ΘΑ ΦΤΩΧΥΝΟΥΜΕ ΚΙ ΑΛΛΟ;
Όλα είναι θέμα επιστήμης και... επιστημών.
Μελέτη του Φώτη Μπαξεβάνη
Τη μεταπολεμική περίοδο η Ποσοτική Γεωγραφία αποτελεί βασικό εργαλείο αντιμετώπισης και ανασυγκρότησης των κοινωνικοοικονομικών αναγκών της Ευρώπης. Ωστόσο τα σκληρά στεγανά του επιστημονικού κατακερματισμού που δημιουργεί περιορίζουν το φάσμα των ερωτημάτων που αφορούν σύνθετα κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά φαινόμενα.
Μελέτη του Φώτη Μπαξεβάνη
Τη μεταπολεμική περίοδο η Ποσοτική Γεωγραφία αποτελεί βασικό εργαλείο αντιμετώπισης και ανασυγκρότησης των κοινωνικοοικονομικών αναγκών της Ευρώπης. Ωστόσο τα σκληρά στεγανά του επιστημονικού κατακερματισμού που δημιουργεί περιορίζουν το φάσμα των ερωτημάτων που αφορούν σύνθετα κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά φαινόμενα.
Η ντετερμινιστική λογική της ανάδειξης του χώρου ως ερμηνευτή των πάντων, καταγγέλλεται από τους κριτικούς γεωγράφους ως «φετιχισμός του χώρου».
Πολύπλοκα ζητήματα όπως η παγκοσμιοποίηση, τα μεταναστευτικά ρεύματα, ο κοινωνικός αποκλεισμός στον χώρο, η αποβιομηχάνιση, απαιτούν διεπιστημονικές προσεγγίσεις τις οποίες εισάγει η Κριτική Γεωγραφία. Αυτή άπτεται ζητημάτων που σε μεγάλο βαθμό αφορούν και ερμηνεύουν την οικονομική κρίση. Μια κρίση η οποία έχει τις ρίζες της σε φαινόμενα όπως η άνιση ανάπτυξη.
Η εργασία αυτή θα εστιάσει στους τρόπους που η Κριτική Γεωγραφία αναλύει την άνιση ανάπτυξη σε παγκόσμιο επίπεδο, σε σχέση με τις μεταπολεμικές αλλαγές στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Στη συνέχεια θα ακολουθήσει το συλλογισμό του Harvey, αναφορικά με την ανάλυση που επιχειρεί για την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση ή διαφορετικά τον «νέο ιμπεριαλισμό».
Πολιτικοοικονομική προσέγγιση της Κριτικής Γεωγραφίας.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο καπιταλισμός περιέρχεται σε κρίση. Το φορντικό σύστημα παραγωγής καταρρέει. Καθετοποιημένες βιομηχανίες μαζικής παραγωγής κλείνουν ή μετεγκαθίστανται σε περιοχές χαμηλού κόστους και η ανεργία γιγαντώνεται μαζί με την οικονομική ύφεση.
Στο πολιτικοκοινωνικό επίπεδο τα πανεπιστήμια εξεγείρονται (Μάης 1968) αναδεικνύοντας θέματα σχετικά με την ειρήνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την οικολογία, τον χώρο. Καταγγέλλουν την αποικιοκρατία και τον πόλεμο στο Βιετνάμ, την οικολογική καταστροφή, τις αστικές αναπλάσεις με την απομάκρυνση κατοίκων από τα κέντρα των πόλεων.
Αναδεικνύονται γεωγραφικά φαινόμενα τα οποία αφενός η Ποσοτική αφετέρου η Συμπεριφορική με την Ανθρωπιστική Γεωγραφία, εστιασμένες στην υποκειμενικότητα, παρατηρούν αμήχανες.
Η στροφή από τον φυσικό στον κοινωνικό σχεδιασμό υπαγορεύει μια αλλαγή Παραδείγματος.
Οι Johnston (1983) και Massey (1984) δίνουν στο νέο Παράδειγμα το όνομα Κριτική, ενώ η ομάδα του περιοδικού Antipode Ριζοσπαστική Γεωγραφία.
Οι ανθρωπογεωγράφοι στρέφονται από τα ορθολογικά ζητήματα στη χωροθέτηση οικονομικών δραστηριοτήτων και σε άμεσα κοινωνικά (αστικά-περιφερειακά-περιβαλλοντικά-οικολογικά) προβλήματα.
Εγκαινιάζεται μια νέα περίοδος που δίνει προτεραιότητα στο φαινόμενο, στο ερώτημα, στο συμβάν, στον τόπο και όχι στον τρόπο προσέγγισης.
Υπογραμμίζεται, ότι για να εξηγηθούν γεωγραφικά φαινόμενα, σχέσεις και κατανομές, απαιτείται μια μετάβαση από το χωρικό στο κοινωνικό επίπεδο.
Τα κοινωνικά φαινόμενα καθορίζουν τον χώρο, ο οποίος διαμορφώνεται από την κοινωνία και αλληλεπιδρά με αυτή.
Η πείνα και η φτώχεια σε μια υποανάπτυκτη πόλη, πιθανότατα προκύπτει από απομακρυσμένους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες, όπως το διεθνές σύστημα καταμερισμού της εργασίας.
Για την Κριτική Γεωγραφία ο χώρος είναι σύνθετος˙ αλληλεπιδρά με την κοινωνία και δημιουργεί μια ολότητα.
Η θεμελίωση της χωρο-κοινωνικής διαλεκτικής αντίληψης (socio-spatial dialectic κατά Soja) από την Κριτική Γεωγραφία, ανοίγει το δρόμο στη διεπιστημονικότητα. Το πέρασμα από την ανάλυση του χώρου στην ανάλυση των φαινομένων στον χώρο, απαιτεί μια ολιστική προσέγγιση των φαινομένων.
Οι κριτικοί γεωγράφοι διεισδύουν σε ετερόκλητους χώρους έρευνας απορρίπτοντας τον «χωρικό φετιχισμό» ως βάση επιστημονικών εξηγήσεων˙ οι στατιστικές δεν συνεπάγονται αιτιακές σχέσεις.
Υπάρχει μια επιστημολογική, μεθοδολογική σύγκρουση, ανάμεσα σε όσους θεωρούν ότι η ποσοτική μεθοδολογία μπορεί να αποδώσει και να αναλύσει καλύτερα και σαφέστερα τα χαρακτηριστικά μιας έρευνας και σε όσους θεωρούν ότι οι ποιοτικές έρευνες ερμηνεύουν βαθύτερα ένα φαινόμενο.
Τη δεκαετία 1980-1990, η πολιτικοοικονομική προσέγγιση υιοθετεί την επιστημολογία του κριτικού ρεαλισμού και τη θεωρία της ρύθμισης, για να ερμηνεύσει τα τοπία που δημιουργούνται από διαδοχικές μεταβολές καθεστώτων συσσώρευσης, προσπαθώντας να ερμηνεύσει την άνιση ανάπτυξη στο χώρο.
Σύμφωνα με τη θεωρία της ρύθμισης, η οικονομική αναδιάρθρωση του χώρου επηρεάζει τις κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές αναδιαρθρώσεις. Η ερευνητική μέθοδος συνδυάζει την εντατική και την εκτατική έρευνα, εξασφαλίζοντας αξιόπιστα και ελέγξιμα συμπεράσματα. Ο επιστήμονας απαντά στο ερώτημα γιατί και πώς και όχι στο πόσο συχνά. Εστιάζει στην ερμηνεία και στις αιτιακές σχέσεις των φαινομένων και όχι στη συχνότητα εμφάνισής τους και στη δημιουργία μοντέλων. Η κατανόηση των φαινομένων γίνεται μέσα σε διεπιστημονικό πλαίσιο.
Άνιση ανάπτυξη σε παγκόσμιο επίπεδο.
Το καθεστώς συσσώρευσης του φορντισμού δημιουργεί στον Μεσοπόλεμο μεγάλες καθετοποιημένες βιομηχανίες, προσαρμόζοντας τις «αρχές της επιστημονικής διαχείρισης της εργασίας» του Taylor στη γραμμή παραγωγής. Στις συνέπειές του συμπεριλαμβάνονται, η εξαφάνιση της οικοτεχνίας, ο καταμερισμός εργασίας, η δημιουργία τριών κόσμων και η άνιση ανάπτυξη σε διεθνές επίπεδο.
Χάρτης .Οι τρεις «Κόσμοι»
Μετά από μια πορεία ανάπτυξης, ο homo socialis αναδεικνύει τη σπουδαιότητα των κοινωνικοοικονομικών και πολιτιστικών συμβάσεων στο χωρικό πλαίσιο.
Τη δεκαετία του 1980 δημιουργούνται αποκεντρωτικές κεφαλαιακές τάσεις που επιβραδύνουν την παραγωγικότητα των χωρών του κέντρου. Θέμα που αφορά την άνιση ανάπτυξη, είναι η σίγαση των βιομηχανιών και η εξέλιξη μιας διαδικασίας αποβιομηχάνισης, σε ένα καθεστώς ευέλικτης συσσώρευσης (flexible accumulation) το οποίο εγκαινιάζει το σύστημα παραγωγής της Toyota. Η παραγωγή δεν βασίζεται στο just in case, αλλά στο just-in-time ή on demand, δηλαδή για όταν χρειαστεί.
Το μοντέλο χαρακτηρίζεται από οριζόντιο συντονισμό, νέες εργασιακές σχέσεις απασχόλησης και αμοιβών, οργάνωση εκπαιδευτικών και ερευνητικών προγραμμάτων και τραπεζική υποστήριξη.
Υπάρχει ένας νέος καταμερισμός εργασίας βασισμένος στην αποκεντρωμένη παραγωγή. Αυτή δεν είναι μαζικά τυποποιημένη, αλλά προσαρμοσμένη στις ανάγκες του πελάτη.
Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι συνυφασμένος με την έννοια της κεφαλαιακής συσσώρευσης ή άνισης ανάπτυξης στον χώρο και στον χρόνο. Ο προσδιορισμός άνιση ενδεχομένως να καθίσταται περιττός. Η συσσώρευση αποτελεί προϋπόθεση καπιταλιστικής επέκτασης, η οποία βασίζεται στην εκμετάλλευση της εργατικής τάξης.
Ωστόσο η ανάπτυξη διαφέρει από την αύξηση και την εξέλιξη. Η προσδοκώμενη ανάπτυξη θέτει στο τραπέζι τη συζήτηση για τον μετασχηματισμό και όχι μόνο τη μεγέθυνση της παραγωγής και της κατανάλωσης. Εκτός από οικονομική είναι και κοινωνική διαδικασία, οπότε πρέπει να καθοριστούν οι όροι με τους οποίους θα επενδυθούν τα ξένα κεφάλαια.
Ωστόσο η ανάπτυξη διαφέρει από την αύξηση και την εξέλιξη. Η προσδοκώμενη ανάπτυξη θέτει στο τραπέζι τη συζήτηση για τον μετασχηματισμό και όχι μόνο τη μεγέθυνση της παραγωγής και της κατανάλωσης. Εκτός από οικονομική είναι και κοινωνική διαδικασία, οπότε πρέπει να καθοριστούν οι όροι με τους οποίους θα επενδυθούν τα ξένα κεφάλαια.
Οι νέες συνθήκες οικονομικής παγκοσμιοποίησης στα τέλη της δεκαετίας του 1970 εντείνουν τη γεωγραφική ανισότητα της ανάπτυξης. Αναδιαρθρώνεται η αγορά εργασίας, ιδιωτικοποιούνται τομείς του δημοσίου, η οικονομία στρέφεται από τη μεταποίηση στις υπηρεσίες, εξαφανίζονται οι καλά αμειβόμενες δουλειές στη βιομηχανία με την εξάπλωση της γυναικείας απασχόλησης.
Η Νέα Οικονομία συνδέεται με την ανάδειξη του τεταρτογενή τομέα (διαδίκτυο), θέσεων εργασίας με πενιχρό εισόδημα και μείωση του απασχολούμενου εργατικού δυναμικού (τραπεζικός τομέας).
Η νέα απασχόληση είναι γεωγραφικά άνισα κατανεμημένη, η ανεργία είναι υψηλότερη στις αναπτυσσόμενες περιφέρειες.
Σύμφωνα με νεομαρξιστικές αναλύσεις, ο ιμπεριαλισμός, η αποικιοκρατία και το σύστημα των τριών κόσμων εξετάζονται σε διεθνές, αλλά και σε περιφερικό και αστικό επίπεδο.
Ενώ ο Τρίτος κόσμος αποτελεί το 70% του πλανήτη, το κατά κεφαλήν εισόδημα του είναι κατά μ.ο. σαράντα φορές μικρότερο του αναπτυγμένου.
Ο ψευδής διαχωρισμός σε «κόσμους», έρχεται σε αντίθεση με την επιταγή των αλληλεξαρτήσεων της παγκοσμιοποίησης.
Η εξάπλωση της παγκοσμιοποίησης αυξάνει την εξάρτηση των αναπτυσσόμενων χωρών από τις αναπτυγμένες. Διογκώνει το εξωτερικό τους χρέος, προκαλώντας, αφενός δυσμενείς συνθήκες αποπληρωμής του αφετέρου αδυναμία κάλυψης βασικών κοινωνικών υπηρεσιών (εκπαίδευση, υγεία) .
Η αποβιομηχάνιση πλήττει και τις ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες, ενώ συντελείται επιλεκτική ανάδυση νέων βιομηχανικών δυνάμεων (Ν.Α. Ασία).
Ανισότητα παρατηρείται και στο εσωτερικό των χωρών, μεταξύ περιφέρειας και μητροπολιτικού κέντρου.
Υπάρχει μια ιστορική αλληλεξάρτηση όπου το κέντρο κυριαρχεί της περιφέρειας με διάφορες σχέσεις εκμετάλλευσης, οικονομικές, συσσώρευσης και απομύζησης πλεονάσματος και πολιτικοκοινωνικές, άνισης κατανομής εξουσίας.
Χάρτης Παγκόσμιο κατά κεφαλήν εισόδημα (1980)
Ωστόσο μια τέτοια γεωγραφική, κοινωνική, πολιτική και οικονομική χωρική ανάγνωση, απαιτεί την πραγματοποίηση της θέασης των σταδίων ανάπτυξης σε επίπεδο μακράς διάρκειας. Οι Marx και Engels παρουσίασαν μια θεωρία σταδίων ανάπτυξης στηριγμένη στη διαδοχή τρόπων παραγωγής, η οποία υιοθετείται από την Ανθρωπογεωγραφία, στην προσπάθειά της να αναλύσει τη χωρική ανισομέρεια διαρθρωτικά.
Η δυνατότητα μεγαλύτερης θέασης του προς μελέτη χώρου και της ιστορικής περιόδου, εξασφαλίζει την αντίληψη του συνόλου του μετασχηματισμού των παραγωγικών σχέσεων και όχι μια άποψη του τι έκανε κάποιος κάποτε.
Η ματιά του μελετητή πρέπει να είναι μακράς διάρκειας, μέσα στην ιστορία.
Συσσώρευση κεφαλαίου.
Από την αποικιοκρατία στην παγκοσμιοποίηση. Η πορεία της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και της άνισης ανάπτυξης, ξεκινά με τον διεθνή καταμερισμό εργασίας που επιβάλουν οι αποικιοκρατικές-βιομηχανικές ευρωπαϊκές χώρες που εκμεταλλεύονται πλουτοπαραγωγικές πηγές περιφερειακών χωρών, μέσω πολεμικών και εμπορικών δραστηριοτήτων.
Αυτή η εκμετάλλευση, μαζί με το διεθνές χρηματοπιστωτικό κερδοσκοπικό σύστημα, αποτελούν φορείς μετακίνησης κεφαλαίων και εγκαθίδρυσης καπιταλιστικών σχέσεων εργασίας.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 δημιουργούνται νέες χωρικές διευθετήσεις.
Παρατηρείται μετάβαση από τις κλειστές στις ανοικτές οικονομίες, ισχυροποίηση του ρόλου των πολυεθνικών εταιριών, εκμετάλλευση της περιφέρειας από το κέντρο μέσω επενδυτικών ροών.
Ο γεωγράφος David Harvey περιγράφει τη μετακίνηση συσσωρευμένου κεφαλαίου, «μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους».
Η γεωγραφική επέκταση του καπιταλισμού, βασική ιμπεριαλιστική ιδιότητα, δημιουργεί ζήτηση επενδυτικών και καταναλωτικών αγαθών στην περιφέρεια, η οποία πρέπει να εξυπηρετεί συνεχώς την καπιταλιστική λογική της εξουσίας του κέντρου.
Για να κυκλοφορήσει το κεφάλαιο ελεύθερα στον χώρο και στον χρόνο, πρέπει να δημιουργηθούν υλικές υποδομές και δομημένα περιβάλλοντα προσδεμένα στον χώρο. Το κεφάλαιο πρέπει να προσαρμοστεί σε ένα ασταθές πολιτικοοικονομικό περιβάλλον, το οποίο μπορεί τώρα να ευνοεί την συσσώρευση κεφαλαίου, αλλά αργότερα να την εμποδίζει.
Η υποτίμηση μέρους του πάγιου κεφαλαίου στο δεδομένο γεωγραφικό τοπίο είναι απαραίτητη για να οικοδομηθεί ένα νέο διαφορετικό τοπίο.
Κοινωνικοί σχηματισμοί ευρισκόμενοι σε τροχιά καπιταλιστικής ανάπτυξης πρέπει να υποστούν ευρείας κλίμακας δομικές και θεσμικές αλλαγές, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Detroit.
Το κεφάλαιο εξαπολύει δυνάμεις δημιουργικής καταστροφής, από τις οποίες κάποιοι επωφελούνται και κάποιοι καταστρέφονται.
Η αστική τάξη, απενοχοποιημένη από το προπατορικό αμάρτημα της ληστείας των περιφραγμένων γαιών, που επέτρεψε «την πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου», μονιμοποιεί την πρακτική αυτή οδηγώντας τον Harvey στον χαρακτηρισμό «συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους».
Από το 1973 ο καπιταλισμός, λόγω προβλημάτων υπερσυσσώρευσης, υποτάσσει την οικονομία στον χρηματοπιστωτικό τομέα, εκπονώντας ένα νεοφιλελεύθερο σχέδιο ιδιωτικοποίησης των πάντων.
Ο «νέος ιμπεριαλισμός», η «συσσώρευση δια της εκ πτώχευσης» των άλλων, στηρίζεται στη συμμαχία της Wall Street, του IMF και του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ.
Στα τέλη της δεκαετίας 1980, τα περισσότερα οικονομικά τμήματα των αμερικάνικων πανεπιστημίων, που εκπαιδεύουν τους περισσότερους οικονομολόγους του κόσμου, ευθυγραμμίζονται με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, που δίνει έμφαση στους υγιείς οικονομικούς δείκτες και όχι στην πλήρη απασχόληση και στην κοινωνική προστασία.
Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο ή «Συναίνεση της Ουάσιγκτον», ορίζεται στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ως η απάντηση στα παγκόσμια προβλήματα.
Από την δεκαετία του 1970 η Κριτική Γεωγραφία μελετά τα χωρικά φαινόμενα με σύνθετα εργαλεία.
Η διεπιστημονικότητα απλώνει την έρευνα σε περισσότερες πτυχές του χώρου αλληλεπιδρώντας με τη μεταβαλλόμενη κοινωνική δυναμική. Ερμηνεύει τα γεωγραφικά φαινόμενα εστιάζοντας στην κοινωνική και ιστορική διαφοροποίηση τόπων και περιφερειών.
Η άνιση ανάπτυξη σε παγκόσμια κλίμακα, αποτελεί χαρακτηριστικό της διαδικασίας της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Προκύπτει από τον διεθνή καταμερισμό εργασίας, ο οποίος υποδηλώνει τις αλλαγές που το διεθνοποιημένο κεφάλαιο επιφέρει στους προσανατολισμούς των επιμέρους εθνικών οικονομιών.
Φιλελεύθερες οικονομικές θεωρίες υποστηρίζουν ότι, τα διαφοροποιημένα χαρακτηριστικά των τομέων της οικονομίας προέρχονται από τις ανταγωνιστικές δυνάμεις της αγοράς.
Ωστόσο οι θεωρίες του Harvey, με ιστορικές και εμπειρικές αναφορές, εμπλουτίζουν την ερμηνεία των χωρικών γεωγραφικών φαινομένων. Ο εκσυγχρονισμός των υπανάπτυκτων οικονομιών δεν οδηγεί αναγκαστικά στην ανάπτυξη. Η ανάπτυξη του κέντρου έχει ως αναγκαία συνθήκη την υπανάπτυξη της περιφέρειας. Η άνιση ανάπτυξη ουσιαστικά μεσολαβεί στη γεωγραφική μεταφορά οικονομικού πλεονάσματος από την περιφέρεια προς το κέντρο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Κουρλιούρος, Η., (22013), «Δύο επιστημολογικές τομές στη μεταπολεμική ευρωπαϊκή γεωγραφία», στο: Λεοντίδου, Λ. (επιμ.) Γενική Ανθρωπογεωγραφία και υλικός πολιτισμός της Ευρώπης. Ευρωπαϊκές Γεωγραφίες, Τεχνολογία και Υλικός Πολιτισμός, Πάτρα: ΕΑΠ σ.151-176. Κουρλιούρος, Η., (2011), Διαδρομές στις Θεωρίες του Χώρου. Οικονομική γεωγραφία της αναδιάρθρωσης και της άνισης ανάπτυξης, Αθήνα: Προπομπός. Λεοντίδου, Λ., (82011). Αγεωγράφητος Χώρα: Ελληνικά Είδωλα στους Επιστημολογικούς Αναστοχασμούς της Ευρωπαϊκής Γεωγραφίας, Αθήνα: Προπομπός. Τσάμπρα, Μ., (22013), «Άνιση Ανάπτυξη και Παγκοσμιοποίηση», στο: Λεοντίδου, Λ. (επιμ.) Γενική Ανθρωπογεωγραφία και υλικός πολιτισμός της Ευρώπης. Ευρωπαϊκές Γεωγραφίες, Τεχνολογία και Υλικός Πολιτισμός, Πάτρα: ΕΑΠ σ.203-212. Τσάμπρα, Μ., (22013), «Γεωγραφία της Παραγωγής και Βιομηχανική Αναδιάρθρωση», στο: Λεοντίδου, Λ. (επιμ.) Γενική Ανθρωπογεωγραφία και υλικός πολιτισμός της Ευρώπης. Ευρωπαϊκές Γεωγραφίες, Τεχνολογία και Υλικός Πολιτισμός, Πάτρα: ΕΑΠ σ.213-236. Harvey D., (2015), «Ενδεκάτη Αντίφαση: Άνιση Γεωγραφική Ανάπτυξη και η Παραγωγή του Χώρου». Στο Harvey, D. Δεκαεπτά αντιφάσεις και το τέλος του καπιταλισμού, (μτφρ. Ε. Αστερίου). Αθήνα: Μεταίχμιο σ.243-269. Harvey D., (2007). Νεοφολελευθερισμός: Ιστορία και παρόν. (μτφρ. Α. Αλαβάνου). Αθήνα: Καστανιώτης. Harvey D., (2006). Ο Νέος Ιμπεριαλισμός, (μτφρ. Ε. Αστερίου). Αθήνα: Καστανιώτης.
0 comments
Το μήνυμα σας