Τούτες τις μέρες, να ξέρεις, καπνίζω πολύ...
Εκείνη την κληματαριά, την ξεπάστρεψα. Φώναξα το γιο του επιστάτη της κυρίας Μαίρης, απέναντι, να με βοηθήσει.
Γράφει η Ελένη Τριβέλλα
Μέχρι να έρθει είχα κάνει όλη τη δουλειά μόνη μου. Με τις στάλες του ιδρώτα να τσούζουν τα μάτια μου, έσκαβα χτυπώντας τις ρίζες της σαν τρελή, με μανία ακατάβλητη. Για μια στιγμή, γέλασα, όταν επισκέφτηκαν το νου μου ανεπιτήδειες σκέψεις. Γιατί, λέει, να μην φοράμε μακρυμάνικα το καλοκαίρι. Θα 'ταν χρειαζούμενα σε τέτοιες περιπτώσεις. Να σκουπίζαμε τον ιδρώτα, λέει.
Τελικά είναι μια βολική ενδυμασία, τα μακριά, φαρδιά ρούχα στις χώρες των υψηλών θερμοκρασιών. Αυτά που δεν αφήνουν ακάλυπτο εκατοστό του κορμιού.
Ο ήλιος τσουγκρίζει το κεφάλι μου με ειρωνική διάθεση, σχεδόν ανταγωνιστική, αλλά εγώ την παλιοκληματαριά θα την αποτελειώσω. Μας φάγανε τα κουνούπια, οι μύγες και οι σφήκες. Τα ποντίκια που σκαρφάλωναν στην πέργκολα κι έκλεβαν την μαγεία της μαύρης νύχτας, με τους συρτούς κρότους του τρεχαλητού τους, θα εξαφανιστούν. Ο κίνδυνος μην πηδήξει κανένα κλεφτρόνι.
Αφήναμε ανοιχτά τα παράθυρα, με κατεβασμένες τις σίτες. Ήθελες να μυρίζεις το γιασεμί και το αγιόκλημα. Ήθελα να αποκοιμιέμαι με τελευταία εικόνα του φεγγαριού στη θάλασσα και να ξυπνώ αντικρίζοντας το πέλαγος.
Όταν δεν μου κολλούσε ύπνος μετρούσα τη σελήνη και προσδιόριζα την ώρα ανάλογα με την θέση της στο δωμάτιο...ευθεία με το κομοδίνο, λίγο λοξά στο δεξί σίδερο του κρεβατιού, πίσω απ τον όρθιο καθρέπτη, ανάμεσα στο σκουριασμένο κάγκελο και το φρεσκοβαμμένο.
Κι όσο διάβαινε το καλοκαίρι, εκείνη άλλαζε τα κέντρα της και τις δικές μου στοχεύσεις. Και τους υπολογισμούς μου για τον χρόνο, εννοείται.
Άσε πια αυτά τα φύλλα. Ξερά και χλωρά, στρώμα στην αυλίτσα. Τα σάπια σταφύλια με την γλίτσα τους, που όλο πατούσα, γλιστρούσα αλλά ποτέ δεν έπεφτα.
Ισορροπία ακροβάτη, έλεγες. Κλόουν σε τσίρκο, έλεγα. Σα να χόρευα κακής αντίληψης ζεϊμπέκικο. Δηλαδή αυτό το υπερβολικό, ασύμμετρο, άτεχνο και εκτός ρυθμού κούνημα χεριών και ποδιών.
Το παλικαράκι, να ναι καλά. Μάζεψε τον κορμό, τους βλαστούς, τις διακλαδώσεις και αρκετούς βραχίονες. Γέμισε το καρότσι εννέα φορές, στόλισε τον κάδο της γειτονιάς ως απάνω κι απ' έξω και τηλεφώνησε στον γνωστό του να έρθει με το φορτηγό να τα κουβαλήσει.
Θα φάνε τα πρόβατα, είπε.
Τρώνε τα πρόβατα αμπέλια;
Γύμνια!
Ήμουν μέσα στο σαλονάκι. Καθάριζα και τακτοποιούσα. Έστυψα κι έναν χυμό για το αγόρι.
Ανακάτεψα το ντουλάπι με τα μπαχαρικά, να βρω κανέλα ξύλο.
Μου γλίστρησε το αλάτι στο πάτωμα. Σκούπισα.
Άνοιξα τον καταψύκτη. Ξεχώρισα λίγα παγάκια. Έβαλα το ποτήρι στον δίσκο που είχαμε φτιάξει από σπασμένη πόρτα και βγήκα.
Να μην έβγαινα....
Γύμνια!
Τι έκανα;
Πως;
Από που βρήκα τη δύναμη «ελαφρά την καρδία» να ξεκοιλιάσω όλη μας τη ζωή;
Με βιασύνη και απερισκεψία κάρφωσα το μαχαίρι στα σωθικά των στιγμών μας. Το 'μπήξα και το στριφογύρισα σαν τους παρανοϊκούς δολοφόνους, σαν το τέρας που γεννήθηκε κατά τύχη άνθρωπος.
Γιατί γκρέμισα,στο τσακ των δύο δακτύλων, μυριάδες αναμνήσεις;
Πώς τύλιξε την ύπαρξή μου όλη, καπνός και λάσπη, περιττώματα και στάχτες;
Τι λύσσα άφρισε στο μυαλό μου...στην ουδετερότητά μου, γιατί δεν ήμουν εγώ; Δεν ήμουν.
Αποκλείεται να ήμουν εγώ. Άλλη ήταν.
Αυτή που εσύ δημιούργησες στο αντίο.
Στον χαιρετισμό με ένα φιλί στο μάγουλο. Στο μάγουλο. Τ' ακούς; Δια χειραψίας, ευχήθηκες «καλή τύχη».
Μηχανικά σου πρόσφερα το δικό μου χέρι. Σαν κόκκαλο απέμεινε. Δεν ένιωσα το σφίξιμο σου. Δεν ένιωσα τίποτα. Δεν κατάλαβα. Δεν ανέπνεα. Δεν βρισκόμουν μαζί σου.
Άρνηση!
Για λίγο...
Δεν σου είπα πως εχθές το βράδυ ήταν ξέχειλος και πάλι ο κάδος της γειτονιάς.
Και αύριο το βράδυ θα 'ναι ξανά...μέχρι τη στιγμή που, κατ' εξαίρεση, θα ειδοποιηθώ για αυξημένα δημοτικά τέλη. Και τι μ' αυτό;
Το σπίτι μας έχει ξύλινη σκεπή, ξύλινα δοκάρια, πολλά έπιπλα και μπόλικες, μακριές υφασμάτινες κουρτίνες.
Τούτες τις μέρες, να ξέρεις, καπνίζω πολύ κι ανακατεύω τους καφέδες στο γκάζι, με σιγανή φωτιά για να χουν παχύ καϊμάκι.
Άμα ζεσταίνομαι βάζω το λάστιχο στον εσωτερικό χώρο κι ανοίγω τη βρύση. Μαζί με το κατάβρεγμα του κορμιού μου, περνάω κι ένα σφουγγάρισμα, ξυπόλητη, ακούγοντας στο τέρμα μουσική.
Στεγνώνω τα μαλλιά μου με το πιστολάκι, χορεύοντας και βρίζοντας εσένα. Ίσως να βάλω και κανένα πλυντήριο.
Γύμνια!
Παντού, μέσα κι έξω από το τσαρδάκι μας.
Μέσα κι έξω απ την ψυχή μου.
Όμως την κληματαριά, την ξεπάστρεψα και καλά έκανα.
Δεν έκανα καλά...
Την εποχή που περνούσαμε τούλια στα τσαμπιά και τα δέναμε πουγγάκια, είχαμε εξομολογηθεί τις πιο κρυφές μας σκέψεις.
Αδειάσαμε ένα σωρό βάρη και λάθη, στους καλλιτεχνικούς φιόγγους, μαεστρικούς, τους έλεγες. Στον πολλαπλασιασμό των κλημάτων, εμβολιάζαμε τις κληματόβεργες. Έπρεπε να έχουν μάτια από κάτω.
Ψάχναμε με τα μάτια τα μάτια καθώς παίζαμε τους ξιφομάχους με τα ξυλώδη τμήματα του φυτού. Φτιάχναμε γλυκό, κρασί και τσίπουρο κι όταν πίναμε πολύ και μεθούσες φώναζες: «Σικελία το κάναμε εδώ πέρα».
Μ' αγκάλιαζες σφιχτά. Σκαρφάλωνες ψηλά . Έλεγες πως είσαι Καπετάνιος.
Γύμνια!
Ξερίζωμα σαν την κληματαριά.
Κι εγώ που νόμιζα... Μόνη μου νόμιζα. Μόνη μου!
Έμεινα μόνη μου!
Κουλουριάστηκα σαν το μισό του απείρου. Στο κρεβάτι μας...στο κρεβάτι.
Προς το ξημέρωμα κυλούσε η βραδιά.
Ίσως.
Όλα είναι ίδια.
Όλα είναι όμορφα.
Όλα υπάρχουν εδώ μαζί μου.
Με άνυδρα τα μάτια μου. Με λάμψη στο πρόσωπό μου. Με γέλια ψυχασθενή. Με αναπαμό.
Ανάσασμα!
Επίδομα ανθυγιεινής εργασίας με εισφορές εφεδρείας... σαν τη σανίδα σωτηρίας, ένα πράγμα, σαν τη θεία αρωγή.
Σαν σύνταξη χηρείας.
Ώθηση.
Πως;
Και με ποιον τρόπο, θα σε γελάσω.
Λείπεις για να συνηγορήσεις, για να σαι μάρτυρας υπεράσπισης στην ευνοϊκή μεταχείριση της μοίρας μου.
«Μου» .
Της δικής μου μοίρας, που στέκει ξέχωρα από την δική σου και είναι ωραία, γλυκέ μου παραστάτη.
Ανάγλυφο που είναι το «παρηγορώ»...από τον μετριασμό, στην περίθαλψη κι από κει στην ανακούφιση.
Ανάπαυση!
Όλα είναι ίδια!
Εκτός από την κληματαριά και σένα,
αγάπη μου!
0 comments
Το μήνυμα σας