«Ο θάνατος και η ταπείνωση» του Γιώργου Τσιάκαλου
Γράφει η Γεωργία Λινάρδου (pressworkers7@gmail.com)
«Ο θάνατος και η ταπείνωση» είναι ένα συγκλονιστικό κείμενο από το βιβλίο του Γιώργου Τσιάκαλου: «Απέναντι στα Εργαστήρια του Ρατσισμού» του 2006 και από ένα παλαιότερο: «Αντικατοπτρισμοί της Ανθρώπινης Κοινωνίας».
Εν αναμονή της συνέντευξης μας στο Press Workers (που τον ευχαριστώ πολύ γι' αυτό), μου έδωσε την άδεια να το δημοσιεύσω.
Ο θάνατος και η ταπείνωση:
Οι πρώτες μου αναμνήσεις συμπίπτουν με την ταπείνωση και το θάνατο του Θωμά του Νομισματοκόπου. Οχτώ μερών στη φυλακή με τη μητέρα μου.
Χρόνια αργότερα γελούσαν για κείνες τις ημέρες, όσοι τις ζήσαν.
«Οχτώ ημερών και ήδη ύποπτος», λέγαν και ξεκαρδιζόταν στα γέλια, «για το φόνο ενός χίτη». Που στην πραγματικότητα, τον φάγαν οι δικοί του.
Τα θυμάμαι όλα από τη φυλακή.
Όσοι είδαν το σπίτι στο νησί, όπου κάθομαι τώρα μονάχος και θυμούμαι, λένε ότι τόφτιαξα κατ΄ εικόνα και ομοίωσή της.
Ψηλοί πέτρινοι τοίχοι, και μόνο από μακριά να υποπτεύεσαι ότι υπάρχει ήλιος, κόσμος και ζωή. Έτσι είναι, αλήθεια, το σπίτι.
Όμως η φυλακή δεν ήταν έτσι. Μικρή με χαμηλούς τοίχους. Και στον ένα τοίχο το αποτύπωμα από τα μυαλά του Χριστόδουλου. Εκεί τον σκότωσαν.
Τα μυαλά τινάχτηκαν στον τοίχο. Αργότερα πήγαν να τα καθαρίσουν, δεν τα κατάφεραν με τα μυαλά τόσο καλά όσο με το αίμα. Έμεινε εκεί το αποτύπωμα για πάντα. Κι αυτοί λέγαν τίποτε δε συνέβη.
Εμείς όμως από μέσα τα είχαμε ακούσει όλα. Αυτούς που τον σέρναν και τον χτυπούσαν. Κι εκείνον που τους έβριζε δειλούς.
«Ο Χριστόδουλος είναι», αλαφιάστηκε η μάνα του μέσα στο κελί και σηκώθηκε να πάει προς την κλειδωμένη πόρτα περνώντας πάνω από δεκάδες καθισμένα γυναικεία κορμιά.
«Σώπα καλέ, ποιος Χριστόδουλος», της αποκρίθηκαν με βιασύνη οι άλλες γυναίκες.
«Μη βάζεις κακό στο νου σου. Ξένος είναι αυτός. Δεν είναι δικός μας. Άλλωστε, ο Χριστόδουλος είναι στο βουνό. Πώς να τον πιάσουν;».
Η μάνα όμως πήγαινε κι ερχόταν.
«Ο Χριστόδουλος είναι», έλεγε.
«Χριστόδουλε», φώναζε κάθε τόσο και κοίταζε προς την πόρτα. Φωνή σιγανή και προσεκτική, σαν για να μην ακούσουν οι δεσμοφύλακες ή σαν για να μη με ξυπνήσει εμένα, το μωρό. Που είχα όμως ανοιχτά τα μάτια και τα αυτιά και κατέγραφα λέξη προς λέξη και εικόνα προς εικόνα τη μάχη για ζωή. Ούτε «ζήτω» ούτε «αθάνατος» ούτε «γεια σας αδέρφια, να μου φιλήσετε τους δικούς μου και να τους πείτε να είναι υπερήφανοι για μένα που έδωσα τη ζωή μου» απ’ έξω.
«Δειλοί, δειλοί» φώναζε μόνο. Και μετά ακούστηκε η τουφεκιά. Αυτή που κόλλησε τα μυαλά του στον τοίχο.
Χρόνια αργότερα, προσπάθησα να δω κάτι το συμβολικό στα ίχνη από το θάνατο του Χριστόδουλου.
«Το μυαλό του έμεινε εκεί», έλεγα. «Δεν κατάφεραν να το εξαφανίσουν. Αποτυπώθηκε στον τοίχο και από τον τοίχο, όπως τον αντίκρυσα εγώ την άλλη μέρα, πέρασε σ΄ εμένα. Γι’ αυτό κι εγώ είμαι κι ο Χριστόδουλος».
Με τον ίδιο τρόπο που είμαι ο Χριστόδουλος είμαι και η Ολυμπία και οι άλλες πέντε. Μπήκαν το βράδυ οι χωροφύλακες, δεν ήταν οι φρουροί. Έριξαν μια ματιά στα γυναικεία πρόσωπα, το βλέμμα τους σταματούσε πιο πολύ στα σώματα. «Εσύ κι εσύ κι εσύ», είπαν κι έδειξαν την Ολυμπία κι άλλες πέντε κοπέλες, «εμπρός γι’ ανάκριση». Και κρυφογελούσαν κάτω από το λεπτό μουστακάκι τους κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Αδέξιοι και αμήχανοι, θα ήταν συμπαθητικοί σε άλλες περιστάσεις, έτσι σκεφτόμουν πολλά χρόνια αργότερα, αν οι κινήσεις τους μέσα στο κελί δεν σφραγίζονταν από τη δύναμη που τους χάριζε η απόλυτη εξουσία.
Βουητό σηκώθηκε από παντού.
«Πού τις πάτε τις κοπέλες νύχτα, πρόστυχοι, δειλοί;».
Την άλλη μέρα το πρωί τις έφεραν πίσω.
Φαίνεται ότι είχαν κλάψει, όμως τώρα πια δεν έκλαιγε καμιά. «Τι έγινε, τι σας έκαναν ρώτησε μια από τις γυναίκες –«η χαζή», έλεγε αργότερα με περιφρόνηση η μητέρα μου, όταν θυμόταν τη σκηνή- αλλά οι άλλες την αγριοκοίταξαν και σώπασε. Καμιά δεν μίλησε.
Οι κοπέλες ξάπλωσαν στο τσιμεντένιο πάτωμα, χωρίς τις συνηθισμένες κατάρες για την υγρασία του.
Πώς κατάφεραν και βρήκαν έξι άτομα καθεμιά ένα διαφορετικό σημείο του ορίζοντα να το κοιτάζουν χωρίς να διασταυρώνουν το βλέμμα τους με άλλον άνθρωπο στο κελί, ποτέ δεν το κατάλαβα. Σε λίγο, όμως, χωρίς και οι ίδιες να το καταλάβουν βρέθηκαν στην αγκαλιά των άλλων γυναικών που τις ντάντευαν και τις νανούριζαν σαν να ήταν μωρά. Λίγο αργότερα από τις αγκαλιές άρχισε να ακούγεται ένα σιγανό κλάμα. Μόνο η Ολυμπία δε δέχτηκε την αγκαλιά. Ήλθε κοντά, με κοίταξε ώρα πολύ. Την κοίταζα κι εγώ κι ούτε γελούσα ούτε έκλαιγα. Σε τέτοιες στιγμές ποτέ στη ζωή μου δεν έδειξα αδυναμία και αισθήματα. Μέχρι και τώρα θυμάμαι το πρόσωπό της: πονεμένο, με τα μάτια της να με βλέπουν κατάματα και την ίδια στιγμή να χάνονται μακριά.
Με κοίταξε, με κοίταξε, με κοίταξε και στο τέλος «αχ γιαχουντή» είπε, με μια φωνή θαρρείς και βγήκε όλος ο αγέρας που είχε στα πνευμόνια της, και τινάζοντας βίαια τα χέρια της μ’ άρπαξε μέσα από την αγκαλιά της μάνας μου, σαν να ήμουνα δικιά της περιουσία που της την είχαν κλέψει και τώρα επιτέλους την έβρισκε ξανά και δεν ήθελε να την αφήσει με τίποτε.
«Γιαχουντή» με λέγαν στη φυλακή, γιατί, όταν καθόμουν, κινούσα μπρος-πίσω το κορμί μου με τις ώρες.
«Καλέ σαν εβραίος είναι», λέγαν και γελούσαν.
Χρόνια αργότερα, όταν συναντιόμασταν με καμιά από τις γυναίκες της φυλακής η ανάμνηση του Γιαχουντή αποτελούσε την απαρχή κάθε συζήτησης, είτε ήταν για τα παλιά είτε για όσα είχαν πια αλλάξει. Κι εγώ γελούσα με την ανάμνηση, μέχρι που σπουδάζοντας έμαθα τη σημασία αυτής της κίνησης και την κανονικότητά της στα παιδιά των ιδρυμάτων.
«Αχ Γιαχουντή», φώναξε η Ολυμπία και με έσφιξε στην αγκαλιά της. Έμεινα απόλυτα ήσυχος στον κόρφο της όση ώρα με έσφιγγε και δεν έλεγε τίποτε άλλο παρά μονάχα «αχ Γιαχουντή, αχ Γιαχουντή». Ούτε πόνο ούτε ανησυχία εκδήλωσα.
Η μητέρα μου έλεγε μετά ότι η Ολυμπία με κοιτούσε και σκεφτόταν τι θα έκανε αν είχε συλλάβει παιδί. Κι ότι εκείνη τη στιγμή αποφάσισε ότι θα το κρατούσε και θα το αγαπούσε γιατί κι αυτό ένα παιδί της φυλακής θα ήταν.
Η ίδια η Ολυμπία, μια φορά όταν ήμουν πια δεκάξι χρονών, όπως με κοιτούσε με καμάρι είπε ξαφνικά -γιατί ποτέ δεν μιλούσαν μπροστά μου για την «ατίμωση»- «εγώ τότε πήρα δύναμη από σένα. Σε έβλεπα κι έλεγα: ‘Δεν υπάρχει ατίμωση. Μόνο το σώμα μας μπορούν καμιά φορά να εξουσιάζουν και να ταπεινώνουν. Εσύ, Γιαχουντή, είσαι εδώ για να τα γράψεις όλα: τι είναι τιμή και τι ατίμωση, τι είναι απόλαυση και τι είναι δυστυχία, τι ανήκει στο μέλλον και τι στο παρελθόν, και πότε αξίζει μια ζωή. Αφού είσαι εδώ, Γιαχουντή, δεν υπάρχει ατίμωση. Μόνο πρόσκαιρη ταπείνωση υπάρχει».
Με την Ολυμπία συναντιόμασταν συχνά αργότερα. Όχι επί τούτου, αλλά επειδή τυχαία παρόμοιες αποδείχτηκαν οι διαδρομές μας στη ζωή. Μας ξάφνιασε τους περισσότερους, όταν αργότερα παντρεύτηκε ένα χωροφύλακα. Η μάνα μου όμως έλεγε απλά «είναι καλός άνθρωπος, ας είναι χωροφύλακας». Παιδιά ποτέ δεν έκανε. Την κατέστρεψαν τότε, λέγαν.
Από τις «έξι ατιμασμένες κοπέλες» μόνο με μια έτυχε να κρατήσουμε επαφή για κάποια χρόνια.
Αυτή παντρεύτηκε ένα δικό μας, που όμως «αποδείχτηκε πολύ λίγος», έλεγε η ίδια με παράπονο.
Τουλάχιστον, αν και στις συμπεριφορές του δεν θύμιζε τον άνθρωπο που κάποτε είχε υπηρετήσει στη στρατιά του Θωμά του Νομισματοκόπου, στα λόγια συνέχισε να είναι δικός μας. Δεν ήταν και λίγο σε μια εποχή που και τα λόγια μπορούσαν να σε οδηγήσουν στην ανέχεια και τις ταλαιπωρίες.
Η μάνα του Χριστόδουλου μέχρι που πέθανε, όταν μ’ έβλεπε, είχε να λέει για τη λαχτάρα που πέρασε στη φυλακή, όταν νόμισε ότι ο εκτελεσμένος ήταν ο γιος της –«το σημάδι από τα μυαλά στον τοίχο δεν έβγαινε με τίποτε. Ποια καημένη μανούλα να περιμένει ακόμα το παιδί της» έλεγε- ενώ εκείνος είχε ήδη βγει στο βουνό.
«Βέβαια ‘αγνοημένος’ από τότε, αλλά ας είναι καλά το παιδί όπου κι αν βρίσκεται. Γερός να είναι κι ας μην επιτρέπεται να γράψει».
Πέθανε μιλώντας για τη λαχτάρα που πέρασε, με τη συμπόνια για την άγνωστη μητέρα και με τη χαρά ότι έγκαιρα το παιδί της είχε βγει στο βουνό. Ποτέ δεν έμαθε ότι στην πρώτη μάχη τον συνέλαβαν αιχμάλωτο κι, επειδή δεν είχαν τίποτε να του προσάψουν, τον εκτέλεσαν στη φυλακή εκείνη τη νύχτα χωρίς δίκη.
0 comments
Το μήνυμα σας