Συνηθίσαμε... Ναυάγια.
Είδε στον ύπνο της τρία παιδιά. Τους έπλυνε τα λασπωμένα σώματα. Τ΄ αγκάλιασε τρυφερά. Γεμάτο τραπέζι έστρωσε.
Γράφει η Αιμιλία Πανταζή
Τρία παιδιά. Κι οι άνθρωποι πολλοί κι απορημένοι.
«Δικά σου παιδιά», της είπαν, «δεν είναι.»
«Στο σπίτι σου», της είπαν, «δεν θα ‘μείνουν. Γρήγορα θα φύγουν γι αλλού. Για εκεί που ανήκουν. Γιατί τα φροντίζεις;»
Μια θαλασσιά ξενιτειά που φούντωσε σαν δάσος κυμάτων ξερνώντας παιδικά ναυάγια, είδε στα μάτια των ανθρώπων, κι ας ήταν το πιο απλό πράγμα του κόσμου η φιλοξενία τριών παιδιών.
Πρωί. Πρωί και βράδυ, ραδιοφωνικές συχνότητες συντονισμένες με ειδήσεις πνιγμένων και απευθείας μεταδόσεις σκηνών θανάτου σε πελάγη ελληνικά.
Κάποιοι χαμένοι για μια καλύτερη ζωή.....
Και οι Έλληνες συνεχίζουμε. Να δουλεύουμε, να αγκομαχούμε για δανεικά και φόρους, για το αβέβαιο τέλος του μήνα ή το πώς θα εκμεταλλευτούμε αυτόν που έχει ανάγκη τη δούλεψη που του προσφέρουμε. Άλλες φορές, οργιζόμαστε άκαιρα για λάθος προορισμό και πρόσωπα, γελάμε με χαζά αστεία, περιμένουμε στις ουρές, κοιτούμε αστέρια τις νύχτες, ονειρευόμαστε πάλες μιας κυράς φορτικής που την ονομάσαμε κρίση.
Κρίση χωρίς υπηκοότητα, ταυτότητα, χρώμα και πατρίδα. Μόνο με ένα κοντέρ αβυσσαλέο να κινείται και να αναμετράται με μιαν άλλη κυρά.
Κρίση χωρίς υπηκοότητα, ταυτότητα, χρώμα και πατρίδα. Μόνο με ένα κοντέρ αβυσσαλέο να κινείται και να αναμετράται με μιαν άλλη κυρά.
Ζωή το όνομά της, κι ας το ‘χουμε διαγράψει από το προηγμένης τεχνολογίας κινητό μας.
Ζωή το όνομά της, κι ας αγγίζει φευγαλέα τον κουρασμένο ώμο μας.
Ζωή το όνομά της, κι ας ονειρευόμαστε. Γιατί όσα όνειρα τις νύχτες και τις μέρες κάνουμε, λίγα θα ‘ναι για τα παιδιά.
Φωνές και σιωπές θανάτου ήρθαν στις θάλασσές μας. Και η ντροπή βρυχάται. Άνθρωποι ακούτε;
Και δεν είναι που πεθαίνουν μόνο τα άγουρα σώματα, είναι που καθημερινά πεθαίνουν αθώες καρδιές. Είναι που και ‘μεις συνηθίσαμε. Συνηθίσαμε να μαθαίνουμε για το θεριό του θανάτου τους.
Στα όνειρά μας γινόμαστε ήλιοι.
Μερικοί μπαίνουν στα παγωμένα νερά να σώσουν.
Λιγοστοί κάθονται άπραγοι σε θρόνους ψήφων και χαρτονομισμάτων.
«Δικά σου παιδιά», της είπαν, «δεν είναι».
«Στο σπίτι σου», της είπαν, «δεν θα ‘μείνουν. Γρήγορα θα φύγουν γι αλλού. Για εκεί που ανήκουν. Γιατί τα φροντίζεις;»
Κι αν χρυσίζουν πού και πού οι ελληνικές θάλασσες, είναι που φροντίζουν εκείνες να γίνουν άξιες, βασιλικές αγκαλιές.
Άδολα πλάσματα καθημερινά πνίγονται. Μικροί Βασιλιάδες και Βασιλοπούλες που ανήκουν… σε αληθινά βασίλεια.
σ.σ. κι εγώ επειδή δεν πάω εκεί που πρέπει, κάθομαι εδώ και σας γράφω. Μπας και...
Στα όνειρά μας γινόμαστε ήλιοι.
Μερικοί μπαίνουν στα παγωμένα νερά να σώσουν.
Λιγοστοί κάθονται άπραγοι σε θρόνους ψήφων και χαρτονομισμάτων.
«Δικά σου παιδιά», της είπαν, «δεν είναι».
«Στο σπίτι σου», της είπαν, «δεν θα ‘μείνουν. Γρήγορα θα φύγουν γι αλλού. Για εκεί που ανήκουν. Γιατί τα φροντίζεις;»
Κι αν χρυσίζουν πού και πού οι ελληνικές θάλασσες, είναι που φροντίζουν εκείνες να γίνουν άξιες, βασιλικές αγκαλιές.
Άδολα πλάσματα καθημερινά πνίγονται. Μικροί Βασιλιάδες και Βασιλοπούλες που ανήκουν… σε αληθινά βασίλεια.
σ.σ. κι εγώ επειδή δεν πάω εκεί που πρέπει, κάθομαι εδώ και σας γράφω. Μπας και...
0 comments
Το μήνυμα σας