Έντγκαρ Ντοκτόροου: «Το γράψιμο είναι μια κοινωνικώς αποδεκτή μορφή σχιζοφρένειας.»
«Κάθε βιβλίο τείνει να αποκτά τη δική του ταυτότητα αντί του συγγραφέα του. Μιλά για λογαριασμό δικό του, όχι για λογαριασμό σου. Κάθε βιβλίο διαφέρει από τα άλλα, γιατί δεν βάζεις σε όλα τα βιβλία την ίδια "φωνή"»
Γράφει η Ελευθερία Ρίζου
Ένας από τους σπουδαιότερους Αμερικανούς μυθιστοριογράφους του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Τα μυθιστορήματά του αφορούν συγκεκριμένα ιστορικές περιόδους: «Η Στρατιά», να σκιαγραφεί τον αμερικανικό εμφύλιο, το «Χόμερ και Λάνγκλεϊ» να χαράσσει τη μυθιστορική του πορεία ανάμεσα στον κόσμο του 20ό αιώνα, και το «City of God» να αιωρείται πάνω από το Μανχάταν του σήμερα.
Ο Έντγκαρ Λόρενς Ντοκτόροου γεννημένος στις 6 Ιανουαρίου του 1931, στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης από γονείς ρωσοεβραίους δεύτερης γενιάς, θεωρούσε πως από μικρός «ήταν» συγγραφέας. Όταν ο καθηγητής του στο γυμνάσιο ζήτησε να γράψουν οι μαθητές του για ένα σημαντικό πρόσωπο, ο Ντοκτοροου αφηγήθηκε την ιστορία ενός πορτιέρη στο Κάρνεγκι Χολ, τον οποίο λάτρευαν οι μουσικοί. Ο καθηγητής ενθουσιάστηκε από την περιγραφή, και έδωσε το γραφτό προς δημοσίευση στην εφημερίδα του σχολείου. Ο μικρός Έντγκαρ παραδέχτηκε πως ο ήρωάς του ήταν πλάσμα της επινόησής του με αποτέλεσμα να βαθμολογηθεί κάτω από τη βάση. Ωστόσο, η συγγραφική του πορεία η οποία με μαεστρία είχε την ικανότητα να διαπερνά από τη μυθοπλασία στο ρεαλισμό είχε ήδη ξεκινήσει.
Φοίτησε στο Κολέγιο Κένιον και στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.
Αργότερα δίδαξε στα πανεπιστήμια: Yale University Drama School, Princeton University, Sarah Lawrence College, University of California, New York University. Το 1984 εξελέγη μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας και του Εθνικού Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών.
Για κάποια χρόνια στην Columbia Pictures διάβαζε σενάρια, ενώ εργάστηκε ακόμη στους εκδοτικούς οίκους: New American Library και Dial Press, περισσότερο ως επιμελητής χειρογράφων. Η εμπειρία του αυτή τι τον δίδαξε;
«Πώς να διαλύω βιβλία στα εξ ων συνετέθησαν και να τα ξανασυναρμολογώ. Μαθαίνεις αξίες έτσι – την αξία της έντασης, του πώς να διατηρείς την ένταση στη σελίδα, μαθαίνεις να εντοπίζεις την αυταρέσκεια και πως δεν είναι χρήσιμη. Μαθαίνεις την ελευθερία τού να μετακινείς πράγματα εδώ κι εκεί, κάτι που ο αναγνώστης δεν κάνει ποτέ. Ο αναγνώστης βλέπει το τυπωμένο βιβλίο και τέρμα. Όταν όμως βλέπεις ως επιμελητής ένα χειρόγραφο, λες, "Μάλιστα. Αυτό είναι το κεφάλαιο είκοσι αλλά θα έπρεπε να είναι το κεφάλαιο τρία". Κινείσαι με τέτοια άνεση μέσα στο βιβλίο όπως ένας χειρουργός μέσα σε ένα ανθρώπινο σώμα, με τα αίματα και τα εντόσθια κι όλα αυτά γύρω του. Είσαι εξοικειωμένος μ’ αυτά τα υλικά, και μπορείς να τα πετάς από δω κι από κει και να λες σόκιν ανέκδοτα στις νοσοκόμες.»
Το πρώτο του βιβλίο, «Welcome to Hard Times», εκδόθηκε το 1960 και το δεύτερο, «Big as Life», έξι χρόνια αργότερα.
Ακολούθησαν κι άλλα εκδοτικά του έργα τα οποία τιμήθηκαν με το National Book Award. τα Pen/Faulkner Award και William Dean Howell Medal.
Έγραψε δοκίμια, θεατρικά έργα καθώς και το «Lamentation: 9/11», κείμενο που συνοδεύει φωτογραφίες του Ντέιβιντ Φιν με θέμα την 11η Σεπτεμβρίου. Το βιβλίο του «World's Fair» στο οποίο αφηγείται τη ζωή ενός μικρού αγοριού τη δεκαετία του '30 στη Νέα Υόρκη το έγραψε μέσα σε επτά μήνες.
«Θεωρώ ότι αυτό που συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι ο Θεός μού έκανε δώρο ένα βιβλίο» είχε δηλώσει ο Ντοκτόροου σε συνέντευξή του.
Εξομολογείται όμως πως αυτό ήταν η εξαίρεση. Δυσκολευόταννα γράψει ακόμη κι ένα απλό σημείωμα…
«Μια μέρα έτρωγα πρωινό, κι η κόρη μου η Κάρολαϊν εμφανίστηκε με το καλαθάκι για το κολατσιό της, το αδιάβροχό της, όλα της και μου είπε, "Χρειάζομαι ένα σημείωμα για να δικαιολογήσω απουσία, και το σχολικό έρχεται όπου να ’ναι". Μου έδωσε ένα σημειωματάριο και ένα μολύβι – ακόμα και ως παιδί ήταν προνοητική. Έγραψα, λοιπόν, την ημερομηνία και ξεκίνησα, "Αγαπητή κυρία Τάδε, η κόρη μου Κάρολαϊν…" και μετά σκέφτηκα, όχι, δεν είναι καλό αυτό, προφανώς πρόκειται για την κόρη μου την Κάρολαϊν… Σκίζω το χαρτί και ξαναρχίζω: "Χτες η κόρη μου…" Όχι, ούτε αυτό ήταν καλό, σαν μαρτυρική κατάθεση ήταν. Κι αυτό συνεχίστηκε μέχρι που άκουσα απ’ έξω μια κόρνα. Το παιδί ήταν σε κατάσταση πανικού. Στο πάτωμα να υπάρχει ένας σωρός από τσαλακωμένα χαρτιά και η γυναίκα μου να λέει, "Δεν το πιστεύω αυτό, δεν το πιστεύω αυτό". Μου παίρνει τότε το σημειωματάριο και το μολύβι από τα χέρια και γράφει κάτι στα γρήγορα. Εγώ προσπαθούσα να συντάξω το τέλειο σημείωμα για δικαιολόγηση απουσίας. Ήταν πολύ διαφωτιστική εμπειρία αυτή. Το γράψιμο είναι ασύλληπτα δύσκολο πράγμα. Ιδίως η μικρή φόρμα.»
Κάποιες φορές έγραφε από απελπισία…
«Στο Ράγκταϊμ, ήθελα απελπισμένα να γράψω κάτι. Κοιτούσα τον τοίχο του γραφείου μου στο σπίτι στο Νιου Ροσέλ, κι έτσι ξεκίνησα να γράφω για τον τοίχο. Έχουμε και τέτοιες μέρες κατά καιρούς εμείς οι συγγραφείς. Έπειτα έγραψα για το σπίτι που περιέχει τον τοίχο. Βλέπετε, ήταν χτισμένο το 1906, κι έτσι άρχισα να σκέφτομαι την εποχή και πώς να ήταν τότε η λεωφόρος Μπρόντγουεϊ: τα τρόλεϊ που διέσχιζαν τη λεωφόρο σε όλο της το μήκος· οι άνθρωποι που το καλοκαίρι φορούσαν άσπρα για να είναι δροσερά. Πρόεδρος ήταν ο Τέντι Ρούζβελτ. Το ένα έφερε το άλλο, κι έτσι κάπως ξεκίνησε το βιβλίο: πηγαίνοντας από την απελπισία σ’ εκείνες τις λιγοστές εικόνες.»
Το γράψιμο και η τρομερή του αλήθεια
«Το γράψιμο είναι μια κοινωνικώς αποδεκτή μορφή σχιζοφρένειας. Δικαιολογεί ένα σωρό πράγματα. Ένα από τα παιδιά μου είπε κάποτε – και ήταν τρομερή αλήθεια, και φυσικά μόνο από μικρό παιδί μπορούσε να προέρχεται κάτι τέτοιο: "Ο μπαμπάς όλο κρύβεται στο βιβλίο του"».
Προσωπική εμπειρίας και μυθοπλασία
«Ανήκω, όπως φαίνεται, σε μια γενιά που κατά κάποιον τρόπο έχασε όλες τις κρίσιμες συλλογικές εμπειρίες της εποχής μας. Ήμουν πολύ μικρός για να κατανοήσω τη Μεγάλη Ύφεση ή να πολεμήσω στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και στον πόλεμο του Βιετνάμ, ήμουν πολύ μεγάλος για να με στρατολογήσουν. Πάντοτε ήμουν μοναχικός. Ίσως έτσι εξηγείται το γιατί ενστερνίζομαι και αυτό που προσπάθησε να δείξει ο Χένρι Τζέιμς με εκείνο το υπέροχο παράδειγμα της κοπέλας που ζει μια ζωή προστατευμένη αλλά περνάει δίπλα από τους στρατώνες και ακούει αποσπάσματα από τις κουβέντες των στρατιωτών. Βάσει αυτού, έλεγε ο Τζέιμς, αν η κοπέλα είναι μυθιστοριογράφος, θα μπορέσει να πάει σπίτι της και να γράψει ένα εξαιρετικά ακριβές μυθιστόρημα περί του στρατιωτικού βίου. Πάντα με έβρισκε σύμφωνο αυτή η ιδέα. Υποτίθεται πως εμείς οι συγγραφείς έχουμε την ικανότητα να μπαίνουμε στο πετσί άλλων ανθρώπων. Υποτίθεται πως έχουμε την ικανότητα να αποδίδουμε εμπειρίες που δεν είναι δικές μας και να περιγράφουμε πιστά εποχές και τόπους που δεν έχουμε γνωρίσει. Αυτή, εξάλλου, δεν είναι και μια από τις ερμηνείες της τέχνης; η διασπορά του μαρτυρίου; Οι καθηγητές δημιουργικής γραφής λένε πάντα στους φοιτητές, "Να γράφετε για όσα γνωρίζετε". Και βέβαια, αυτό πρέπει να κάνεις, από την άλλη όμως, πού ξέρεις τι ξέρεις προτού το γράψεις; Γράφω και γνωρίζω είναι το ίδιο πράγμα. Τι ήξερε ο Κάφκα; Ήξερε από ασφάλειες; Τέτοιες συμβουλές, λοιπόν, είναι ανόητες, γιατί είναι σαν να προϋποθέτουν ότι πρέπει να έχεις πάει στον πόλεμο για να γράψεις για πόλεμο. Ε, μερικοί το έχουν κάνει, άλλοι πάλι όχι. Εγώ στη ζωή μου είχα ελάχιστες εμπειρίες. Για την ακρίβεια, προσπαθώ να αποφεύγω τις εμπειρίες όσο μπορώ. Οι περισσότερες είναι άσχημο πράγμα.»
Ο Έντγκαρ Λόρενς Ντοκτόροου πέθανε σε ηλικία 84 ετών.
Πηγές:
TANEA
dimartblog.com
0 comments
Το μήνυμα σας