Το μπλε τελάρο
Κείνο το πρωινό, όπως και κάθε καλοκαιρινό πρωινό, έβαλε το ξύλινο τελάρο στη σχάρα του κίτρινου ποδήλατου και τράβηξε τον μικρό επαρχιακό δρομάκο που έβγαζε στον συνεταιρισμό.
Γράφει η Μαίρη Πέστροβα
'Επρεπε να πάει να φέρει το γάλα για το μπακάλικο των γονιών. Η διαδρομή την ξετρέλαινε καθώς περνούσε από οικείες γειτονιές με αυλές, λουλούδια, μυρωδιές και θειάδες. Μπόλικες θειάδες, μαντιλοφορούσες απαραιτήτως, μεσοφοράτες και στρουμπουλές.
Ο συνεταιρισμός βρισκόταν σχεδόν στο τελείωμα του κατοικημένου δήμου. Από κει και πέρα υπήρχαν μόνο περιβόλια με άφθονο νερό να τρέχει μέσα στις στέρνες τους, κτήματα καλλιεργήσιμα, ελιές, φυστικιές. Πιο πέρα άρχιζαν οι βελανιδιές, τα κυπαρίσσια, οι μυγδαλιές.
Από μικρή με το ποδηλατάκι της τρελαινόταν για βόλτες «απαγορευμένες», ώσπου μια μέρα, έπεσαν και κάτι ψιλές -γιατί πήγατε στην Αγια Μαρίνα; δεν σας το ΄χουμε απαγορεύσει;- αλλά τι να το κάνεις, όπως και να το πεις, ε, το απαγορευμένο είναι και γλυκό τ΄άτιμο! 'Οσο για τις στέρνες, αφού δεν πνίγηκαν ως παιδιά σκύβοντας για γυρίνους, πάλι καλά.
Φτάνοντας στον συνεταιρισμό, όλοι πηγαινοερχόντουσαν σαν μέλισσες. Τα μπλε αγροτικά με την ανοιχτή καρότσα που παραδίδανε το γάλα στα καταστήματα (μετά ήρθαν τα ψυγεία), οι κτηνοτρόφοι που φέρναν το ήδη αρμεγμένο γάλα στα μεγάλα δοχεία, οι γυναίκες που ανέβαιναν στα γραφεία.
Εκεί πήγαινε να πληρώσει, να πάρει το χαρτάκι και να πάει να παραλάβει το πλαστικό τελαράκι με τα γάλατα, αυτά στο άσπρο πλαστικό μπουκάλι με το ασημένιο πώμα-καπάκι και που στο πλάι φαινόταν ανάγλυφο το όνομα του συνεταιρισμού «ΑΣΠΡΟ» και είχε τη μορφή αγελαδίτσας.
Χαμογελούσε παντού, καλημέριζε τους πάντες, κοιτούσε τα πάντα. Μόλις που έφτανε να δει για να δώσει το χαρτάκι για την παραλαβή και όλοι -συνήθως οι άντρες- την κοιτούσαν με περιέργεια.
-Ποια είναι η μικρή...;
-Η κόρη του Σωτήρη!
Ο μπαμπάς της δούλευε ένα φεγγάρι εκεί, αλλά το κλίμα πάντα είναι υπέρ «των ισχυρών» ή «των λαμογιών». Ας μην αναφερθούμε σ΄αυτό, γιατί θα χαλαστούν καρδιές...
Το μπλε τελάρο έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής με ορθοπεταλιές ξέγνοιαστες ώσπου μια μέρα της ήρθε η ιδέα να αλλάξει τον δρόμο της. 'Ετσι κι έκανε και καθώς απομακρύνθηκε από τον συνεταιρισμό, όχι πολύ, καμιά τριανταριά μέτρα, ανοίγει μια σιδερένια αυλόπορτα και χυμάει κατά πάνω της "το τέρας"!!!!
Ναι, «τέρας» της φάνηκε εκείνη την ώρα αφού με ένα σάλτο όρμησε πάνω σ΄αυτήν, στο κίτρινο ποδήλατο και στο μπλε τελάρο με τα γάλατα. 'Ολα παραμάζωμα τα ΄κανε και πάρτην κάτω. Από κει αυτή, από κει τα γάλατα, και από πάνω της «το τέρας»!
Ξοπίσω του έτρεχε αλαφιασμένη μια γυναικούλα. Το μεσοφόρι της είχε γίνει πανί, το χέρι της κουπί αλλά πού να το συνεφέρει.
'
Έδωσε από δω, ούρλιαζε από κει... Τι πέτρες του ΄ριχνε, τίποτα αυτό. Την είχε βάλει στο μάτι λες και της το κράταγε μανιάτικο! «Το τέρας!» Μα τι τέρας! 'Ασπλαχνο, αφού όρμησε σε μια σταλιά κορμί.
Όταν πια το μάζεψε ξανά πίσω απ΄την αυλόπορτα και αφού αυτό λυσσομανούσε γαβγίζοντας, η θεια τη βοήθησε να σουλουπωθεί. Τη ρώτησε αν είναι καλά και κείνη της έγνεψε καταφατικά.
Τι καλά; Καλάμια ήτανε! Χεσμένη από το φόβο της ήτανε! Ζει; Πώς ζει; 'Επρεπε να ΄ταν στην κοιλιά του κι όχι να ποδηλατεί!
Αφού έφτασε στο μπακάλικο, έβαλε τα κλάματα. 'Οχι εκεί, μπροστά στη θεία και «το τέρας» δεν έκλαψε. Γενικά δεν έκλαιγε στα δύσκολα. Το ΄παιζε παλικάρι! 'Επειτα όμως...
«Δεν ξαναπάω για γάλα ξανά ΠΟΤΕ!» έλεγε και ξανάλεγε.
«ΘΑ ΠΑΣ!» η οριστική και αμετάκλητη απάντηση των «λοιπών συγγενών».
Και πήγε. Ξαναπήγε. 'Οχι μόνο ξαναπήγε, αλλά και ματαξαναπήγε. ΑΛΛΑ ουδέποτε ξαναπέρασε απ΄αυτό το στενό.
Μεγαλώνοντας ούτε τα μάτια της δεν γυρνούσε να ρίξει. 'Ομως σήμερα ξαναπέρασε....
Η ίδια αυλόπορτα... το ίδιο σπίτι όπως τότε -θα΄ταν θαρρώ περίπου το 1978-. Προφανώς η θεια δε θα ζει, όπως δεν ζει κι η «ΑΣΠΡΟ». Πήγε να φωτογραφήσει το κτίριο, αλλά τι σημασία έχει πια;
-Να! είπε στον άντρα της... Κοίτα, ίδιο κι απαράλλαχτο, όπως τότε που πήγαινα να πάρω το γάλα...
Η εξωτερική μεγάλη σκάλα που οδηγούσε στα γραφεία, το τεράστιο προαύλιο, ως και το γραφείο που παρέδιδα το χαρτάκι πληρωμής-παραλαβής, όλα εκεί, στη θέση τους, στρατιωτάκια πειθήνια, ξύλινα... Το υπερυψωμένο σημείο που ακουμπούσαν τις πόρτες απ΄τις καρότσες των φορτηγών, όπου αφήναν το φρεσκοαρμεγμένο γάλα. Τα τρακτέρ που πηγαινοερχόντουσαν για ευκολία μετακίνησης. Οι σούστες... 'Ολα μπροστά στα μάτια της...
Ο συνεταιρισμός δεν υπάρχει πια. 'Αλλη πίκρα κι αυτή...
Φυσικά και δεν υπάρχει και αυτή. Τώρα πια, είναι η άλλη που περνώντας απ΄τη γειτονιά, ρουφά τις αναμνήσεις της.
'Οπως σήμερα.
0 comments
Το μήνυμα σας