Έχουμε ακούσει να γίνεται λόγος για εκλαΐκευση της Ψυχολογίας, όμως αυτό παραπάει, ε; Ή μήπως και γίνεται;
Γράφει η Μίνα Ιωαννίδου
Αν η ρήση του Πλάτωνα, σύμφωνα με την οποία: «Η γνώση ενυπάρχει στον άνθρωπο», σε βρίσκει απόλυτα σύμφωνο, τότε δέχεσαι το γεγονός ότι τα παιδιά, έρχονται στην πρώτη τάξη, με όλη τη σοφία κρυμμένη μέσα τους. Εκείνο που οφείλει να κάνει λοιπόν ο εμπνευσμένος δάσκαλος (ναι, υπάρχουν αρκετοί τέτοιοι) είναι ν’ ανασύρει αυτό το θησαυρό κι όχι να τον αποκοιμίσει. Γιατί συχνά, μπροστά στην αγωνία να διδάξεις τα «σωστά», καταστρέφεις την εγγενή γνώση, καταλήγοντας να θεωρείται παραδοξότητα.
Και πώς ανασύρεις έναν τέτοιο θησαυρό; Όχι βέβαια ακολουθώντας τον παραδοσιακό τρόπο. Αρκεί να πιστεύεις πολύ στα παιδιά και να είσαι σίγουρος για την αλήθεια σου. Και φυσικά, να μιλήσεις στη γλώσσα τους. Κάτσε λοιπόν να σου πω ένα παραμύθι…
Τόπος του παραμυθιού μια σχολική αίθουσα και πρωταγωνιστής ο θυμωμένος Πέτρος που έχοντας κάνει μια μεγάλη αταξία, κρύβεται μέσα σ΄ ένα θάμνο, απέξω από την αίθουσα της πρώτης:
Ο Πέτρος βαρέθηκε να είναι συνέχεια λυπημένος κι αποφάσισε να δείχνει σε όλους το δυνατό του εαυτό. Αυτόν που δε φοβάται τίποτα, δεν τον πονάει τίποτα, αλλά τον φοβούνται όλοι και τους πονάει εκείνος.
Η φωνή της δασκάλας της πρώτης, τον έβγαλε από τις βαριές του σκέψεις. «Γι΄ αυτό παιδιά είναι πολύ σημαντικό να μάθουμε να ελέγχουμε το θυμό μας».
«Μα πώς μπορεί κάποιος κυρία να σταματήσει να θυμώνει, αφού έτσι έχει συνηθίσει;» ρώτησε η Μέλπω.
«Η αλήθεια Μέλπω είναι ότι δεν είναι και πολύ εύκολο, όμως μπορεί να γίνει. Αρχικά να ξεκαθαρίσουμε ότι ο θυμός από μόνος του δεν είναι κάτι κακό. Είναι κι αυτός ένα συναίσθημα που το νιώθουμε όλοι και που αρκετές φορές μας είναι χρήσιμος όπως όλα τα συναισθήματα, γιατί μας βοηθάει να καταλάβουμε τι είναι αυτό που μας ενοχλεί πολύ. Κι έτσι βάζουμε τα όριά μας. Όταν όμως ο θυμός δυναμώσει τόσο πολύ ώστε να γίνει οργή, τότε τα πράγματα σοβαρεύουν».
«Γιατί;» ρώτησε ο Αντρέας.
«Γιατί την οργή είναι πολύ δύσκολο να την κουμαντάρεις. Γίνεται ποτάμι ορμητικό, χείμαρρος που παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του».
«Και τότε τι γίνεται;» ρώτησε η Νίκη.
«Τότε, η οργισμένη μας αντίδραση καταστρέφει πράγματα, φιλίες, ανθρώπους» απάντησε η δασκάλα.
Αυτό είναι αλήθεια, συλλογίστηκε ο Πέτρος μέσα από το θάμνο του. «Καλά τα λες κυρία. Ίσως θα ΄πρεπε να σ΄ έχω ακούσει νωρίτερα. Τώρα φοβάμαι ότι είναι πια πολύ αργά. Άντε να ξαναφτιάξεις ό,τι χάλασες. Σίγουρα είναι πολύ αργά».
«Και τι μπορούμε να κάνουμε ώστε να μην αντιδρούμε με οργή;» ρώτησε η Οργύσα προβληματισμένη, αν και τ’ όνομά της δεν είχε καμία σχέση με την οργή.
«Θα προσπαθήσω να σας εξηγήσω δύσκολα πράγματα με απλά λόγια: Ο εγκέφαλός μας μοιάζει με μια μπάλα από πλαστελίνη. Κάθε φορά που κάτι μας συμβαίνει ο τρόπος που αντιδρούμε χαράζει ένα μονοπάτι πάνω στην πλαστελίνη μας. Αν στη βρισιά αντιδρούμε με βρισιά ακολουθούμε πάντα το ίδιο μονοπάτι. Κάθε φορά που περνάμε από αυτό το μονοπάτι το κάνουμε μεγαλύτερο και πιο βαθύ κι έτσι στο τέλος συνηθίζουμε αυτό το δρόμο, νομίζοντας ότι είναι ο μοναδικός που υπάρχει».
«Δηλαδή υπάρχουν κι άλλα μονοπάτια;» αναρωτήθηκε η Εύα.
«Θα πρέπει να τα δημιουργήσουμε εμείς από την αρχή.»
«Και πώς θα γίνει αυτό;» είπε ο Βασίλης με επιστημονικό ύφος. «Δεν νομίζω ότι μπορεί να γίνει εύκολα.»
«Έχεις απόλυτο δίκιο Βασίλη. Δεν μπορεί να γίνει εύκολα, γιατί έχουμε συνηθίσει να πηγαίνουμε από το γνωστό δρόμο που τον έχουμε περάσει πολλές φορές και τον έχουμε φαρδύνει. Όταν όμως καταλάβουμε ότι αυτός ο δρόμος δε μας βγάζει σε καλό προορισμό, αποφασίζουμε να τον αλλάξουμε. Κι όταν είμαστε πραγματικά αποφασισμένοι, τότε τα μπορούμε όλα. Γιατί στον εγκέφαλο αρέσουν οι προκλήσεις.»
«Ναι, οι προκλήσεις είναι ωραίο πράγμα», συμπλήρωσε ο Χάρης, «νιώθεις κάπως σαν εξερευνητής κι είναι διασκεδαστικό.»
«Εμένα δε μου αρέσουν οι προκλήσεις. Είναι επικίνδυνες» είπε η Μελίνα.
«Καμιά φορά είναι πιο επικίνδυνο όταν αρνιόμαστε ν΄ αλλάξουμε ενώ βλέπουμε ότι
έχουμε διαλέξει λάθος δρόμο.»
«Λες να προλαβαίνω ν΄ αλλάξω δρόμο»; αναρωτήθηκε ο Πέτρος με μια μικρή ελπίδα να φωτίζει το πρόσωπό του.
«Αντί στη βρισιά να αντιδράσω με βρισιά», συνέχισε η δασκάλα με ήρεμη φωνή, «λέω στον άλλο με σοβαρό ύφος: Δε μου αρέσει αυτό που κάνεις. Άσε με ήσυχο. Και φεύγω. Έτσι, διαλέγοντας αυτή την αντίδραση ανοίγω ένα άλλο μονοπάτι. Στην αρχή θα είναι μικρό, όμως κάθε φορά που θα το περνάω θα ανοίγει και θα βαθαίνει. Στο τέλος θα γίνει τόσο μεγάλο, που το παλιό θα μοιάζει ασήμαντο. Αρκεί να περάσουμε από εκεί τουλάχιστον 21 φορές. Έτσι, λένε αυτοί που ξέρουν. Χρειάζεται δηλαδή τι…;» ρώτησε η δασκάλα.
«Επανάληψη», είπαν με μια φωνή η Στέφη και ο Μιχαήλ.
«Σούπερ! Και τότε το παλιό θα φάει τη σκόνη μας!» πετάχτηκε ο Αριστείδης ενθουσιασμένος.
Kαι το παραμύθι συνεχίζεται, όπως κι η ζωή, όμως το αρχικό ερώτημα απαντήθηκε;
Η απάντηση δική σας, γιατί εμείς εδώ θέτουμε μόνο τα ερωτήματα…
0 comments
Το μήνυμα σας