«Χατζιδάκι, μ' αυτή την παράσταση τελείωσες!»
Ο διορθωτικός μηχανισμός του ταλέντου μας σαν παλιό ελληνικό σινεμά. Το ταλέντο μας είναι ο υποστηρικτής μας. Το «συκώτι» που μας αποτοξινώνει.
Γράφει η Αγγελική Πλουμά*
Πολλές φορές μιλάμε για τους τομείς της ζωής μας λες και πρόκειται για απομονωμένα νησιά: εδώ η προσωπική ζωή, εκεί η επαγγελματική δραστηριότητα και πάρα πέρα τα χόμπι. Όμως, ίσως η ζωή μας να μοιάζει περισσότερο με το ανθρώπινο σώμα και οι τομείς της με τα διάφορα όργανα και τμήματά του. Η υγεία του δεν είναι η έλλειψη ασθένειας αλλά η ευεξία όλου του συστήματος. Αν ένα σημείο του σώματος πονάει, πονάει όλο. Όταν ένα άλλο τμήμα ή όργανο θεραπεύεται βοηθάει στη θεραπεία όλου του συστήματος.
Το ταλέντο, οι προσωπικές μας ικανότητες μοιάζουν με ζωτικό όργανο του σώματός μας. Είναι κρίσιμης σημασίας να εκφραζόμαστε μέσα από αυτό, μας υποστηρίζει και μας αποτοξινώνει, λειτουργεί κάπως όπως το συκώτι μας δηλαδή. Όταν «το όργανο» αυτό δεν λειτουργεί, δεν πεθαίνουμε ακριβώς αλλά το σύστημά μας «μπουκώνει», δεν βρίσκει διεξόδους θεραπείας και έκφρασης.
Στις σημερινές δύσκολες συνθήκες, φαίνεται πολλές φορές ότι το μέτρο σύγκρισης μας είναι «το πρόσφατο καλύτερο παρελθόν» μας. Αυτό που ωραιοποιούμε, ξεχνώντας ότι αυτό μας έφερε στην όποια κρίση ζούμε σήμερα. Κρίσεις όμως υπήρχαν πάντοτε και μάλιστα μεγαλύτερες από τις παρούσες. Η χώρα που ζούμε, σταυροδρόμι πολιτισμών και πηγή πνευματικής ευημερίας για πολλούς αιώνες, τόπος ευνοημένος από τη φύση αλλά και κατοικημένος από ανθρώπους με ιδιαίτερη, πολύπλοκη και πολλές φορές αυτοκαταστροφική ψυχοσύνθεση έχει περάσει από πολλούς τέτοιους στενωπούς. Καλό είναι να μην το ξεχνάμε…
Η κατοχή, ο εμφύλιος, ο μεσοπόλεμος… και μέσα σ αυτές τις σκοτεινές εποχές έλαμψαν αστέρια λαμπερά που το φως τους μας ψυχαγωγεί μέχρι σήμερα, δεκαετίες μετά: τα αστέρια του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Οι ιστορίες που φανερώνουν το πώς ανακάλυψαν το ταλέντο τους, το πώς αυτό το ταλέντο τους δυσκόλεψε αλλά τους λύτρωσε κιόλας μπορούν να αποτελέσουν φάρους σε δύσκολους καιρούς.
Οι παρακάτω είναι μερικές σύντομες τέτοιες ιστορίες:
Γεωργία Βασιλειάδου: Η Δεύτερη γέννησή της
Είναι σίγουρα η πιο διάσημη «άσχημη» του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.
«Δεν γεννιόμαστε μια φορά. Γεννιόμαστε δεύτερη φορά τη στιγμή που συναντιόμαστε με το ταλέντο μας. Γεννήθηκα 13 ετών… ήταν η χρονιά που έμαθα ότι υπάρχει θέατρο, όταν η μαμά μου με πήγε σε μια παράσταση», λέει σε μια παλιά συνέντευξή της.
Αυτή ήταν η πρώτη της επαφή. Σε 3 χρόνια θα «έγραφε» τη συνέχεια:
«Στα 16 πήρα ένα δίσκο με δίπλες για να πάω στη νονά μου. Πέρασα έξω από τη Λυρική κι άκουσα τραγούδια. Μπήκα μέσα.
- Καλέ τι είναι δω, ρώτησα.
- Θέατρο, μου απάντησαν. Τότε μια φωνή μέσα μου μου είπε, Γεωργία ήρθε η ώρα σου να βγεις στη σκηνή.
- Και που πρέπει ν αποταθεί κανείς για να βγει στο θέατρο; ρώτησα.
- Σ' εμάς μου είπαν. Τραγουδάς;
- Τραγουδώ.
Δεν ήξερε πόσο καλά τραγουδούσε, αλλά ήξερε ότι αυτή ήταν η ευκαιρία της να ανέβει στη σκηνή και ήταν αποφασισμένη να την αρπάξει απ' τα κέρατα. Έτσι ξεκίνησε η καριέρα της Βασιλειάδου ως ηθοποιός/τραγουδίστρια της Λυρικής. Διέγραψε στην αρχή μια λαμπρή πορεία σε παραστάσεις ποιότητας δίπλα σε ηθοποιούς μεγαθήρια όπως η Κυβέλη και η Κοτοπούλη τις οποίες ντούμπλαρε κιόλας. Στο πόδι της την είχε αφήσει κι η μεγάλη Σοφία Βέμπο όταν έφυγε για μεγάλο διάστημα στην Αμερική για να προσέχει και το σύζυγό της Μίμη Τραϊφόρο που έκανε σκανταλιές με διάφορα θηλυκά. Παρόλα αυτά η καριέρα αυτή δεν της έφερε ούτε χρήματα, ούτε δόξα. Έπρεπε να γίνει…50 ετών…και να την ανακαλύψει τυχαία ο Αλέκος Σακελλάριος σε ένα καλλιτεχνικό καφενείο και να την αναδείξει σε κινηματογραφικό αστέρι.
Βασίλης Αυλωνίτης: Ένα σπρώξιμο για πλάκα
Ο Βασίλης Αυλωνίτης δούλευε στα 19 του σαν βοηθός σκηνογράφου. Κάποια στιγμή στη διάρκεια μιας παράστασης, περνούσε ο ιδιοκτήτης του θεάτρου από τα παρασκήνια, όπου βρισκόταν ο Αυλωνίτης και κάτι μαστόρευε. Για να σπάσει πλάκα, ο ιδιοκτήτης του θεάτρου τον έσπρωξε στη σκηνή. Εκείνος στην αρχή τα' χασε αλλά αστραπιαία σκέφτηκε ότι «άκου άκου» κάθε βράδυ, είχε μάθει το έργο απέξω. Ενστικτωδώς λοιπόν αυτοσχεδίασε και πρόσθεσε ένα νέο ρόλο, του ηθοποιού που χωρίς να το θέλει τον «έσπρωξαν» και βρέθηκε τυχαία στη σκηνή.
Στη συνέχεια χρησιμοποιώντας τα εκφραστικά του μέσα και κυρίως, την πασίγνωστη από τις ελληνικές ταινίες, «μούτα του» τη μοναδική του δηλαδή έκφραση, έκανε το θέατρο «να πέσει κάτω από τα γέλια» και κέρδισε επάξια ένα μόνιμο ρόλο σε κείνο το έργο.
Πολύ σύντομα στα 20 του θα κανε την επίσημη εμφάνισή του στο θέατρο και στα 24 του το δικό του θίασο. Σε λίγο θα τον κέρδιζε κι ο κινηματογράφος για να τον οδηγήσει στην αθανασία. Και να σκεφτεί κανείς ότι όλα άρχισαν από κάποιον που τον έσπρωξε για να σπάσει πλάκα.
Οι δικοί του, βέβαια, θυμούνται και κάτι άλλο που προηγήθηκε και «οφείλεται» στον υποκριτικό του ταλέντο, που ήταν μια απόλυση! Μικρός δούλευε σε ένα εμπορικό κατάστημα για να βοηθήσει τη μητέρα του που τα 'βγαζε δύσκολα πέρα, μόνη της, αφού ο πατέρας γνωστός τζογαδόρος, είχε εξαφανιστεί από την οικογένεια. Ο Αυλωνίτης έβαζε ένα πλατύγυρο, εντυπωσιακό καπέλο, έπαιρνε και μια τσάντα επ` ώμου και παρίστανε τη πελάτισσα. Οι συνάδελφοί του έσκαγαν στα γέλια αλλά ο ιδιοκτήτης μήνυσε στη μάνα του «να μαζέψει το χαϊβάνι» γιατί του χαλούσε τη πιάτσα… Ο μικρός δεν συμμαζευόταν, όμως, με αποτέλεσμα να λάβει την απόλυσή του.
Διονύσης Παπαγιαννόπουλος: Ηθοποιός για «Καλό Σκοπό»
Ο κινηματογραφικός και τηλεοπτικός «κυρ-Γιώργης» γεννήθηκε στο Διακοφτό, όπου έζησε μέχρι τα 15 του χρόνια. Τότε, οι γονείς του αποφάσισαν να τον στείλουν στο Γυμνάσιο του Αιγίου, όπου παρακολούθησε για πρώτη φορά στη ζωή του θεατρική παράσταση. Ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που αμέσως αποφάσισε να γίνει ηθοποιός.
«Στο τέλος της παράστασης, ενώ όλος ο κόσμος χειροκροτούσε τους ηθοποιούς, εγώ χειροκροτούσα τον εαυτό μου για τη μεγάλη και ωραία απόφαση που είχα πάρει: θα γινόμουν ηθοποιός!», δήλωσε ο ίδιος σε συνέντευξη του.
Παρήγγειλε από την Αθήνα βιβλία σχετικά με το θέατρο και άρχισε να μελετά μόνος του. Παράλληλα, άρχισε να διοργανώνει θεατρικές παραστάσεις με την άδεια των γονέων του, στους οποίους έλεγε ότι τα χρήματα των παραστάσεων θα πήγαιναν υπέρ της εκκλησίας.
Γιάννης Βόγλης: Παραλίγο παπάς
Για «τα θεία» βρέθηκε να συζητάει κι ο πρόσφατα … αναχωρήσας Γιάννης Βόγλης.
Ο πατέρας του, που είχε καταγωγή από τη Σμύρνη, σκοτώθηκε στον πόλεμο. Αργότερα, η μητέρα του παντρεύτηκε έναν φίλο του πατέρα του, τον Περικλή –έναν άνθρωπο που ο ίδιος ο Βόγλης χαρακτήριζε έναν «απλό, λαϊκό άνθρωπο» που όμως είχε ιδιαίτερη αγάπη στο διάβασμα και τα βιβλία. «Σε μικρή ηλικία είχα διαβάσει όλους τους σπουδαίους Έλληνες. Δεν είχα εκφράσει καλλιτεχνικές ανησυχίες μέχρι που στο νυχτερινό λύκειο τις εντόπισε ένας εξαιρετικός φιλόλογος… Ένα βράδυ, μας πήγε να δούμε “Προμηθέα Δεσμώτη” με τον θίασο του Λίνου Καρζή και πρωταγωνιστή τον Μάνο Κατράκη στο Ηρώδειο. Ξέκοψα από τα αστεία της παλιοπαρέας και κατέβηκα στο κάτω διάζωμα. "Αυτό θέλω να κάνω" ομολόγησα στον εαυτό μου» είχε πει σε παλαιότερη συνέντευξή του στην «Καθημερινή».
Την απόφαση αυτή στήριξε και ο πατριός του, που από την πρώτη ημέρα στήριξε και σεβάστηκε την απόφασή του. «Το καλύτερο όπλο είναι η μάθηση» είχε δηλώσει στην ίδια συνέντευξη ο Γιάννης Βόγλης, ο οποίος μίλησε και για τις οικονομικές δυσκολίες που βίωσε τόσο ως ηθοποιός όσο και ως παραγωγός.
Γιατί θες να γίνεις ηθοποιός τον ρώτησε η μητέρα του.
«Γιατί επικοινωνώ με τον κόσμο και κάνω καλό στη ψυχή τους» της είπε ο νεαρός Γιάννης.
«Τότε γίνε… παπάς» του απάντησε η μητέρα του, «το ίδιο θα πετύχεις»
«Ναι, αλλά θα ανεβάζω πάντα την ίδια παράσταση…κι αυτό είναι βαρετό» έκλεισε τη συζήτηση ο Γιάννης Βόγλης.
Τυχαία περάσματα, τυχερές κρυψώνες, σπρωξίματα για πλάκα, αυτό «το κάτι» που προκαλεί συγκινήσεις υπερβατικές και προτάσεις από κει που δεν τις περιμένεις συνθέτουν πολλές φορές το παζλ που σου αποκαλύπτει το χάρισμά σου και τον προορισμό σου. Πολλές φορές το «τυχαίο» αυτό μπορεί να είναι ανεπαίσθητο… εύκολα η Βασιλειάδου θα μπορούσε να προσπεράσει τη Λυρική, κι ο Αυλωνίτης να αποφύγει το σπρώξιμο στη σκηνή. Δεν ήρθε να τους συναντήσει το ταλέντο τους με τυμπανοκρουσίες αλλά με μικρές αδιόρατες συμπτώσεις στις οποίες όμως ανταποκρίθηκαν. Κι όλοι, μα όλοι ζούσαν σε δύσκολους καιρούς, σε μια μεταπολεμική ρημαγμένη Ελλάδα κι οι περισσότεροι απ αυτούς μεγάλωσαν με τον έναν γονιό τους. Κι όμως μεγαλούργησαν, τίμησαν το ταλέντο τους κι έμειναν στην ιστορία.
Σα παλιό σινεμά.
Έλα σε μένα, Πορνογραφία, σου θυμίζουν κάτι αυτά τα τραγούδια;
Τα έχεις κι εσύ σιγοτραγουδήσει; Γνωρίζεις ότι όταν ανέβηκε η παράσταση που τα λάνσαρε «Η ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΑ» του Μάνου Χατζιδάκι, είχε παταγώδη αποτυχία; Κατέβηκε σε ένα μήνα μετά από πίεση των θεατών που έριχναν κέρματα στη σκηνή και φώναζαν: «Χατζιδάκι, μ' αυτή την παράσταση τελείωσες»
* Η Αγγελική Πλουμά είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, ασχολείται κι είναι ταγμένη στην Ανάπτυξη του Δυναμικού Ατόμων και Οργανισμών. Εφαρμόζει κατ` αποκλειστικότητα στην Ελλάδα το πρόγραμμα ανάδειξης ταλέντων «ο Δρόμος της Πεταλούδας» και είναι συγγραφέας του σχετικού βιβλίου, «Ζωές που ξεχωρίζουν, ιστορίες που μεταμορφώνουν» (Φίλντισι, 2015) καθώς και της συλλογής διηγημάτων «Η Φωνή της Πεταλούδας». Έχει βραβευθεί σε πολλούς πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.
Γράφει η Αγγελική Πλουμά*
Πολλές φορές μιλάμε για τους τομείς της ζωής μας λες και πρόκειται για απομονωμένα νησιά: εδώ η προσωπική ζωή, εκεί η επαγγελματική δραστηριότητα και πάρα πέρα τα χόμπι. Όμως, ίσως η ζωή μας να μοιάζει περισσότερο με το ανθρώπινο σώμα και οι τομείς της με τα διάφορα όργανα και τμήματά του. Η υγεία του δεν είναι η έλλειψη ασθένειας αλλά η ευεξία όλου του συστήματος. Αν ένα σημείο του σώματος πονάει, πονάει όλο. Όταν ένα άλλο τμήμα ή όργανο θεραπεύεται βοηθάει στη θεραπεία όλου του συστήματος.
Το ταλέντο, οι προσωπικές μας ικανότητες μοιάζουν με ζωτικό όργανο του σώματός μας. Είναι κρίσιμης σημασίας να εκφραζόμαστε μέσα από αυτό, μας υποστηρίζει και μας αποτοξινώνει, λειτουργεί κάπως όπως το συκώτι μας δηλαδή. Όταν «το όργανο» αυτό δεν λειτουργεί, δεν πεθαίνουμε ακριβώς αλλά το σύστημά μας «μπουκώνει», δεν βρίσκει διεξόδους θεραπείας και έκφρασης.
Στις σημερινές δύσκολες συνθήκες, φαίνεται πολλές φορές ότι το μέτρο σύγκρισης μας είναι «το πρόσφατο καλύτερο παρελθόν» μας. Αυτό που ωραιοποιούμε, ξεχνώντας ότι αυτό μας έφερε στην όποια κρίση ζούμε σήμερα. Κρίσεις όμως υπήρχαν πάντοτε και μάλιστα μεγαλύτερες από τις παρούσες. Η χώρα που ζούμε, σταυροδρόμι πολιτισμών και πηγή πνευματικής ευημερίας για πολλούς αιώνες, τόπος ευνοημένος από τη φύση αλλά και κατοικημένος από ανθρώπους με ιδιαίτερη, πολύπλοκη και πολλές φορές αυτοκαταστροφική ψυχοσύνθεση έχει περάσει από πολλούς τέτοιους στενωπούς. Καλό είναι να μην το ξεχνάμε…
Η κατοχή, ο εμφύλιος, ο μεσοπόλεμος… και μέσα σ αυτές τις σκοτεινές εποχές έλαμψαν αστέρια λαμπερά που το φως τους μας ψυχαγωγεί μέχρι σήμερα, δεκαετίες μετά: τα αστέρια του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Οι ιστορίες που φανερώνουν το πώς ανακάλυψαν το ταλέντο τους, το πώς αυτό το ταλέντο τους δυσκόλεψε αλλά τους λύτρωσε κιόλας μπορούν να αποτελέσουν φάρους σε δύσκολους καιρούς.
Οι παρακάτω είναι μερικές σύντομες τέτοιες ιστορίες:
Γεωργία Βασιλειάδου: Η Δεύτερη γέννησή της
Είναι σίγουρα η πιο διάσημη «άσχημη» του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.
«Δεν γεννιόμαστε μια φορά. Γεννιόμαστε δεύτερη φορά τη στιγμή που συναντιόμαστε με το ταλέντο μας. Γεννήθηκα 13 ετών… ήταν η χρονιά που έμαθα ότι υπάρχει θέατρο, όταν η μαμά μου με πήγε σε μια παράσταση», λέει σε μια παλιά συνέντευξή της.
Αυτή ήταν η πρώτη της επαφή. Σε 3 χρόνια θα «έγραφε» τη συνέχεια:
«Στα 16 πήρα ένα δίσκο με δίπλες για να πάω στη νονά μου. Πέρασα έξω από τη Λυρική κι άκουσα τραγούδια. Μπήκα μέσα.
- Καλέ τι είναι δω, ρώτησα.
- Θέατρο, μου απάντησαν. Τότε μια φωνή μέσα μου μου είπε, Γεωργία ήρθε η ώρα σου να βγεις στη σκηνή.
- Και που πρέπει ν αποταθεί κανείς για να βγει στο θέατρο; ρώτησα.
- Σ' εμάς μου είπαν. Τραγουδάς;
- Τραγουδώ.
Δεν ήξερε πόσο καλά τραγουδούσε, αλλά ήξερε ότι αυτή ήταν η ευκαιρία της να ανέβει στη σκηνή και ήταν αποφασισμένη να την αρπάξει απ' τα κέρατα. Έτσι ξεκίνησε η καριέρα της Βασιλειάδου ως ηθοποιός/τραγουδίστρια της Λυρικής. Διέγραψε στην αρχή μια λαμπρή πορεία σε παραστάσεις ποιότητας δίπλα σε ηθοποιούς μεγαθήρια όπως η Κυβέλη και η Κοτοπούλη τις οποίες ντούμπλαρε κιόλας. Στο πόδι της την είχε αφήσει κι η μεγάλη Σοφία Βέμπο όταν έφυγε για μεγάλο διάστημα στην Αμερική για να προσέχει και το σύζυγό της Μίμη Τραϊφόρο που έκανε σκανταλιές με διάφορα θηλυκά. Παρόλα αυτά η καριέρα αυτή δεν της έφερε ούτε χρήματα, ούτε δόξα. Έπρεπε να γίνει…50 ετών…και να την ανακαλύψει τυχαία ο Αλέκος Σακελλάριος σε ένα καλλιτεχνικό καφενείο και να την αναδείξει σε κινηματογραφικό αστέρι.
Βασίλης Αυλωνίτης: Ένα σπρώξιμο για πλάκα
Ο Βασίλης Αυλωνίτης δούλευε στα 19 του σαν βοηθός σκηνογράφου. Κάποια στιγμή στη διάρκεια μιας παράστασης, περνούσε ο ιδιοκτήτης του θεάτρου από τα παρασκήνια, όπου βρισκόταν ο Αυλωνίτης και κάτι μαστόρευε. Για να σπάσει πλάκα, ο ιδιοκτήτης του θεάτρου τον έσπρωξε στη σκηνή. Εκείνος στην αρχή τα' χασε αλλά αστραπιαία σκέφτηκε ότι «άκου άκου» κάθε βράδυ, είχε μάθει το έργο απέξω. Ενστικτωδώς λοιπόν αυτοσχεδίασε και πρόσθεσε ένα νέο ρόλο, του ηθοποιού που χωρίς να το θέλει τον «έσπρωξαν» και βρέθηκε τυχαία στη σκηνή.
Στη συνέχεια χρησιμοποιώντας τα εκφραστικά του μέσα και κυρίως, την πασίγνωστη από τις ελληνικές ταινίες, «μούτα του» τη μοναδική του δηλαδή έκφραση, έκανε το θέατρο «να πέσει κάτω από τα γέλια» και κέρδισε επάξια ένα μόνιμο ρόλο σε κείνο το έργο.
Πολύ σύντομα στα 20 του θα κανε την επίσημη εμφάνισή του στο θέατρο και στα 24 του το δικό του θίασο. Σε λίγο θα τον κέρδιζε κι ο κινηματογράφος για να τον οδηγήσει στην αθανασία. Και να σκεφτεί κανείς ότι όλα άρχισαν από κάποιον που τον έσπρωξε για να σπάσει πλάκα.
Οι δικοί του, βέβαια, θυμούνται και κάτι άλλο που προηγήθηκε και «οφείλεται» στον υποκριτικό του ταλέντο, που ήταν μια απόλυση! Μικρός δούλευε σε ένα εμπορικό κατάστημα για να βοηθήσει τη μητέρα του που τα 'βγαζε δύσκολα πέρα, μόνη της, αφού ο πατέρας γνωστός τζογαδόρος, είχε εξαφανιστεί από την οικογένεια. Ο Αυλωνίτης έβαζε ένα πλατύγυρο, εντυπωσιακό καπέλο, έπαιρνε και μια τσάντα επ` ώμου και παρίστανε τη πελάτισσα. Οι συνάδελφοί του έσκαγαν στα γέλια αλλά ο ιδιοκτήτης μήνυσε στη μάνα του «να μαζέψει το χαϊβάνι» γιατί του χαλούσε τη πιάτσα… Ο μικρός δεν συμμαζευόταν, όμως, με αποτέλεσμα να λάβει την απόλυσή του.
Διονύσης Παπαγιαννόπουλος: Ηθοποιός για «Καλό Σκοπό»
Ο κινηματογραφικός και τηλεοπτικός «κυρ-Γιώργης» γεννήθηκε στο Διακοφτό, όπου έζησε μέχρι τα 15 του χρόνια. Τότε, οι γονείς του αποφάσισαν να τον στείλουν στο Γυμνάσιο του Αιγίου, όπου παρακολούθησε για πρώτη φορά στη ζωή του θεατρική παράσταση. Ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που αμέσως αποφάσισε να γίνει ηθοποιός.
«Στο τέλος της παράστασης, ενώ όλος ο κόσμος χειροκροτούσε τους ηθοποιούς, εγώ χειροκροτούσα τον εαυτό μου για τη μεγάλη και ωραία απόφαση που είχα πάρει: θα γινόμουν ηθοποιός!», δήλωσε ο ίδιος σε συνέντευξη του.
Παρήγγειλε από την Αθήνα βιβλία σχετικά με το θέατρο και άρχισε να μελετά μόνος του. Παράλληλα, άρχισε να διοργανώνει θεατρικές παραστάσεις με την άδεια των γονέων του, στους οποίους έλεγε ότι τα χρήματα των παραστάσεων θα πήγαιναν υπέρ της εκκλησίας.
Γιάννης Βόγλης: Παραλίγο παπάς
Για «τα θεία» βρέθηκε να συζητάει κι ο πρόσφατα … αναχωρήσας Γιάννης Βόγλης.
Ο πατέρας του, που είχε καταγωγή από τη Σμύρνη, σκοτώθηκε στον πόλεμο. Αργότερα, η μητέρα του παντρεύτηκε έναν φίλο του πατέρα του, τον Περικλή –έναν άνθρωπο που ο ίδιος ο Βόγλης χαρακτήριζε έναν «απλό, λαϊκό άνθρωπο» που όμως είχε ιδιαίτερη αγάπη στο διάβασμα και τα βιβλία. «Σε μικρή ηλικία είχα διαβάσει όλους τους σπουδαίους Έλληνες. Δεν είχα εκφράσει καλλιτεχνικές ανησυχίες μέχρι που στο νυχτερινό λύκειο τις εντόπισε ένας εξαιρετικός φιλόλογος… Ένα βράδυ, μας πήγε να δούμε “Προμηθέα Δεσμώτη” με τον θίασο του Λίνου Καρζή και πρωταγωνιστή τον Μάνο Κατράκη στο Ηρώδειο. Ξέκοψα από τα αστεία της παλιοπαρέας και κατέβηκα στο κάτω διάζωμα. "Αυτό θέλω να κάνω" ομολόγησα στον εαυτό μου» είχε πει σε παλαιότερη συνέντευξή του στην «Καθημερινή».
Την απόφαση αυτή στήριξε και ο πατριός του, που από την πρώτη ημέρα στήριξε και σεβάστηκε την απόφασή του. «Το καλύτερο όπλο είναι η μάθηση» είχε δηλώσει στην ίδια συνέντευξη ο Γιάννης Βόγλης, ο οποίος μίλησε και για τις οικονομικές δυσκολίες που βίωσε τόσο ως ηθοποιός όσο και ως παραγωγός.
Γιατί θες να γίνεις ηθοποιός τον ρώτησε η μητέρα του.
«Γιατί επικοινωνώ με τον κόσμο και κάνω καλό στη ψυχή τους» της είπε ο νεαρός Γιάννης.
«Τότε γίνε… παπάς» του απάντησε η μητέρα του, «το ίδιο θα πετύχεις»
«Ναι, αλλά θα ανεβάζω πάντα την ίδια παράσταση…κι αυτό είναι βαρετό» έκλεισε τη συζήτηση ο Γιάννης Βόγλης.
Τυχαία περάσματα, τυχερές κρυψώνες, σπρωξίματα για πλάκα, αυτό «το κάτι» που προκαλεί συγκινήσεις υπερβατικές και προτάσεις από κει που δεν τις περιμένεις συνθέτουν πολλές φορές το παζλ που σου αποκαλύπτει το χάρισμά σου και τον προορισμό σου. Πολλές φορές το «τυχαίο» αυτό μπορεί να είναι ανεπαίσθητο… εύκολα η Βασιλειάδου θα μπορούσε να προσπεράσει τη Λυρική, κι ο Αυλωνίτης να αποφύγει το σπρώξιμο στη σκηνή. Δεν ήρθε να τους συναντήσει το ταλέντο τους με τυμπανοκρουσίες αλλά με μικρές αδιόρατες συμπτώσεις στις οποίες όμως ανταποκρίθηκαν. Κι όλοι, μα όλοι ζούσαν σε δύσκολους καιρούς, σε μια μεταπολεμική ρημαγμένη Ελλάδα κι οι περισσότεροι απ αυτούς μεγάλωσαν με τον έναν γονιό τους. Κι όμως μεγαλούργησαν, τίμησαν το ταλέντο τους κι έμειναν στην ιστορία.
Σα παλιό σινεμά.
Έλα σε μένα, Πορνογραφία, σου θυμίζουν κάτι αυτά τα τραγούδια;
Τα έχεις κι εσύ σιγοτραγουδήσει; Γνωρίζεις ότι όταν ανέβηκε η παράσταση που τα λάνσαρε «Η ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΑ» του Μάνου Χατζιδάκι, είχε παταγώδη αποτυχία; Κατέβηκε σε ένα μήνα μετά από πίεση των θεατών που έριχναν κέρματα στη σκηνή και φώναζαν: «Χατζιδάκι, μ' αυτή την παράσταση τελείωσες»
* Η Αγγελική Πλουμά είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, ασχολείται κι είναι ταγμένη στην Ανάπτυξη του Δυναμικού Ατόμων και Οργανισμών. Εφαρμόζει κατ` αποκλειστικότητα στην Ελλάδα το πρόγραμμα ανάδειξης ταλέντων «ο Δρόμος της Πεταλούδας» και είναι συγγραφέας του σχετικού βιβλίου, «Ζωές που ξεχωρίζουν, ιστορίες που μεταμορφώνουν» (Φίλντισι, 2015) καθώς και της συλλογής διηγημάτων «Η Φωνή της Πεταλούδας». Έχει βραβευθεί σε πολλούς πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.
0 comments
Το μήνυμα σας