Κάνε το καλύτερο που μπορείς και τ' άλλα άστα στη ζωή
Γράφει η Αγγελική Πλουμά
Γενικά, δεν πιστεύω σε συνομωσίες ίσως γιατί δεν τις έχω δει ποτέ να λειτουργούν «από μόνες τους».
Αντίθετα, σε όλα τα πλαίσια, προσωπικό, οικογενειακό, επαγγελματικό διακρίνω έναν διαφορετικό, «μη συνωμοτικό» τρόπο, που αποδεικνύεται αποτελεσματικός. Περισσότερο από τρόπο, πρόκειται για μια διαδικασία που αποτελείται από τα εξής βήματα:
Α. Να κατανοήσω το «γιατί» θέλω κάτι ή κάποιον. Το βαθύτερο κίνητρο μου δηλαδή, και το αν αυτό προέρχεται από το κομμάτι μου που θέλει να εξελιχθεί ή από το κομμάτι που επιζητεί μια (απ` έξω συνήθως) ασφάλεια.
Αν προέρχεται από το κομμάτι που θέλει να εξελιχθεί, πιθανότατα, θα νιώθω άβολα. Το συναίσθημά μου θα μοιάζει με τρικυμισμένη θάλασσα. Ταραγμένη στην επιφάνεια, ήσυχη στο βάθος. Καράβια πολλά, οι άλλοι, θα με βεβαιώνουν πως «αυτά που λέω και θέλω δεν γίνονται» προκαλώντας ακόμα περισσότερους κλυδωνισμούς. Ο πειρασμός να με παρασύρουν στη δυναμική τους είναι μεγάλος εκτός και ΑΝ θυμάμαι να ρίχνω πού και πού μια ματιά στο βυθό μου.
Πολύ συχνά, αν όχι πάντα, το κίνητρο της εξέλιξης συνδέεται με το σκοπό, την κλίση μου, την πυρηνική μου ικανότητα και απαιτεί την αναγνώριση και τη δέσμευση σ` αυτά.
Ακούγεται απλό, αλλά η αναγνώριση και η επιλογή του πραγματικού κινήτρου είναι, ίσως, το πιο δύσκολο βήμα.
Μοιάζει με την επιλογή των υλικών για να φτιάξω το αγαπημένο μου φαγητό. Την ώρα που διαλέγω τις πρώτες ύλες δεν μπορώ να κατανοήσω πλήρως και να φέρω στους γευστικούς μου κάλυκες το πώς θα είναι το φαγητό. Όμως αποφασίζω αν θα διαλέξω και αν θα πληρώσω για να έχω τα πιο φρέσκα και τα πιο υγιεινά υλικά. Αν η επιλογή των υλικών προδιαγράφει τη γεύση του φαγητού έτσι και το κίνητρο για μια δημιουργία προδιαθέτει για «τη γεύση» της δημιουργίας. Σε όλα τα επίπεδα: δημιουργικότητα, σχέσεις, επάγγελμα, κ.ά..
Β. Αφού κατανοήσω και βεβαιωθώ για το κίνητρό μου, το επόμενο βήμα είναι να ανάγω αυτό που θέλω να δημιουργήσω σε απόλυτη προτεραιότητά μου.
Απόλυτη προτεραιότητα σημαίνει ένα πράγμα: Αυτό που πάω να δημιουργήσω γίνεται, για μένα, το σπουδαιότερο πράγμα στη ζωή μου, αυτό για το οποίο ό,τι δίνω είναι επένδυση κι όχι θυσία.
Δεν μετράω το χρόνο, ούτε την προσπάθεια. «Περιέχω την αποτυχία», γιατί γνωρίζω ότι είναι τμήμα της διαδρομής.
Προσωπικά, μου θυμίζει πολύ τη διαδικασία της γενικής καθαριότητας που κάνουμε στο σπίτι. Ξεκινάμε με όρεξη, με το όραμα ενός καθαρού, τακτικού, πλήρως λειτουργικού σπιτιού. Ελπίζουμε πως μπορούμε βήμα το βήμα και χωρίς μεγάλη αναστάτωση να αποκτήσουμε αυτό «το τακτοποιημένο περιβάλλον». Σύντομα, διαπιστώνουμε το ανέφικτο αυτής της προσδοκίας, καθώς τα πράγματα αρχίζουν να στοιβάζονται αριστερά-δεξιά και να επικρατεί τέτοιο χάος που να λες «τι ήθελα και τα ’βαζα στη μέση» και «εδώ δεν πρόκειται να μπει ποτέ ξανά τάξη». Την στιγμή εκείνη μπορεί να έχουμε μια εντονότατη εσωτερική παρόρμηση να τα παρατήσουμε, να τα αναθέσουμε, να ανοίξουμε τη πόρτα και να πάμε για καφέ. Κι εδώ που τα λέμε ίσως είναι καλή ιδέα να το κάνουμε… για να αποκτήσουμε μια απόσταση από το μπέρδεμα και το χάος. Γυρίζοντας, λίγο πιο ξεκούραστοι και ανανεωμένοι, μπορούμε να οργανώσουμε, να καθαρίσουμε σταδιακά και κυρίως να πετάξουμε ότι πια δεν χρειαζόμαστε. Έτσι ω του θαύματος αποκτούμε αυτό που οραματιστήκαμε αλλά όχι, συνήθως, με τον τρόπο που το ονειρευτήκαμε. Κατά βάθος ξέραμε πάντα ότι το σπίτι είναι η έδρα, η βάση της ζωής μας. Πώς θα μπορούσαμε να ζήσουμε «χωρίς βάση; Η βάση είναι η προτεραιότητα.
Προσωπικά, μου θυμίζει πολύ τη διαδικασία της γενικής καθαριότητας που κάνουμε στο σπίτι. Ξεκινάμε με όρεξη, με το όραμα ενός καθαρού, τακτικού, πλήρως λειτουργικού σπιτιού. Ελπίζουμε πως μπορούμε βήμα το βήμα και χωρίς μεγάλη αναστάτωση να αποκτήσουμε αυτό «το τακτοποιημένο περιβάλλον». Σύντομα, διαπιστώνουμε το ανέφικτο αυτής της προσδοκίας, καθώς τα πράγματα αρχίζουν να στοιβάζονται αριστερά-δεξιά και να επικρατεί τέτοιο χάος που να λες «τι ήθελα και τα ’βαζα στη μέση» και «εδώ δεν πρόκειται να μπει ποτέ ξανά τάξη». Την στιγμή εκείνη μπορεί να έχουμε μια εντονότατη εσωτερική παρόρμηση να τα παρατήσουμε, να τα αναθέσουμε, να ανοίξουμε τη πόρτα και να πάμε για καφέ. Κι εδώ που τα λέμε ίσως είναι καλή ιδέα να το κάνουμε… για να αποκτήσουμε μια απόσταση από το μπέρδεμα και το χάος. Γυρίζοντας, λίγο πιο ξεκούραστοι και ανανεωμένοι, μπορούμε να οργανώσουμε, να καθαρίσουμε σταδιακά και κυρίως να πετάξουμε ότι πια δεν χρειαζόμαστε. Έτσι ω του θαύματος αποκτούμε αυτό που οραματιστήκαμε αλλά όχι, συνήθως, με τον τρόπο που το ονειρευτήκαμε. Κατά βάθος ξέραμε πάντα ότι το σπίτι είναι η έδρα, η βάση της ζωής μας. Πώς θα μπορούσαμε να ζήσουμε «χωρίς βάση; Η βάση είναι η προτεραιότητα.
Γ. Να είμαστε σίγουροι ότι την πολλή δουλειά δεν την γλιτώνουμε… Πολλοί εκφράζουν τις επιθυμίες και τα όνειρά τους, αλλά την ώρα της δράσης αποκοιμιούνται ή δίνουν τη δύναμή τους στο να βρουν «ένοχους» και αιτίες για να μην δράσουν. Σ` αυτούς τους χαλεπούς καιρούς που βρεθήκαμε ή διαλέξαμε, τα παραδείγματα εμφανίζονται με καταιγιστικό ρυθμό.
Φαίνεται ο αποφασισμένος να δουλέψει άνθρωπος από το βλέμμα του. Ο άνθρωπος που έχει θέσει την σαφή προτεραιότητά του και γνωρίζει πως ακόμα και στην έρημο θα βρει τα κατατόπια για λίγο νερό. Ο άνθρωπος που, κι αν λιποψυχά, δεν τα παρατάει.
Δ. Να έχουμε την εσωτερική βεβαιότητα πως αν έχουμε κάνει όλα τα παραπάνω θα ’ρθει βοήθεια… ακόμα κι από εκεί που δεν το περιμένουμε… Πες την εσύ και σύμπαν αυτή τη βοήθεια. Εγώ προτιμώ αυτό που ’λέγαν οι παππούδες μου: «αυτουνού το γινάτι θα κινήσει γη και ουρανό, αλλά στο τέλος θα τη βρει την άκρη».
Ε. Να μην ξεχνιόμαστε. Είναι εκπληκτικό το πόσοι τα παρατάμε, λίγο πριν φτάσουμε στην ολοκλήρωση του έργου μας. Λίγο πριν, «στην ουρά του γαϊδάρου», νοιώθουμε σε όλο της το μεγαλείο την πρόκληση να τα βροντήξουμε κάτω. Το σκοτάδι, όντως, είναι πιο πυκνό και βαθύ λίγο πριν την αυγή. Έτσι τεστάρει την αντοχή μας στο φως. Οι περισπασμοί, ιδιαίτερα σε αυτό το στάδιο και κυρίως σήμερα περισσότερο από ποτέ, είναι αναρίθμητοι. Γι’ αυτό και η προσοχή μας οφείλει να είναι τεταμένη και η συνείδησή μας σε επαγρύπνηση.
Μια μαθήτρια μου, σε ένα σεμινάριο, μας διηγήθηκε την ιστορία της που συνοψίζει εκπληκτικά όλη την παραπάνω διαδικασία.
«Τελείωνα το Πανεπιστήμιο, όταν αποφάσισα, στο τελευταίο έτος, να γραφτώ στη θεατρική ομάδα. Το έκανα μετά από μεγάλη προσπάθεια γιατί, εκ φύσεως είμαι πολύ ντροπαλή και μάλλον αγοραφοβική αλλά είχα βαρεθεί "να παίζω" από παιδί, μόνη μπροστά στο καθρέφτη μου. Να σκεφτείτε πως ο κυριότερος λόγος που ήθελα να σπουδάσω δεν ήταν αυτές καθ` αυτές οι σπουδές, αλλά το ότι θα άφηνα τη μικρή μου πόλη και θα ερχόμουν στην Αθήνα, όπου θα μπορούσα να βλέπω συνέχεια παραστάσεις.
Ο πρώτος καιρός στην ομάδα ήταν δύσκολος. Τα περισσότερα παιδιά ήταν μέλη από τα πρώτα χρόνια κι ένιωθα, για άλλη μια φορά στη ζωή μου, "καθυστερημένη". Όταν έμαθα από τη δασκάλα μας, την Νινέτα, μια εξαιρετική γυναίκα, πολύ ταλαντούχα αλλά και με μεγάλο απόθεμα υπομονής, έγνοιας και αγάπης για όλους μας, ότι ετοίμαζαν παράσταση για το τέλος της χρονιάς, της ξεκαθάρισα ότι δεν θα συμμετείχα κι ότι στην θεατρική ομάδα είχα γραφτεί για "προσωπικούς μου λόγους" και σε καμία περίπτωση για να παίξω μπροστά στο κοινό. Ήμουν εξοικειωμένη με την παράσταση που ετοίμαζαν καθώς λάτρευα τον Ξενόπουλο και τη "Στέλλα Βιολάντη" του, που θα ανέβαζαν και είχα θαυμάσει την Νίκη Τριανταφυλλίδη σ’ αυτό το ρόλο σε ένα παλιό τηλεοπτικό "Θέατρο της Δευτέρας". Η ομάδα μας θα την ανέβαζε σε μια νέα, σύγχρονη εκδοχή, διατηρώντας, όμως την ατμόσφαιρα του έργου. Μου έκανε εντύπωση, ότι η Νινέτα, μετά την αρχική αντίδραση δεν προσπάθησε να μου αλλάξει γνώμη. Απλά με ρώτησε "για να σιγουρευτεί για την αφοσίωσή μου" αν ήμουν πρόθυμη να μάθω το ρόλο της πρωταγωνίστριας ούτως ώστε να κάνω την υποβολέα της με έναν ουσιαστικό και όχι διεκπεραιωτικό τρόπο. Φυσικά δέχτηκα και ετοιμάστηκα "να λιώσω" στις πρόβες.
Το ρόλο στην παράσταση θα τον έπαιζε μια πανέμορφη συμμαθήτρια μου, η Φλορίτα, που ήταν και το παλιότερο μέλος της ομάδας. Σε όλη τη διάρκεια των προβών, για 8 μήνες ήμουν "στρατιώτης". Είχα δύο δασκάλες τη δασκάλα της θεατρικής ομάδας και την πρωταγωνίστρια. Δούλευα και στο σπίτι. Ήταν από τις πιο κουραστικές, δύσκολες και απαιτητικές περιόδους της ζωής μου. Φυσικά, δεν είχα ιδέα τι θα ακολουθούσε. Πολλές φορές, όμως, σ’ αυτή τη διαδικασία έπιανα τον εαυτό μου να ευχαριστεί το θεό που δεν θα έπαιζα όχι τον πρωταγωνιστικό, αλλά ούτε ρόλο κομπάρσας, καθώς έβλεπα τα άλλα παιδιά και τον αγώνα τους. Εγώ ό,τι έκανα, το έκανα εκ του ασφαλούς.
Παρ’ όλα αυτά τη μέρα της παράστασης είχα απίστευτο άγχος. Σταθήκαμε πίσω από την κουίντα μαζί με την Φλορίτα, με τη δασκάλα ανάμεσα μας, κρατώντας τα χέρια της και μαζί και τις ανάσες μας. Νόμιζα ότι ο χτύπος της καρδιάς μου ακουγόταν στην πλατεία. Την ώρα που έβγαινε η Φλορίτα, η Νινέτα, την τράβηξε προς τα μέσα και έσπρωξε εμένα στη σκηνή. Πώς λένε ότι κάποιοι πεθαίνοντας βλέπουν τη ζωή τους να περνάει μπροστά από τα μάτια τους; Εμένα αυτό μου συνέβη εκείνη τη στιγμή… Θα πέθαινα, ήμουν σίγουρη… Ήδη ήμουν σε ένα μαύρο σύννεφο, με τα πόδια μου σιγά σιγά να εγκαταλείπουν τη στήριξή μου… Και τότε άκουσα από πίσω τη φωνή της Νινέτας: "Πάμε" και τα λόγια της Φλορίτας που μου έκανε την υποβολέα. Από κει και πέρα δεν θυμάμαι τίποτε άλλο παρά μόνο τη στιγμή που υποκλίθηκα μέσα σε θορυβώδη χειροκροτήματα. Ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής μου. Και ξέρετε κάτι; Μάλλον εκείνη τη μέρα πραγματικά πέθανα, γιατί αλλιώς πώς θα ένιωθα ξανανιωμένη;»
Ο πρώτος καιρός στην ομάδα ήταν δύσκολος. Τα περισσότερα παιδιά ήταν μέλη από τα πρώτα χρόνια κι ένιωθα, για άλλη μια φορά στη ζωή μου, "καθυστερημένη". Όταν έμαθα από τη δασκάλα μας, την Νινέτα, μια εξαιρετική γυναίκα, πολύ ταλαντούχα αλλά και με μεγάλο απόθεμα υπομονής, έγνοιας και αγάπης για όλους μας, ότι ετοίμαζαν παράσταση για το τέλος της χρονιάς, της ξεκαθάρισα ότι δεν θα συμμετείχα κι ότι στην θεατρική ομάδα είχα γραφτεί για "προσωπικούς μου λόγους" και σε καμία περίπτωση για να παίξω μπροστά στο κοινό. Ήμουν εξοικειωμένη με την παράσταση που ετοίμαζαν καθώς λάτρευα τον Ξενόπουλο και τη "Στέλλα Βιολάντη" του, που θα ανέβαζαν και είχα θαυμάσει την Νίκη Τριανταφυλλίδη σ’ αυτό το ρόλο σε ένα παλιό τηλεοπτικό "Θέατρο της Δευτέρας". Η ομάδα μας θα την ανέβαζε σε μια νέα, σύγχρονη εκδοχή, διατηρώντας, όμως την ατμόσφαιρα του έργου. Μου έκανε εντύπωση, ότι η Νινέτα, μετά την αρχική αντίδραση δεν προσπάθησε να μου αλλάξει γνώμη. Απλά με ρώτησε "για να σιγουρευτεί για την αφοσίωσή μου" αν ήμουν πρόθυμη να μάθω το ρόλο της πρωταγωνίστριας ούτως ώστε να κάνω την υποβολέα της με έναν ουσιαστικό και όχι διεκπεραιωτικό τρόπο. Φυσικά δέχτηκα και ετοιμάστηκα "να λιώσω" στις πρόβες.
Το ρόλο στην παράσταση θα τον έπαιζε μια πανέμορφη συμμαθήτρια μου, η Φλορίτα, που ήταν και το παλιότερο μέλος της ομάδας. Σε όλη τη διάρκεια των προβών, για 8 μήνες ήμουν "στρατιώτης". Είχα δύο δασκάλες τη δασκάλα της θεατρικής ομάδας και την πρωταγωνίστρια. Δούλευα και στο σπίτι. Ήταν από τις πιο κουραστικές, δύσκολες και απαιτητικές περιόδους της ζωής μου. Φυσικά, δεν είχα ιδέα τι θα ακολουθούσε. Πολλές φορές, όμως, σ’ αυτή τη διαδικασία έπιανα τον εαυτό μου να ευχαριστεί το θεό που δεν θα έπαιζα όχι τον πρωταγωνιστικό, αλλά ούτε ρόλο κομπάρσας, καθώς έβλεπα τα άλλα παιδιά και τον αγώνα τους. Εγώ ό,τι έκανα, το έκανα εκ του ασφαλούς.
Παρ’ όλα αυτά τη μέρα της παράστασης είχα απίστευτο άγχος. Σταθήκαμε πίσω από την κουίντα μαζί με την Φλορίτα, με τη δασκάλα ανάμεσα μας, κρατώντας τα χέρια της και μαζί και τις ανάσες μας. Νόμιζα ότι ο χτύπος της καρδιάς μου ακουγόταν στην πλατεία. Την ώρα που έβγαινε η Φλορίτα, η Νινέτα, την τράβηξε προς τα μέσα και έσπρωξε εμένα στη σκηνή. Πώς λένε ότι κάποιοι πεθαίνοντας βλέπουν τη ζωή τους να περνάει μπροστά από τα μάτια τους; Εμένα αυτό μου συνέβη εκείνη τη στιγμή… Θα πέθαινα, ήμουν σίγουρη… Ήδη ήμουν σε ένα μαύρο σύννεφο, με τα πόδια μου σιγά σιγά να εγκαταλείπουν τη στήριξή μου… Και τότε άκουσα από πίσω τη φωνή της Νινέτας: "Πάμε" και τα λόγια της Φλορίτας που μου έκανε την υποβολέα. Από κει και πέρα δεν θυμάμαι τίποτε άλλο παρά μόνο τη στιγμή που υποκλίθηκα μέσα σε θορυβώδη χειροκροτήματα. Ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής μου. Και ξέρετε κάτι; Μάλλον εκείνη τη μέρα πραγματικά πέθανα, γιατί αλλιώς πώς θα ένιωθα ξανανιωμένη;»
Κατάλαβες; Ετοιμάσου εσύ και θα βρεθεί κάποιο χέρι, την κατάλληλη στιγμή, να σε σπρώξει για τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έφτιαξες τον εαυτό σου.
Πάμε;
σσ: το κείμενο, για τη φίλη μου τη Θάλεια...
*Η Αγγελική Πλουμά είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, ασχολείται κι είναι ταγμένη στην Ανάπτυξη του Δυναμικού Ατόμων και Οργανισμών. Εφαρμόζει κατ` αποκλειστικότητα στην Ελλάδα το πρόγραμμα ανάδειξης ταλέντων «ο Δρόμος της Πεταλούδας» και είναι συγγραφέας του σχετικού βιβλίου, «Ζωές που ξεχωρίζουν, ιστορίες που μεταμορφώνουν» (Φίλντισι, 2015) καθώς και της συλλογής διηγημάτων «Η Φωνή της Πεταλούδας». Έχει βραβευθεί σε πολλούς πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.
0 comments
Το μήνυμα σας