Ο φίλος μου ο Μήτσος
Δημήτρη τον λένε - ο σπιτονοικοκύρης του τον βάφτισε: «Μήτσο» και σιγά σιγά όλη η γειτονιά τον φώναζε έτσι. Είναι από τη Ρουμανία.
Γράφει η Ελένη Τριβέλλα
Ήρθε εδώ πριν από είκοσι και βάλε χρόνια. Την πρώτη φορά μαζί με τη σύζυγό του. Περπατούσαν τις νύχτες και κοιμόντουσαν όπου έβρισκαν με το φως της ημέρας, της κάθε μέρας. Έφτασαν στις Σέρρες, ανέβηκαν στο λεωφορείο και τους τσάκωσαν οι αστυνομικοί, κανένα δεκάλεπτο αφότου βολεύτηκαν στο κάθισμα. Έκαναν έλεγχο διαβατηρίων, άλλους γύρευαν. Κατέληξαν σε υπόγειο κρατητήριο, πεινασμένοι, άπλυτοι, στοιβαγμένοι σαν εμπορεύματα σε κοντέινερ. Τους γύρισαν πίσω.
Ο Μήτσος ονειρευόταν από μικρό παιδί να ζήσει στην Ελλάδα. Παρακολουθούσε ελληνικές εκπομπές στην τηλεόραση, μάθαινε λέξεις, χάζευε σε βιβλία και περιοδικά, τοπία, και συνέχεια έλεγε στη μάνα του πως μια μέρα θα πάει στην Ελλάδα. Της είχε ζαλίσει τ' αυτιά τόσο πολύ που έπαψε να του δίνει την παραμικρή σημασία. Πίστευε ότι είναι ονειροπαρμένος ο γιος της. Πού καιρός για όνειρα; Άντε να γεμίσεις την κοιλιά με όνειρα!
Ξαναπροσπάθησε. Αυτή τη φορά μόνος του. Η κοπελιά του δεν τον ακολούθησε. Της φαινόταν αδύνατο να το επιχειρήσει πάλι. Δεν είχε αντοχές.
Έχει να τη δει από τότε, όπως και τα αδέρφια του, τη μητέρα του, τους φίλους και τους συγγενείς.
Μια φορά πήγε μέχρι το πούλμαν και κατέβηκε. Ούτε τους έχει επισκεφτεί, ούτε τον έχουν, παρόλο που μπορούν να ταξιδέψουν αφού η χώρα τους ανήκει στην ευρωπαϊκή ένωση.
Ο Μήτσος έχει στο μπράτσο του ένα κεφάλι λιονταριού. Τα μάτια του είναι γαλανά κι όταν χαμογελάει μοιάζει με λιοντάρι ή τουλάχιστον έτσι μου μοιάζει εμένα.
Είναι πάντα πολύ ευγενικός, σεβαστικός, πρόθυμος. Δείχνει χαρούμενος. Όλοι τον αγαπάνε. Δεν ενοχλεί κανένα. Τον εκτιμούν και τον προσκαλούν στην παρέα τους.
Ψάχνει καθημερινά το μεροκάματο. Ζει σε μια άκρη μιας άδειας αποθήκης δίχως τουαλέτα, παρέα μ' ένα σκύλο. Όταν έχει χρήματα κερνάει όλο το καφενείο. Όταν δεν έχει, εξαφανίζεται.
Ο Μήτσος είναι αλκοολικός. Δεν τρώει. Πίνει. Όσες φορές τον έχω ρωτήσει αν θέλει κάτι να φάει, αρνείται. Περιμένει την επόμενη ερώτηση:
-Μπύρα;
-Δεν λέω ποτέ όχι σε μια μπυρίτσα.
Κι ύστερα, ζωγραφίζει το γέλιο στο πρόσωπό του, γουρλώνει το θαλασσί του βλέμμα και λέει χαμηλόφωνα: «Θα μου δώσετε κι ένα τσιγαράκι κυρία Ελένη;» και σηκώνει τους ώμους του.
Μας βοηθούσε σε κάποιες εργασίες. Ήμασταν μαζί για αρκετούς μήνες από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Τον γνώρισα καλύτερα. Μιλήσαμε. Μου είπε λίγα πράγματα για τη ζωή του. Τα περισσότερα τα κατάλαβα.
Τον εμπιστευτήκαμε. Είχε τα κλειδιά. Κανόνιζε να γίνονται όλα όπως ακριβώς τα ήθελα. Ζητούσε διευκρινίσεις για να γνωρίζει με ακρίβεια. Επέπληττε τους μαστόρους, έβαζε το χεράκι του ακόμα κι εκεί που δεν χρειαζόταν. Δεν μας έλειψε ποτέ τίποτα. Δεν χάθηκε το παραμικρό ούτε κατα λάθος. Ήθελε να τελειώνει το έργο για να μην αγχώνεται και μου 'λεγε: «Να σας παραδώσω τα κλειδιά, να μην έχω έννοιες. Αυτό θέλω μόνο.»
Σχεδόν καθημερινά ήταν μεθυσμένος. Μύριζε η ανάσα του, ταξίδευαν οι λέξεις του αλλά το μυαλό του ήταν ξεκάθαρο. Αρκετές φορές με διόρθωνε σε υπολογισμούς.
Αδύνατος σε βάρος, με μια δύναμη στους ώμους και τα πόδια θαυμαστή. Σήκωνε φορτία που δύο νηφάλιοι άντρες μαζί, δυσκολεύονταν.
-Μα πώς το κάνεις αυτό; Πώς γίνεται να έχεις τόσες αντοχές πιωμένος; τρελαινόμουν και φώναζα.
- Είναι κόλπο. Ανακατεύεις τα ποτά και ισορροπείς. Από την μία τσίπουρο και ούζα, από την άλλη κρασί. Μου έστειλαν απ' το χωριό ένα κοκκινέλι, αύριο θα σου φέρω, που δεν θα χει μείνει, αποκρίθηκε.
Με τον Μήτσο γελούσαμε πολύ. Τα 'χε βάλει με τον γυψοσανιδά. Τοποθετούσε το αλφάδι στις στραβομάρες του και τον κορόιδευε. Ακόμα μου λέει, όταν θέλω να φτιάξω κάτι: «Αν το θέλετε τέλειο να ειδοποιήσετε τον γυψοσανιδά, να το τακτοποιήσει» και ο ήχος ξέφευγε κάτω απ το μουστάκι του: «χι χι χι».
Ελεύθερος άνθρωπος. Αυτό θα δήλωνα αν μου ζητούσαν να τον χαρακτηρίσω, αν έπρεπε να γράψει κάτι στην ταυτότητά του. Με όλες τις συνέπειες βέβαια, όπως την απόλυτη μοναξιά, που στους περισσότερους από μας φέρνει τρόμο και απόγνωση.
Κανείς δεν θα ανησυχήσει αν του συμβεί το οτιδήποτε. Κανείς δεν θα ψάξει να τον βρει αν χαθεί. Κανείς δεν θα του ψήσει καφέ, δεν θα τον περιμένει να επιστρέψει, δεν θα τον φροντίσει αν αρρωστήσει. Εξάλλου δεν αρρωσταίνει ποτέ. «Φεύγουν τα μικρόβια από το αλκοόλ» λέει.
Όταν τον ρώτησα κάποτε αν θα ήθελε κάποια σύντροφο στη ζωή του, αυτοσαρκάστηκε «Τι να με κάνει εμένα;» Απόλυτα συνειδητοποιημένος για ότι είναι, γι αυτό που είναι.
Τόσο ειλικρινής, τόσο ευθύς, τόσο μόνος. Και αυτοκαταστροφικός, αλλά σε ποιον πέφτει λόγος;
Πριν από λίγες μέρες πέρασε να μου πει μια καλημέρα. Έρχεται πού και πού και χωρίς να του τηλεφωνήσω ότι τον χρειάζομαι για κάτι. Σκέφτεται να φύγει, να γυρίσει πίσω. Εδώ δεν υπάρχουν πια δουλειές. Τουλάχιστον εκεί θα έχει ένα πιάτο φαγητό κι ένα κρεβάτι να κοιμάται στο πατρικό του σπίτι. Άμα το αποφασίσει, θα ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του και είμαι σίγουρη πως θα το κάνει.
- Αν φύγεις Μήτσο, θα έρθεις να μας χαιρετήσεις; ρώτησα
-Ε φυσικά, μου απάντησε, δραπέτης είμαι;
Γελάσαμε, μου 'σφιξε το χέρι κι είδα την κουρασμένη του πλάτη να απομακρύνεται.
Ξέρει πως τον θεωρώ φίλο μου, όπως κι εγώ ξέρω ότι θα ναι πάντα εκεί για μένα κι ας μου απευθύνεται ακόμα στον πληθυντικό αριθμό. Κάποια πράγματα αιωρούνται σαν δεδομένα, χωρίς λόγια, χωρίς σχόλια.
0 comments
Το μήνυμα σας