.
Yale Art Architecture Building. Εξωτερική όψη |
Το κτήριο αυτό είναι ένα από τα πρώτα αρχιτεκτονήματα μπρουταλισμού στις Η.Π.Α..
Ολοκληρώθηκε το 1963 και περιλαμβάνει ένα όγκο 37 επίπεδων αλληλένδετων χώρων σε 7 ορόφoυς. Κάθε επίπεδο έχει θέα σε ένα κεντρικό αίθριο που διαθέτει ένα χώρο δραστηριοτήτων περικυκλωμένο από σειρές φεγγιτών. Η επιβλητικότητα του, δίνει την εντύπωση κάστρου, έρχεται σε αντίθεση με την μικρών διαστάσεων είσοδο. Στους τσιμεντένιους όγκους αντιπαρατίθενται γυάλινες επιφάνειες πλαισιωμένες με χάλυβα, ενώ στην σκεπή προεξέχουν αλληλουχίες πυργίσκων.
Yale Art Architecture Building. Εσωτερικό αίθριο |
Εντύπωση προκαλεί επίσης η τραχύτητα τεράστιων πεσσών από σγουρό σκυρόδεμα. Βίαιες αντιθέσεις, όπως αυτή μεταξύ οριζόντιων και κάθετων δοκών δείχνουν την έλλειψη εξπρεσσιονιστικού αισθήματος, αναδεικνύοντας ένα φορμαλισμό. Το όλο αποτέλεσμα βρίσκεται κοντά στην πλαστική παρά στην αρχιτεκτονική, καθώς το σκυρόδεμα εκτίθεται με ανεπιτήδευτη ειλικρίνεια, αποτελώντας μέρος της γοητείας του.
Αρχικά το κτήριο συγκεντρώνει εγκωμιαστικά σχόλια.
Ωστόσο στο πέρασμα του χρόνου, πληθαίνουν οι αρνητικές αντιδράσεις, καθώς καταγγέλλεται ως καταπιεστική μνημειακότητα. Το κτήριο δείχνει ένα καινούργιο δρόμο στη σύγχρονη αρχιτεκτονική, δηλώνει ο Timothy Rohan στο βιβλίο του «Η αρχιτεκτονική του Paul Rudolph».
Ο Rudolph αποστασιοποιημένος από τη λειτουργικότητα, δέχεται την κριτική του Nikolaus Pevsner, για την έλλειψη προσωπικού περιβάλλοντος στους φοιτητές. «Ανορθώνονται τεράστια βάθρα σκυροδέματος, ενώ προβολές υπερτονίζονται παντού. Χώροι διασταυρώνονται, προκαλώντας δραματικές επιδράσεις λόγω της απρόσμενης θέας στο εσωτερικό και στο εξωτερικό του κτιρίου».
Yale Art Architecture Building. Εσωτερικές επιφάνειες. |
«Θεωρήθηκε ένα επιθετικό κτίριο», δηλώνει ο Robert Stern, κοσμήτορας του Yale (2006). «Είναι το πιο πολυσυζητημένο κτίριο της εποχής του» καθώς σπουδαστές διαμαρτύρονται ότι η κατανομή των εσωτερικών χώρων ευνοεί τους αρχιτέκτονες και όχι τους καλλιτέχνες.
Η μουσική στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα.
Η νέα μουσική του 20ου αιώνα σηματοδοτεί μια βαθιά ρήξη με το παρελθόν, όσο ποτέ άλλοτε.
Ωστόσο οι νεοτερισμοί συνυπάρχουν με την έντονη παρουσία του παρελθόντος (Νεοκλασσικισμός), τη μουσική διασκέδασης, την όπερα, τις συναυλίες. Μαζί με την διάδοση της μουσικής (δίσκοι-μαγνητοταινίες), αποτελούν τα αίτια ενός μουσικού πλουραλισμού και πολυμορφίας.
Η μελωδία δεν σχετίζεται με την φωνή και τον μελωδικό προσανατολισμό και ενδεχομένως να απορρίπτονταν τον 19ο αιώνα. Κατασκευάζονται διάφωνοι συνδυασμοί, «πολυώροφοι ουρανοξύστες», κλιμακώνοντας την μουσική ένταση και δημιουργώντας πολυαρμονία. Νέοι τρόποι σχηματισμού συγχορδιών, βασισμένοι στο διάστημα τετάρτης, αντί τρίτης, δημιουργούν εντελώς διαφορετικούς ήχους.
Το ενδιαφέρον στρέφεται στις εξωτικές κλίμακες, αναζητώντας νέα εκφραστικά ερεθίσματα. Την ίδια στιγμή η δυτική βιομηχανική μουσική υποκουλτούρα καταστρέφει τις τοπικές μουσικές. Από την χρωματική αρμονία του 19ου αιώνα, με παρούσα ακόμα την αρχή της τονικότητας, εγκαταλείπεται η διάκριση μεταξύ διατονικού και χρωματικού, αλλά και μείζονος και ελάσσονος τρόπου.
Ακολούθως ο Stravinsky θα εισάγει την πολυτονικότητα, που θα οδηγήσει στην μέθοδο σύνθεσης με δώδεκα ισοδύναμους φθόγγους.
Στις αρχές του 20ου αιώνα η Σχολή της Βιέννης αποτελεί φορέα νέας έκφρασης, η οποία αναζητά νέες μορφικές δυνατότητες. Την συγκροτούν οι Arnold Schoenberg (1874-1951), Anton Webern (1883-1945) και Alban Berg (1885-1935). Όπως Οι Δεσποινίδες της Αβινιόν (1907) του Picasso σηματοδοτούν την έναρξη του Κυβισμού στη ζωγραφική και την απόρριψη της προοπτικής, έτσι η μουσική του Schoenberg καταργεί την τονικότητα (απουσία νότας προσανατολισμού).
Όπως ο Εξπρεσσιονισμός του Kandinsky απομακρύνει τη ζωγραφική από την φυσική αναπαράσταση των αντικειμένων, επιδιώκοντας να εκφράσει βαθύτερα συναισθήματα, έτσι και ο Schoenberg εκφράζει τον Εξπρεσσιονισμό από την τονική ρομαντική μεταβαγκνερική του περίοδο.
Στα έργα της ατονικής του περιόδου (1908-1920), δημιουργείται ένα μουσικό νεφέλωμα, χωρίς μελωδία και ρυθμικό τονισμό. Ο Schoenberg μορφοποιεί αυθόρμητα, χωρίς προκαθορισμένη διαίρεση των φράσεων, με ακραίες περιοχές, με χρήση νέων ηχοχρωμάτων και εντονότατες μεταβολές της δυναμικής . Ο Φεγγαρίσιος Πιερότος (Pierrot Lunaire 1912), αποτελείται από 21 πεζά μελοδράματα για πιάνο. Η ακρίβεια στο ύψος και στον ρυθμό μετατρέπει το τραγούδι σε απαγγελία πεζού λόγου που εκλαμβάνεται ως εξώκοσμη κραυγή. Τα ποιήματα διακρίνονται για τις ψυχικές μεταπτώσεις του ήρωα, επενδυμένες με γυναικεία φωνή, εκφράζοντας ένα εξπρεσιονιστικό πνεύμα. Στο ποίημα Αρ. 18, Η Φεγγαροκηλίδα, ο Schoenberg δημιουργεί περίπλοκες και θεαματικές αντιστίξεις, αποδίδοντας στο πιάνο μια τρίφωνη φούγκα. Στο ποίημα Αρ. 21, Ω Άρωμα Παραμυθένιου Περασμένου Χρόνου, ο Πιερότος αναπολεί αθώες εποχές ρεμβάζοντας στο ηλιόφως, μέσα από ρομαντικές πράες τρίτες και σύμφωνες τριαδικές συγχορδίες της τονικότητας, σε ένα διάφωνο πλαίσιο.
Μέσα από τη μουσική τους δράση οι τρεις συνθέτες διακόπτουν κάθε σχέση με το παρελθόν, περιφρονώντας εσκεμμένα το κοινό. Αυτό έχει σοβαρές συνέπειες στον τρόπο με τον οποίο αυτοκαθορίζονται, τόσο ως προς την αυστρογερμανική παράδοση όσο και ως προς τις σύγχρονες τάσεις.
Ο Kurt Weill (1900-1950) κορυφαίος μουσικοσυνθέτης, είναι γνωστός για τη συνεργασία του με τον Bertolt Brecht (1898-1956), στο έργο The Threepenny Opera (1928) γράφοντας την μουσική. Στη μπαλάντα Mack the Knife περιγράφεται η ζωή του Τζόναθαν Πίτσαμ, μέσα από την ερωτική σχέση της κόρης του με ένα παράνομο. Ουσιαστικά ασκείται κριτική στον καπιταλισμό, αφού εμπορευματοποιείται ακόμα και η ελεημοσύνη.
Ο Weill διαθέτει τη μουσική του για ένα κοινωνικό, ρεαλιστικό θέατρο, χωρίς ψευδαισθήσεις. Μέσα από ερωτικές συγκρούσεις βρίσκει τον τρόπο να επισημάνει τη δυσάρεστη όψη της επιβίωσης. Είναι φανερή η διαφορά μεταξύ του Φεγγαρίσιου Πιερότου του Schoenberg, όπου ακούγεται μια γυναικεία φωνή να απαγγέλει και του Mack the Knife που είναι μια ατμοσφαιρική λυρική «μεταβερντική» μπαλάντα, η οποία εισάγει στην ατμόσφαιρα των βερολινέζικων καμπαρέ.
Στον Πιερότο είναι εμφανείς οι συνέπειες του πολέμου, μέσα από ένα άλλο μουσικό καλλιτεχνικό ύφος, αντίστοιχο του κυβισμού στη ζωγραφική. Η μουσική του είναι ελιτίστικη όχι εμπορική και προϋποθέτει μουσική παιδεία και καλλιέργεια για να κατανοηθεί.
Όπως όλες οι «υψηλές τέχνες» γκετοποιούνται, το ίδιο συμβαίνει και με την μουσική πρωτοπορία, όπου ο χώρος της μειώνεται, με βάση συγκρίσιμα πλέον αποτελέσματα. Ωστόσο το μέγεθος των πωλήσεων των δίσκων του Schoenberg, δεν αποδεικνύει κάτι ουσιαστικό, διότι πρακτικά η διάκριση μεταξύ σημαντικού και ασήμαντου, καλού και κακού είναι δυσδιάκριτη έξω από τον περιφραγμένο χώρο της ατονικής του μουσικής.
Η αρμονική μουσική του Wille, δίνει τη δυνατότητα μιας Jazz διασκευής (Louis Armstrong 1955) αγγίζοντας περισσότερους ανθρώπους.
Συμπεράσματα
Στις αρχές του 20ου αιώνα, μετά από δύο μεγάλους πολέμους, ο Εξπρεσσιονισμός καθιστά την τέχνη μη-παραστατική, χωρίς ένα κεντρικό σημείο αναφοράς, προκαλώντας σύγχυση στο κοινό.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο μουσαμάς θεωρείται μια αρένα δράσης, η οποία υποδέχεται ένα γεγονός (Event) και όχι μια ζωγραφιά.
Το Happening αποτελεί ένα γεγονός που ξεφεύγει από τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα ενός κλειστού χώρου. Ο Kaprow αγνοώντας το διαχωρισμό μεταξύ τέχνης και μη-τέχνης, προβάλει μέσα από το θέατρο την υπαρξιακή ανάγκη για δράση ή το χειρονομιακό στοιχείο του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού.
Ο όρος μπρουταλισμός χαρακτηρίζει την ειλικρίνεια των υλικών ενός σημαντικότατου σύγχρονου αρχιτεκτονικού κινήματος και συσχετίζεται με τον κοινωνικό ρεαλισμό και την μαζική κατασκευή. Υποδηλώνει, αφενός μια αρχιτεκτονική έκφραση, αφετέρου ένα αίσθημα φόβου για την εμφαντική παρουσία ενός τραχιού, μη φιλικού υλικού.
Το έργο του Rudolph χαρακτηρίζεται από αναβαθμίδες σε επίπεδα, ένα ανοιχτό βασικό πλάνο που παίζει με το φως και τη σκιά και το ακατέργαστο σκυρόδεμα του μπρουταλισμού.
Το Yale Art and Architecture Building διαθέτει τέτοια ακριβώς στοιχεία. Αναγνωρίζεται ως αυτό το είδος του κτιρίου που αντιπροσωπεύει την σύγχρονη αρχιτεκτονική στις Η.Π.Α. όπως παρουσιάζεται εκείνη τη εποχή.
Η πρωτοπορία προχωρά σε νεωτερισμούς όπως η ατονικότητα και ο δωδεκαφθογγισμός. Η μουσική δεν είναι απαραίτητα όμορφη, είναι όμως αληθινή. Ορθώνει το ανάστημα της ενάντια στην επιφανειακή καταναλωτική κοινωνία, πληρώνοντας το τίμημα της απομόνωσης από το ευρύ κοινό, το οποίο, εξαντλώντας τα τεχνολογικά οφέλη, ακούει ακατάπαυστα μουσική.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
Εμμανουήλ Μ., «Η Ιστορία των Εικαστικών Τεχνών στην Ευρώπη κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα», στο Εμμανουήλ Μ., Πετρίδου Β., Τουρνικιώτης Π., Εικαστικές Τέχνες στην Ευρώπη από τον 18ο ως τον 20ο αιώνα, Ε.Α.Π., Πάτρα 22008.
Μάμαλης Ν., Η Μουσική στην Ευρώπη. Ε.Α.Π, Πάτρα 22008.
Χαραλαμπίδης Α., Η Τέχνη του 20ου Αιώνα. Η Μεταπολεμική Περίοδος, Τόμος ΙΙΙ, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1995.
Τουρνικιώτης Π., «Η Αρχιτεκτονική στην Ευρώπη κατά τον 20ο αιώνα», στο Εμμανουήλ Μ., Πετρίδου Β., Τουρνικιώτης Π., Εικαστικές Τέχνες στην Ευρώπη από τον 18ο ως τον 20ο αιώνα, Τόμος Β΄, Ε.Α.Π., Πάτρα 22008
Ηobsbawm E., Η εποχή των άκρων: ο σύντομος 20ος αι. 1914-1991, μτφρ. Β. Καπετανγιάννης, Θεμέλιο, Αθήνα 22010.
Machlis J., Forney K., Η Απόλαυση της Μουσικής. Εισαγωγή στην Ιστορία-Μορφολογία της Δυτικής Μουσικής. Μτφρ. Δ. Πυργιώτης, Fagotto, Αθήνα 1996.
Michels U., Άτλας της Μουσικής, Τόμος ΙΙ, επιμ.-μετφ. Ι.Ε.Μ.Α., Φίλιππος Νάκας, Αθήνα 1995.
Πετρίδου, Β., Ζιρώ, Ό. «Μεταπολεμική τέχνη στην Αμερική και στην Ευρώπη: Οι δεκαετίες 1960, 1970, 1980», κεφ. 10. Στο Πετρίδου-Ζιρώ, Τέχνες και αρχιτεκτονική από την αναγέννηση έως τον 21ο αιώνα. Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. Αθήνα 2015. Διαθέσιμο στο: http://hdl.handle.net/11419/3551
Mairs J., Brutalist buildings: Yale Art and Architecture Building, Connecticut by Paul Rudolph, 26 September 2014. Διαθέσιμο στο: https://www.dezeen.com/2014/09/26/yale-art-and-architecture-building-paul-rudolph-brutalism/
Pogrebin R., Renovating a Master's Shrine: Yale's Art and Architecture Building, The New York Times, July 1 2006. Διαθέσιμο στο: http://www.nytimes.com/2006/07/01/arts/design/01yale.html
Rawn E., Paul Rudolph, 08:00-23 October, 2016. Διαθέσιμο στο: http://www.archdaily.com/560026/spotlight-paul-rudolph
The Art Story. Modern Art Insight. Jim Dine. Διαθέσιμο στο: http://www.theartstory.org/artist-dine-jim-artworks.htm
0 comments
Το μήνυμα σας