Μέρες γιορτινές και ... τρέχουμε, τρέχουμε, τρέχουμε.
Μέρες γιορτινές.
Εργαζόμαστε, αγοράζουμε, πληρώνουμε, μαγειρεύουμε, στολίζουμε… για το παιδί.
Για το παιδί που ήμασταν, για το παιδί που έχουμε, για το παιδί που θα θέλαμε.
Γράφει η Αιμιλία Πανταζή
Γιορτινές ντύθηκαν κι οι πόλεις μας. Κρεμάστηκαν λαμπιόνια στις πλατείες, μελωδίες αμάσητης τροφής αφέθηκαν απ’ τα μεγάφωνα και εκδηλώσεις φούσκες στήθηκαν εν μια νυκτί.
Οι μέρες που διανύουμε βαφτίστηκαν γιορτινές και προσκαλεστήκαμε να ακολουθήσουμε την πομπή τους.
Πρόχειρα, αδιάφορα, συμβιβαστικά με το αταίριαστο και το άψυχο μιας ανθρώπινης υπόστασης που τόσο φαίνεται έχουμε συνηθίσει.
Βάλαμε το παιδί στο κέντρο, κράχτη και διαφήμισή μας, και πήραμε ύφος προστακτικό.
Παρακολουθούσα τη γυναίκα που στεκόταν ακούνητη και αγέλαστη δίνοντας παραγγελίες στα παιδιά.
«Τρέχουμε, τρέχουμε, τρέχουμε.»
«Τρέχουμε είπαμε, δεν πάμε έτσι.»
«Δεν βλέπω ζωηράδα, τι είναι αυτό;»
«Έλα, δεν κολλάμε ο ένας στον άλλον.»
«Τρέχουμε, τρέχουμε, τρέχουμε.»
Η «εμψυχώτρια» συντόνιζε το γνωστό παιχνίδι, μουσικές καρέκλες, από απόσταση. Τα παιδιά σαν άλαλα αηδόνια ακολουθούσαν μηχανικά τις οδηγίες της. Κι ο κόσμος τριγύρω δεν αντιδρούσε στις κακοκατασκευασμένες γιορτινές μέρες. Οι άνθρωποι συνέχιζαν να ασχολούνται με όσα νομίζουν δικά τους. Λες και τα παιδιά δεν είναι παιδιά μας. Μόνα και απροστάτευτα έτρεχαν προς στην εκμετάλλευση και στην ασέβεια.
«Έλα γρήγορα, τι είναι αυτό; Πάμε να ευχαριστηθούμε το παιχνίδι μας. Περνάμε καλά; Χειροκροτήστε…»
Τα παιδιά σταμάτησαν το τρέξιμο. Λίγες παλάμες ακούμπησαν η μια την άλλη. Σιγανά. Τα παιδιά μας κάτι μας φώναξαν. Μικρόφωνο δεν κράταγαν.
Έτρεξα, έτρεξα, έτρεξα, όσο πιο μακριά μπορούσα. Για ‘κει που το παιχνίδι και η χαρά στα παιδικά μάτια δεν προστάζετε. Εμπνέεται.
0 comments
Το μήνυμα σας