Γιατί... Μπορώ
Καθισμένη στο μικρό, άβολο σαλονάκι, παρατηρούσε τους πίνακες ζωγραφικής που κρέμονταν στους τοίχους. Έκανε ψύχρα.
Γράφει η Ελένη Τριβέλλα
Τύλιξε το φουλάρι στους ώμους της κι άλλαξε θέση. Ο κλιματισμός τη χτυπούσε στο πρόσωπο. Άκουσε τα τακούνια από τα σανδάλια της βοηθού του γιατρού,ταυτόχρονα με το όνομά της. Πετάχτηκε στον αέρα. Βιαζόταν να έπαιρνε τις απαντήσεις των εξετάσεων από ένα έλεγχο ρουτίνας και να επέστρεφε στη δουλειά της. «Περάστε, παρακαλώ» της είπε η βοηθός και την χάιδεψε στην πλάτη.
Ο γιατρός μόλις την είδε, έκλεισε το τηλέφωνο, ξεροκατάπιε, έβηξε ελαφρά και τη χαιρέτησε. «Μάλιστα, ίσως, θα μπορούσε, κάτι ανάμεσα, θα το παρακολουθούμε», κι άλλα παρόμοια μεταξύ όρων και επιστημονικών θεωριών. Της μιλούσε δίχως να την κοιτάζει, έριχνε τη ματιά του έξω από το παράθυρο, σκάλιζε με το στυλό του τα χαρτιά, πατούσε τα πλήκτρα στον υπολογιστή κι ανάθεμα αν καταλάβαινε τίποτα.
«Γιατρέ, τι λέτε;» τον διέκοψε απότομα. Εκείνος έβγαλε τα γυαλιά του, ήπιε μια γουλιά νερό και της είπε: «Έχουμε κάποιο εύρημα, δεν χρειάζεται να ανησυχήσουμε άμεσα. Οι τιμές στους δείκτες ξεφεύγουν από τα φυσιολογικά. Θα ήθελα τη Δευτέρα να εισαχθείτε στο νοσοκομείο για λεπτομερειακές εξετάσεις από ομάδα συναδέλφων. Θα τα πούμε εκεί, εκτενέστερα».
Ήταν Πέμπτη. Από αυτό το σημείο μέχρι τη στιγμή που βρέθηκε στο αυτοκίνητό της, δεν θυμάται τίποτα. Από ποια είσοδο έφυγε, αν συνάντησε κάποιον, αν συζήτησαν κάτι άλλο. Τίποτα.
Έκανε ζέστη, βγήκε από το αμάξι, πήρε ένα παγωμένο καφέ και νερό. Κάθισε στη θέση του οδηγού, έκλεισε το κινητό και γύρισε το κλειδί στη μίζα. Οδηγούσε ήρεμα, ακούγοντας μουσική. Μισάνοιξε το παράθυρο. Της άρεσε τόσο πολύ ο αέρας! Δεν έκανε σκέψεις. Δεν είχε συναισθήματα. Δεν έκλαψε. Δεν χαμογέλασε. Δεν θύμωσε. Η μοναδική γκριμάτσα που σχηματίστηκε στο πρόσωπό της ήταν αυτή της αποφυγής του ήλιου για να βλέπει καλύτερα. Και πήγαινε...πήγαινε. Πού πήγαινε;
Νύχτωνε, όταν αντίκρισε την ταμπέλα που έγραφε: «Κατερίνη». Σα να ξύπνησε από λήθαργο. Επανήλθε η όρασή της, οι αισθήσεις της. Έστριψε το τιμόνι. Βρήκε ένα μικρό ξενοδοχείο σ' ένα χωριό δίπλα στη θάλασσα. Από το δωμάτιο, η εικόνα που είχε ήταν σα να βρισκόταν σε καράβι και ταξίδευε. Προχώρησε στο μπαλκόνι. Παρήγγειλε ένα ποτό και φαγητό που δεν άγγιξε. Οι δικοί της είχαν ανησυχήσει ακραία. Το κατάλαβε από τις αναρίθμητες κλήσεις μόλις ενεργοποίησε το κινητό της.
Μίλησε πρώτα με τον σύντροφό της. Έπειτα με τον πατέρα, την αδερφή και την καλύτερή της φίλη. «Πώς είναι δυνατό να επιδιώκεις τη μοναξιά σε τόσο κρίσιμη και σοβαρή κατάσταση;» άκουσε να της λένε όλοι, έτσι ή περίπου έτσι, αλλά με αυτό το νόημα.
«Γιατί ξέρω ότι με αγαπάτε. Γιατί θα είστε πάντα δίπλα μου. Γιατί σας έχω στη ζωή μου. Γιατί αισθάνομαι γεμάτη, ολοκληρωμένη, χαρούμενη. Γιατί μπορώ.»
Τι υπέροχο αυτό το «γιατί μπορώ»! Λυτρωτικό, ειλικρινές, ανακουφιστικό, πολυτελές! Δεν κοιμήθηκε καθόλου. Όμορφη νύχτα. Ο ήχος των κυμάτων έφερνε την αλμύρα στα χείλη της.
Στη σιγαλιά και το σκοτάδι, ημερεύουν οι ψυχές. Η προσοχή εντείνεται και επικεντρώνεται σε οτιδήποτε καλύπτει ο θόρυβος της μέρας.
Ξεκίνησε να ψιθυρίζει στον εαυτό της και να του μιλάει....και να τον αγαπάει.
Σταύρωσε τα χέρια της και αγκαλιάστηκε. Ανατρίχιασε μέχρι τον αυχένα από την αγάπη που του είχε τούτη τη βραδιά. Μέχρι χρώματα είδε στη μαύρη θάλασσα, αποχρώσεις του σκούρου που δεν είχε στο παρελθόν λεπτολογήσει.
Έμεινε εκεί τρεις ημέρες. Γέμιζε, άδειαζε, βάραινε, αλάφραινε, έκλαιγε, γελούσε. Ανασυντάχτηκε αφού γκρεμίστηκε κι από τα ερείπια ξανασηκώθηκε κι έχτισε παλάτια.
Γύρισε πίσω. Την περίμεναν. Την αποζητούσαν. Είχε ομορφύνει. Είχε ψηλώσει. Έτσι της είπαν οι αγαπημένοι της. Την επομένη θα άρχιζε ένας καινούργιος κύκλος στη ζωή της. Βιαζόταν να τον κλείσει με επιτυχία.
Μου έκανε εντύπωση που τον είπε «κύκλο». Θα περίμενα να χρησιμοποιήσει λέξεις όπως «μάχη», «αγώνα», έστω «περιπέτεια». Μ' άρεσε που τον είπε: «κύκλο».
0 comments
Το μήνυμα σας