Θα προσπαθήσω να μιλήσω για τον πόλεμο σήμερα, εδώ και τώρα.
Γράφει ο Χρήστος Τσαγκάρης
Ο πόλεμος των Δέντρων και της Νύχτας (Διάλεξη χωρίς ακροατήριο)
Τις προάλλες ψάχνοντας στο συρτάρι βρήκα κάποιες γραμμές που αμυδρά και μόνο θυμάμαι ότι έγραψα. Αφού όμως έπεσα πάνω σε αυτές, αισθάνομαι και την ανάγκη να ξεκινήσω με αυτές:
«Τον καιρό του μεγάλου λοιμού και του πολέμου του Δωρικού μας έσωσαν οι ελιές. Μήνες και μήνες οι εχθροί έζωναν τα τείχη που σκέπαζαν τους άρρωστους και έκρυβαν τους φοβισμένους. Κάθε πρωί παρατάσσονταν για μάχη και δεν έβρισκαν μπροστά τους κανέναν παρά εκείνα τα δέντρα.
Πόσο άραγε να μάτωσαν; Μήνες και μήνες να τους ανοίγουν πληγές πελεκώντας και έπειτα να καυτηριάζουν με τη φλόγα. Τη νύχτα που οι εχθροί έφευγαν, τα δέντρα μπάλωναν όπως μπορούσαν τις φορεσιές τους. Ο ήλιος τα έβλεπε αντιμέτωπα με τη φάλαγγα των στρατιωτών να ανεμίζουν πράσινα δόρατα. Τα έσωσαν οι ξυλένιες πανοπλίες τους. Κράτησαν ασφαλή τα νεύρα και τις φλέβες τους για να μπορούν να ριζώνουν στο χώμα και στον αιθέρα.
Τάδε έγραψα το Δείναρχος Αθηναίος…»
Θα μου πείτε βέβαια πως όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν, ανταποκρίνονται σε διαφορετικές συνθήκες και με μία λέξη θα πείτε ότι όλα αυτά δεν μιλάνε σε εμάς. Πρόθεση μου όμως είναι να πω κάτι σχετικό με εμάς. Να μιλήσω για τον πόλεμο των Δέντρων μέσα στα τείχη της πόλης; Να μιλήσω για τον πόλεμο σήμερα, εδώ και τώρα; Ναι, αυτό ακριβώς θα προσπαθήσω να κάνω.
Μπορεί να σε κρατήσει ζωντανό ένα δέντρο; Δεν το ξέρω, αλλά φαντάζομαι πως το μπορεί όπως άλλωστε κι εγώ και εσύ μπορούμε να τα κρατήσουμε στη ζωή. Και δεν σου μιλάω για κάποιον θεσμοθετημένο δρυμό. Βγες και κάνε ένα γύρο εδώ στη γειτονιά. Σου μιλάω για τις ασθενικές νεραντζιές στα παρτέρια, για τα γέρικα ψηλά δέντρα που γεμίζουν φύλλα το πεζοδρόμιο κάθε χειμώνα ή ακόμα και για τα κλαδιά που θα δεις ότι ξεπετιούνται μέσα από μια σπασμένη βιτρίνα ή μια ραγισμένη πλάκα στον πεζόδρομο.
Τα δέντρα είναι οι φύλακες μας. Αν διαβάσεις τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» θα δεις ότι 15 γέροι Αθηναίοι δεν φοβήθηκαν τον οργισμένο άρχοντα της Θήβας επειδή πίστευαν ότι θα τους προστάτευαν οι ελιές. Αστείο πράγμα να το λες και όμως εκείνοι έλεγαν ότι κάθε ελιά είναι ένας οπλισμένος στρατιώτης. Τα στενά γκριζοπράσινα φύλλα ήταν τα δόρατα τους, ενώ τα κλαδιά τους – αναρίθμητα χέρια – εκσφενδόνιζαν ανά πάσα στιγμή χιλιάδες ακόντια. Για πανοπλία είχαν τους κορμούς τους. Δεν ήταν βέβαια μέταλλα φιλοτεχνημένα στο εργαστήριο του Ηφαίστου ήταν όμως ξύλα που έφερναν πάνω τους τη μανία της βροχής, το θυμό του αέρα και τη σφραγίδα του ήλιου. Παράσημο τους θα πρέπει να ήταν το φλογισμένο άγγιγμα του κεραυνού και η παγωμένη λεπίδα του ξυλοκόπου. Όσο για τα πόδια τους, αυτά ρίζωναν στο έδαφος - πράγμα που ήταν μάλλον ιδανικό αν σκεφτείς ότι ένας πολεμιστής δεν υποχωρεί.
Θα μου πείτε ότι και πάλι για αρχαιολογίες μιλάω. Η τραγωδία όμως είναι ένα ρούχο που δεν παλιώνει από όσες γενιές και αν φορεθεί. Κουμπώνει στα μέτρα του καθενός μας ή μάλλον σιγά σιγά μας ράβει στα δικά της μέτρα. Μην γελάτε. Είναι ένας ράφτης αόρατος. Και αν δεν βλέπουμε τις κλωστές και τα βελόνια του να προχωρούν είναι γιατί έχουν ήδη καρφιτσωθεί πάνω μας.
Δεν θα μακρύνω άλλο όμως. Γιατί σήμερα μιλάμε για τον πόλεμο. Γιατί ίσως και εμείς να ζούμε αυτόν τον πόλεμο. Περπατήστε για λίγο στο δρόμο τη νύχτα. Όταν ανάβουμε τα φώτα, τότε πέφτει επισήμως η νύχτα. Τότε που η πόλη δεν είναι η αυλή του σπιτιού σου αλλά χιλιάδες ξένα φωτάκια που προσπερνούν αδιάφορα τα τζάμια του αυτοκινήτου καθώς οδηγείς τη νύχτα. Τότε που αντί για τον Ήλιο έχεις ένα ανάπηρο φεγγάρι, ανίκανο να διαλύσει παντελώς το σκοτάδι ικανό όμως να σου δείχνει πιο καθαρά τα αστέρια ψιθυρίζοντας ειρωνικά πως την ίδια ώρα που εσύ δυσφορείς οχυρωμένος πίσω από το παράθυρο σε άλλους κόσμους ξημερώνει. Ίσως να μου πεις ότι δεν είμαστε πια παιδιά και δεν υπάρχει κανένας μπαμπούλας έξω. Δεν πρέπει να μας τρομάζει η νύχτα. Και όμως το σκοτάδι σε κάνει να μισείς τη ζωή. Περπατάς γρήγορα σαν τον κλέφτη, και περνάς για κλέφτη κάθε άνθρωπο που θα βρεθεί εκεί κοντά. Όσο λογικά και να το σκέφτεσαι, η νύχτα είναι ένας πόλεμος. Πόλεμος των νεύρων γιατί ξέρεις ότι δεν θα τελειώσει. Μετά από την ανακωχή θα επανέλθει. Και σε έναν τέτοιο πόλεμο δύσκολα βρίσκεις συμμάχους. Γιατί οι πολυκατοικίες με το αμυδρό φως της εισόδου είναι σιωπηλές και σου θυμίζουν πως αυτές είναι ασφαλείς σε αντίθεση με εσένα που βρίσκεσαι εκεί έξω. Και είναι και το άλλο. Η νύχτα σου κόβει την ανάσα. Δεν θα σου δώσει οξυγόνο. Ανασαίνεις με ό,τι έχεις. Ζεις γαντζωμένος στη μνήμη της μέρας.
Η νύχτα είναι ο εχθρός που πέφτει πάνω μας. Τα δέντρα είναι οι μόνοι μας σύμμαχοι. Η νύχτα βέβαια κόβει και τον δικό τους αέρα αλλά εκείνα έχουν κάνει το κουμάντο τους. Ξέρουν να αντέχουν. Ξέρουν να δίνουν. Βγαίνουν στη μάχη με το παράγγελμα των φώτων του δρόμου. Κανένα βέβαια από τα δέντρα που ξέρουμε δεν μπορεί να φωτίσει το σκοτάδι και το αν υπάρχουν φωτεινά δέντρα έξω από την φαντασία και τον κόσμο των ποιητών δεν θα το διερευνήσουμε τώρα. Θυμηθείτε όμως την ιστορία που σας διάβασα. Κάθε βράδυ οι εχθροί εφορμούν και όλα αυτά τα φυτά στέκονται απέναντι της, έτοιμα να τους αντιμετωπίσουν. Και όλοι εμείς πίσω από τα τείχη των σπιτιών μας παλεύουμε με την αρρώστια και τον φόβο. Δεν μπορώ να προσδιορίσω την αρρώστια. Θα ξέρεις όμως ότι το σκοτάδι είναι σύμμαχος και χορηγός του πόνου. Σε αποκόβει από τον κόσμο. Πρέπει να δεις κατά πρόσωπο τον πόνο να δουλεύει εναντίον σου. Δεν είναι ότι είναι μεγάλος. Σπάνια είναι ανυπέρβλητος. Ξέρεις όμως ότι θα πρέπει να τον υπερβείς ή τουλάχιστον να τον αντέξεις μόνος. Η νύχτα σε αφήνει να πονάς χωρίς οξυγόνο.
Τα δικά μας δέντρα δεν είναι καμιά ακλόνητη φάλαγγα. Δεν νικάς με πράσινα δόρατα και καφετιές ασπίδες τη νύχτα. Τα δέντρα όμως θα σε κρατήσουν ζωντανό μέχρι το πρωί δίνοντας σου αέρα…
σ.σ. Τον Χρήστο Τσαγκάρη τον γνωρίσαμε αρχικά από τις άριστες επιδόσεις του στις Πανελλήνιες εξετάσεις το καλοκαίρι του 2015.
Λίγα λόγια περισσότερα για τον Χρήστο...
Λίγα λόγια περισσότερα για τον Χρήστο...
0 comments
Το μήνυμα σας