«Πολύς κόσμος τα τελευταία χρόνια με την κρίση μάς μπερδεύει με τους άστεγους, τους ζητιάνους ή όσους ψάχνουν στα σκουπίδια για φαγητό...»λέει ο Σπύρος, 45 ετών, στον διδάκτορα λαογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργο Κούζα.
Και συνεχίζει ο Σπύρος: «Εμείς δεν έχουμε καμιά σχέση με αυτούς. Είναι πολύ σημαντικό ότι εμείς υπάρχουμε και δουλεύουμε εδώ και δεκαετίες. Τώρα που έγινε η κρίση πρώτο θέμα και όλοι φτωχύνανε πιο πολύ, μας προσέξανε και μας βάλανε κι εμάς στην κατηγορία των δυστυχισμένων κι ας μην έχουμε σχέση με τους ζητιάνους και με όλους αυτούς. Οχι ότι έχουμε τρελά χρήματα, αλλά ζητιάνοι δεν είμαστε, με την καμία. Εμείς δουλεύουμε μέρα-νύχτα στον δρόμο, δεν ζητάμε ελεημοσύνη και τη βοήθεια κανενός»,
Ο Γιώργος Κούζας πέρασε αρκετό χρόνο με τους ρακοσυλλέκτες, ακολουθώντας τους στην καθημερινότητά τους, ενώ κατέγραψε τις απόψεις τους σε συνεντεύξεις.
Γεννημένος στην Αθήνα, σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό του στη Λαογραφία και διδακτορική διατριβή στο πεδίο της Αστικής Λαογραφίας στο ίδιο πανεπιστήμιο.
Έχει δημοσιεύσει μελέτες σε ελληνικά και διεθνή περιοδικά σχετικά με τον αστικό πολιτισμό και τα φαινόμενα της σύγχρονης περιθωριακότητας στην πόλη. Έχει συμμετάσχει ως επιστημονικός συνεργάτης σε ερευνητικά προγράμματα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Πάντειο Πανεπιστημίο.
Τα συμπεράσματά του παρουσιάστηκαν σε διεθνές συνέδριο για τις «Αφηγήσεις της κρίσης: μύθοι και πραγματικότητες». Επισημαίνει πως «μέσα από την εθνογραφική έρευνα στο πεδίο και με τη χρήση της βιογραφικής μεθόδου, μέσα από τον λόγο και τη βιωμένη εμπειρία τους, μπόρεσα να καταλήξω στο συμπέρασμα πως δεν δέχονταν την περιθωριοποίησή τους από την κοινωνία. Αντίθετα, διαπίστωσα πως οι ρακοσυλλέκτες ήταν δρώντα και δυναμικά κοινωνικά υποκείμενα, που μετείχαν ενεργά μέσα στις κοινωνικές διαδικασίες. Οι ίδιοι ενεργητικά, υπερασπίζονταν τη θέση τους μέσα στο πλαίσιο της κοινωνικής πραγματικότητας, αγωνιζόμενοι καθημερινά με την εργασία τους για να επιβιώσουν»
Ο λαογράφος παρατήρησε τα διάφορα στερεότυπα που επικρατούν για τους ρακοσυλλέκτες, «τόσο από την πλευρά των καταστηματαρχών, των κατοίκων των γειτονιών, των περαστικών κ.λπ. όσο και από τα ΜΜΕ. Συχνά συγχέονται με ομάδες που βρίσκονται στο περιθώριο, άστεγοι, ζητιάνοι κ.ά. Η υπεραπλουστευμένη αυτή οπτική οδηγεί σε μια συμψηφιστική και ισοπεδωτική εκτίμηση ατόμων και ομάδων, δημιουργεί αρνητικές κρίσεις, στερεί τα κοινωνικά υποκείμενα από τη δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού τους, ενώ τους αποδίδει χαρακτηριστικά που δεν έχουν», επισήμανε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Εφ.Συν.»
Έκανε λόγο για τα στερεότυπα που αναπαράγονται από τα ΜΜΕ.
«Ομάδες στο περιθώριο της κοινωνίας, εθνοτικές (π.χ. Ρομά) είτε κοινωνικά αποκλεισμένες (π.χ. ζητιάνοι), παρουσιάζονται συχνά ως περίπου "άβουλα όντα", που χρήζουν "φιλανθρωπικής βοήθειας". Οπτική που αδικεί αυτά τα άτομα και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού τα παρουσιάζει ως παθητικά υποκείμενα που μοιρολατρικά αποδέχονται την περιθωριοποίησή τους, χωρίς να δίνει έμφαση στον καθημερινό αγώνα τους για επιβίωση, ενώ τα απομονώνει ακόμα περισσότερο από την κοινωνική πραγματικότητα»
Ο Γιώργος Κούζας αναφέρει τη μαρτυρία του 53χρονου Τάκη:
«Αγαπάω τη δουλειά μου, απ’ αυτή θρέφω 5 στόματα. Είναι κι αυτή μια δουλειά σαν όλες τις άλλες, αν και δεν την έχουνε πολλοί για κανονική δουλειά. Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι είναι ντροπή να μαζεύεις πράματα από τον δρόμο, σου λέει: "Σκουπίδια είναι, τι αξία έχουν;". Ομως όταν κάνεις αυτή τη δουλειά 30 και βάλε χρόνια, κι εγώ μικρό παιδί ήμουνα όταν άρχισα μαζί με τον πατέρα μου, την αγαπάς, ξέρεις ότι σε θρέφει εσένα και την οικογένειά σου. Ποτέ δεν τη θεώρησα ντροπή, είναι για μένα μια δουλειά σαν όλες τις άλλες και αγαπώ αυτό που κάνω. Δηλαδή θα μου πεις "σ’ αρέσει να μαζεύεις σκουπίδια από τον δρόμο;". Το ζήτημα είναι όμως ότι δεν κλέβω, ούτε ζητιανεύω, από τη δουλειά μου ζω τίμια τη γυναίκα μου και τα τρία μου παιδιά».
Ποιοι είναι οι ρακοσυλλέκτες;
«Δεν μπορούμε να απαντήσουμε μονολεκτικά και με απόλυτη σαφήνεια στο ερώτημα ποιοι και πόσοι είναι οι ρακοσυλλέκτες στην Αθήνα σήμερα. Το σωματείο τους "ΕΡΜΗΣ", που ιδρύθηκε το 1992, ενώ κάποτε αριθμούσε 150 μέλη, σήμερα αριθμεί πάνω από 1.000.
Το ίδρυσαν Έλληνες μουσουλμάνοι που ήρθαν σταδιακά από τον Ήφαιστο και την Κομοτηνή της Θράκης, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, και συνέχιζαν κατά κύματα να έρχονται τόσο τη δεκαετία του 1970 και 1980, εγκαθιστάμενοι στις περιοχές του Βοτανικού, του Ρουφ και του Κεραμεικού.
Η πλειονότητα των ανδρών απασχολήθηκε ως ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό στον τομέα των οικοδομών και της βαριάς βιομηχανίας, ενώ οι γυναίκες εργάστηκαν κατά κύριο λόγο ως έμμισθες οικιακές εργάτριες. Αρκετοί ασχολήθηκαν και με τη συλλογή και επαναχρησιμοποίηση μετάλλων και απορριμμένων αντικειμένων κι έτσι ίδρυσαν το σωματείο.
Πάντως σήμερα, ως ρακοσυλλέκτες δεν μπορούμε να θεωρήσουμε μόνο όσους είναι μέλη του σωματείου και κατάγονται από τη Θράκη.
Η οικονομική κρίση που εξελίχθηκε σε βαθύτατη, κοινωνική και σε τελική φάση σε ανθρωπιστική κρίση, ώθησε πάρα πολλούς Έλληνες και μετανάστες, κατοίκους των αστικών κέντρων, χωρίς σταθερή εργασία, να ασχοληθούν με τη συλλογή απορριμμάτων –μετάλλων, συσκευών και αντικειμένων- που είτε τα μεταπωλούν είτε τα πηγαίνουν στα σκραπατζίδικα του Βοτανικού προς διάλυση για να πωλήσουν τα μεταλλικά εξαρτήματά τους».
Οι περιοχές που επιλέγουν
Οι ρακοσυλλέκτες επιλέγουν τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές και τις συνοικίες: Πλάκα, Κυψέλη, Παγκράτι, Πατήσια… Εκεί ζουν πολλοί ηλικιωμένοι που, όταν αποβιώσουν, συνήθως τα παιδιά τους τούς καλούν ν’ αδειάσουν το σπίτι.
Επίσης σε αυτές τις πυκνοκατοικημένες γειτονιές συχνά, οι ιδιοκτήτες θέλουν κάποιον να αναλάβει να τους αδειάσει επαγγελματικούς χώρους και οικίες.
Τα προάστια, τις μεσοαστικές και μεγαλοαστικές περιοχές δεν τις προτιμούν αφού θεωρούν ότι οι περισσότερο πλούσιοι δύσκολα πετούν στον δρόμο αντικείμενα, σε σύγκριση με τα νοικοκυριά που έχουν ένα χαμηλότερο εισόδημα και διαμένουν σε λαϊκότερες συνοικίες. Επίσης πρώτο μέλημά τους είναι η αναζήτηση των αντικειμένων και ύστερα η περισυλλογή τους. Τα Παρασκευοσαββατοκύριακα είναι ιδιαίτερα προσοδοφόρα, (μετακομίσεις, οικοδομικές εργασίες, εργασίες ανακαίνισης, καθαρισμοί καταστημάτων και σπιτιών), με αποτέλεσμα να βρίσκουν εμπόρευμα στον δρόμο. Οι μήνες της άνοιξης και του φθινοπώρου είναι κι αυτές κερδοφόρες για τους ρακοσυλλέκτες.
Ο Γιώργος Κούζας ακολουθώντας τους ρακοσυλλέκτες στην καθημερινότητά τους, αναφέρει: «Αρκετοί επιστρέφουν το απόγευμα στη γειτονιά τους (Πατήσια, Κολωνός, Σεπόλια και αλλού), όπου πολλοί δεν γνωρίζουν ότι είναι ρακοσυλλέκτες. Αρκετοί πάλι έχουν δεύτερες συμπληρωματικές μικροεργασίες, προκειμένου να συμπληρώσουν το εισόδημά τους».
Με τα λόγια των ρακοσυλλεκτών...
«Μένω στον Κολωνό. Ξεκινώ με το τρίκυκλο από το πρωί και διασχίζω όλη την Αθήνα. Περιστέρι, Πατήσια τη μια μέρα. Κυψέλη, Γαλάτσι την άλλη. Πιο πολλά πράγματα βρίσκουμε σε αυτές τις γειτονιές, τις πιο φτωχές να πούμε, γιατί ο κόσμος εκεί πετάει πράγματα. Αν πας σε πιο πλούσιους, στην Κηφισιά, να πούμε, και αλλού, σίγουρα θα βρεις πολύ λιγότερα πράγματα. Οι πλούσιοι ξέρουνε και δεν πετάνε τίποτα από τα σπίτια τους [...] Δεν έχω Σάββατα, Κυριακή, γιορτή ή Χριστούγεννα. Ακούω για διακοπές και γελάω, γιατί το μεροκάματο βρέξει-ξεβρέξει πρέπει να βγει».
«Δεν υπάρχει μέρα που να μην έχει κάποια δυσκολία. Μα θα βρω παλιά καλοριφέρ, ψυγεία, σωλήνες από σπίτια που τις πετάνε, πλυντήρια, έχουνε ένα κάρο βάρος να κουβαληθούνε να τα πάω στον Βοτανικό και στον Ταύρο να τα πουλήσω. Άμα βρω καλώδια είναι πιο εύκολα στο κουβάλημα, αλλά σου βγάνουνε το λάδι να τα ανοίξεις για να πάρεις τον χαλκό από μέσα».
σ.σ. Οι φωτογραφίες είναι του Γ. Κούζα.
Πηγές:
Πηγές:
efsyn.gr
blod.gr
0 comments
Το μήνυμα σας