Μια αναπάντεχη χαρά
Το ψυγείο της Μαρίας από πέρσι ξεκίνησε να δείχνει τις κακές του διαθέσεις: Αγκομαχούσε, έβγαζε άναρχους θορύβους, η θερμοκρασία του αυξομειωνόταν με λάθος τρόπους και σε άκαιρες στιγμές.
Γράφει η Αιμιλία Πανταζή
«Πρέπει να το αλλάξω», σκεφτόταν.
Έπρεπε, αλλά το «απολύεσαι», τα δανεικά που ιεραρχούνταν και κατέληγαν σε άλλες, πιο βασικές προτεραιότητες, η ντροπή που την έκανε να αλλάζει δρόμο, όλα αυτά δεν της επέτρεπαν να δώσει στο «πρέπει» την αναγκαία υπόσταση.
Πώς να αντικρίσει η Μαρία αγαπημένους ανθρώπους που την είχαν στηρίξει; Δεν μπορούσε να τους επιστρέψει με αξιοπρέπεια τη βοήθεια. Οι δρόμοι της έχουν πάρει άλλες δρασκελιές.
«Να ‘χεις μια αναπάντεχη χαρά!» της είχε ευχηθεί για τα γενέθλιά της μια φίλη από αυτές που η χιλιομετρική απόσταση δεν ταιριάζει με την καρδιακή. Τεράστια η μια, σε θέση ανάσας η άλλη.
«Μια ακόμη νίκη της ζωής» σκέφτεται η Μαρία καθώς είχε πια μεσημεριάσει. Βάζει το παλτό της και βγαίνει. Να συναντήσει εκείνη την αναπάντεχη χαρά που της έταξαν;
Στα πεζοδρόμια οι περπατησιές των προσώπων, αγέλαστες, βιαστικές, ταλαιπωρημένες, ξεθωριασμένες. Παρατηρούσε τα ξαπλωμένα σώματα πάνω στα αυτοσχέδια κρεβάτια-δωμάτια τυλιγμένα με παλιόρουχα και χαρτόνια. Χάρτινα τα σκεπάσματα - χάρτινα και τα όνειρα.
Άκουγε πόρτες παρκαρισμένων αυτοκινήτων να ανοιγοκλείνουν με κρότο, διαλείμματα από τη δουλειά για να προλάβουν τα μαγαζιά ανοιχτά. Ένα διάλειμμα σε κάποιο προαύλιο της τράβηξε έντονα την προσοχή.
Παιδιά που παίζουν. Χαμόγελα που τρέχουν φορώντας χρωματιστά σιδεράκια. Λιλιπούτειες κορμοστασίες που λες και χόρευαν δίχως μουσική. Μόνο με τη μπαρέτα της αθωότητας και της ξεγνοιασιάς τους λικνίζονταν.
«Να ‘χεις μια αναπάντεχη χαρά!» Τα λόγια αυτά είχαν καρφωθεί σ’ ολόκληρη την ύπαρξη της Μαρίας. Ένα είχαν γίνει με το παλτό της. Πότε κρύβονταν στη μέσα τσέπη και πότε βόλταραν ως το κασκόλ της αναζητώντας φτερούγισμα.
«Οι λέξεις πρέπει να ταξιδεύουν» είπε χαμηλόπνοα η Μαρία. Τις έστειλε ως τα ρούχα των διπλανών της που περίμεναν στο φανάρι το πράσινο φως...
Είχε βραδιάσει και η Μαρία περίμενε. «Δεν μπορεί, ευχή καρδιακή ήταν…»
Με τις ίδιες σκέψεις την πήρε αργότερα ο ύπνος στο κρεβάτι της. Το παλτό της ακουμπισμένο στην πολυθρόνα, οι προπέρσινες μπότες της να ξαποσταίνουν παραδίπλα, και η ευχή πουθενά.
Ξημέρωσε. Πρώτη κίνηση να φτιάξει καφέ. Κοίταξε -από συνήθεια περισσότερο- απ’ το τζάμι του παραθύρου της. «Ο ουρανός συννέφιασε. Άρχισε να βρέχει».
Χειμώνας, και τα περισσότερα φυτά στη βεράντα της Μαρίας είχαν κοιμηθεί. Άλλα έστεκαν ξερά και τσακισμένα από το κρύο. Ένα είχε ξεφύγει απ’ τα υπόλοιπα. Έστεκε ολόρθο, στητό. Ήθελε να σμίξει με τον ουρανό. Το μοναδικό τριαντάφυλλο στη βεράντα της Μαρίας είχε ανθίσει κι ένα ελαφρύ αεράκι έδινε ανάσα στα φύλλα του.
«Τα κατάφερε ένα απλό τριαντάφυλλο, γιατί όχι και ‘γω, γιατί όχι και ‘μεις;» είπε με το φλιτζάνι στο χέρι η Μαρία, και έστειλε κάτι με τη δική της σειρά σε σένα που διαβάζεις την ιστορία της…
«Να ‘χεις μια αναπάντεχη χαρά!»
0 comments
Το μήνυμα σας