Έρνεστ Χέμινγουεϊ: Το πηγάδι και οι χυμοί σου.
Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ (Ernest Miller Hemingway) τις περισσότερες φορές έγραφε στην κρεβατοκάμαρα του σπιτιού του στο προάστιο της Αβάνας, το Σαν Φρανσίσκο ντε Πάουλα. Τι είχε πει σε συνέντευξή του το 1958;
Γράφει η Ελευθερία Ρίζου
Οι τοίχοι καλυμμένοι από άκρη σ’ άκρη με βιβλιοθήκες βαμμένες άσπρες. Βιβλία, στοίβες χαρτιών, χειρόγραφα, φυλλάδια εφημερίδων, ξεχείλιζαν μέχρι το πάτωμα καλύπτοντας τα κίτρινα πλακάκια.
Μια συνήθεια του Χέμινγουεϊ από τότε που είχε αρχίσει να δουλεύει, ήταν να στέκεται όρθιος όταν έγραφε. Μπροστά του ένα αναλόγιο στο ύψος του θώρακά του. Περνούσε στη γραφομηχανή αφού αφαιρούσε το αναλόγιο και εφόσον το γράψιμο «πήγαινε καλά και γρήγορα». Πάντα ήθελε να γίνει συγγραφέας. Έγραφε πάντα με μολύβι.
«Αν καταφέρω να λιώσω επτά μολύβια νούμερο δύο, τότε μιλάμε για μια μέρα που η δουλειά πήγε καλά.», είχε αναφέρει σε συνέντευξή του στο περιοδικό Paris Review.
«Δουλεύω πάνω σε ένα βιβλίο ή μια ιστορία, γράφω κάθε πρωί ξεκινώντας από το χάραμα. Δεν σε ενοχλεί κανείς, έχει δροσιά, ψύχρα, συγκεντρώνεσαι στη δουλειά και ζεσταίνεσαι όσο γράφεις. Διαβάζεις αυτό που έχεις γράψει και, εφόσον πάντοτε σταματάς εκεί που ξέρεις τι θα συμβεί στη συνέχεια, συνεχίζεις από εκεί. Γράφεις μέχρι που φτάνεις σε ένα σημείο που έχεις ακόμα τους "χυμούς" σου και ξέρεις τι πρόκειται να συμβεί παρακάτω, σταματάς και προσπαθείς να επιβιώσεις μέχρι την επόμενη μέρα για να ξαναρχίσεις… ... Όταν σταματάς, είσαι άδειος, και την ίδια στιγμή δεν είσαι ποτέ άδειος αλλά πλήρης, όπως όταν έχεις κάνει έρωτα με κάποιον που αγαπάς. Τίποτα δεν μπορεί να σε πληγώσει, τίποτα δεν μπορεί να σου συμβεί, τίποτα δεν έχει σημασία μέχρι την επόμενη μέρα που θα το ξανακάνεις. Εκείνο που δυσκολεύεσαι να αντέξεις είναι η προσμονή μέχρι την επόμενη μέρα.»
Έγραφε και ξαναέγραφε…
«Ξανάγραψα το τέλος του "Αποχαιρετισμός στα όπλα", την τελευταία σελίδα, τριάντα εννιά φορές μέχρι να με ικανοποιήσει.»
Θεωρούσε πώς η οικονομική ασφάλεια αποτελούσε καταστροφικό παράγοντα για την καλή συγγραφή;
«Αν έρθει νωρίς και αγαπάς τη ζωή όσο αγαπάς τη δουλειά σου, θα χρειαστεί να δείξεις ιδιαίτερη συνέπεια προς τις αρχές σου για να αντισταθείς στους πειρασμούς. Όταν πια το γράψιμο θα έχει γίνει η βασική διαστροφή και η μεγαλύτερη ευχαρίστησή σου, μόνο ο θάνατος μπορεί να σε σταματήσει να το κάνεις. Τότε, η οικονομική ασφάλεια αποτελεί μεγάλη βοήθεια, επειδή σε απαλλάσσει από τις σκοτούρες. Οι σκοτούρες καταστρέφουν την ικανότητα να γράψεις.»
Οι συμβουλές του για εξάσκηση σε επίδοξο συγγραφέα…
«Ας πούμε ότι πρέπει να πάει να κρεμαστεί, επειδή βρίσκει απίστευτα δύσκολο το να γράψει καλά. Ύστερα, πρέπει να κόψει χωρίς οίκτο το σχοινί και να πιέσει τον εαυτό του να γράψει όσο καλύτερα μπορεί για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Τουλάχιστον, θα έχει από κάπου να αρχίσει: από την ιστορία της κρεμάλας.»
Ο καθένας και το πηγάδι του…
«Ο συγγραφέας μπορεί να παραλληλιστεί με πηγάδι. Υπάρχουν τόσα πολλά είδη πηγαδιών όσοι και οι συγγραφείς. Το σημαντικό είναι να έχεις καλό νερό στο πηγάδι, και είναι προτιμότερο να αντλείς μιαν ορισμένη ποσότητα σε τακτά διαστήματα, παρά να τραβήξεις όλο το νερό του πηγαδιού μέχρι να ξεραθεί κι ύστερα να περιμένεις πότε θα ξαναγεμίσει.»
Και πώς γεμίζει το πηγάδι;
«Έμαθα να βλέπω, να ακούω, να σκέφτομαι, να αισθάνομαι και να μην αισθάνομαι, και να γράφω. Το πηγάδι βρίσκεται εκεί όπου βρίσκονται οι "χυμοί" σου. Κανείς δεν ξέρει από τι είναι φτιαγμένοι, ακόμα λιγότερο εσύ ο ίδιος. Εκείνο που ξέρεις είναι αν τους έχεις ή αν πρέπει να περιμένεις για να επιστρέψουν σε σένα.»
Ο Χέμινγουεϊ εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Ταξίδεψε πολύ. Από την Κούβα μέχρι την Ελλάδα, ενώ έζησε κάποια χρόνια στο Παρίσι. Θεωρούσε το γράψιμο αυτοκαταστροφή;
«Σε καμιά περίπτωση, μολονότι η δημοσιογραφία, αφού έχει φτάσει κανείς σε ένα ορισμένο σημείο, μπορεί να γίνει η καθημερινή αυτοκαταστροφή για τον σοβαρό, δημιουργικό συγγραφέα.»
Στο Παρίσι του ’20 δεν είχε καμία αίσθηση «συντροφικότητας» με άλλους συγγραφής και καλλιτέχνες.
«Τρέφαμε σεβασμό ο ένας για τον άλλο. Σεβόμουν πολλούς ζωγράφους, κάποιους συνομήλικούς μου, άλλους μεγαλύτερους –τον Γκρι, τον Πικάσο, τον Μπρακ, τον Μονέ- και λίγους συγγραφείς: Τον Τζόις, τον Έζρα, την καλή Στάιν…»
Τι μαθαίνει κανείς για τη συγγραφή από τους συγγραφείς;
«Όταν κάνεις παρέα με ανθρώπους του σιναφιού σου, συνήθως μιλάς για τα βιβλία άλλων συγγραφέων. Όσο καλύτεροι είναι οι συγγραφείς, τόσο λιγότερο μιλάνε για αυτά που έχουν γράψει οι ίδιοι. Ο Τζόις ήταν πάρα πολύ καλός συγγραφέας και εξηγούσε τι έκανε μονάχα στους βλάκες. Οι άλλοι συγγραφείς που τους σεβόταν έπρεπε να είναι σε θέση να καταλάβουν τι έκανε με το να το διαβάζουν.»
Κάποτε έπαιξε μουσική. Για ένα ολόκληρο χρόνο η μητέρα του δεν τον πήγε σχολείο για να μελετήσει τσέλο. Κάποιος έπαιζε βιολί, η αδελφή του βιόλα και η μητέρα του πιάνο. «Το καημένο το τσέλο! Δεν πιστεύω να υπήρξε χειρότερος τσελίστας στον κόσμο από μένα. Φυσικά, εκείνη τη χρονιά είχα την άνεση να κάνω κι άλλα πράγματα.»
Δεν αποκαλύπτει τι άλλα πράγματα έκανε μικρός, μα παραδέχεται πως «όσα βιβλία έπεφταν στα χέρια του τα διάβαζε ακατάπαυστα. Έκανε πάντα τις προμήθειές του…»
Τους εφιάλτες του ο Χέμινγουεϊ όπως και τους εφιάλτες των άλλων ανθρώπων τους ξέρει. Όμως, δεν χρειάζεται να τους γράψει.
«Οτιδήποτε μπορείς να παραλείψεις το οποίο ξέρεις ότι δεν παύεις να έχεις στο γράψιμο, θα αναδειχθεί παρ’ όλα αυτά ως αξία στο έργο σου. Όταν ο συγγραφέας παραλείπει πράγματα που δεν γνωρίζει, φαίνονται σαν τρύπες στη γραφή του.»
Το πρώτο του μυθιστόρημα «Ο ήλιος ανατέλλει ξανά» το άρχισε στη Βαλένθια τη μέρα των γενεθλίων του, 21 Ιουλίου.
«Η Χάντλεϊ, η γυναίκα μου, κι εγώ είχαμε πάει από νωρίς στη Βαλένθια για να βρούμε καλά εισιτήρια για τη Feria που άρχιζε στις 24 Ιουλίου. Όλοι οι συνομήλικοί μου είχαν γράψει κι από ένα μυθιστόρημα, ενώ εγώ πάσχιζα ακόμα να γράψω μια παράγραφο. Έτσι, άρχισα το βιβλίο στα γενέθλιά μου, έγραψα όσο διαρκούσε το φεστιβάλ Feria, το πρωί στο κρεβάτι, μετά πήγα στη Μαδρίτη και συνέχισα εκεί το γράψιμο.»
Στην Μαδρίτη, μια μέρα που αναβλήθηκαν οι ταυρομαχίες του Σαν Ισίντρο λόγω χιονόπτωσης έγραψε και άλλα διηγήματα: «Φονιάδες», «Σήμερα είναι Παρασκευή»...
«Είχα τόσους πολλούς χυμούς, που πίστευα πως ίσως τρελαινόμουν, και είχα άλλες έξι ιστορίες να γράψω. Έτσι, ντύθηκα και περπάτησα ως το Φόρνος, στο παλιό καφέ των ταυρομάχων, ήπια ένα καφέ κι ύστερα γύρισα κι έγραψα τους "Δέκα Ινδιάνους" … … Είχα ξεχάσει να φάω κι ένας σερβιτόρος μού έφερε στο δωμάτιο λίγο βακαλάο, μια μικρή μπριζόλα και τηγανητές πατάτες, μαζί με ένα μπουκάλι Βαλντεπένιας.»
Κάποιες φορές ο Χέμινγουεϊ γνώριζε την ιστορία. Άλλες φορές την έπλαθε καθώς έγραφε.
«Όλα αλλάζουν όσο προχωράει. Κι αν η κίνηση είναι αργή και η ιστορία δεν φαίνεται να προχωράει, πάντα υπάρχει αλλαγή και πάντα υπάρχει κίνηση.»
Μέσα σε αυτή την αέναη κίνηση πλάθονται και οι χαρακτήρες. Πραγματικοί ή φανταστικοί;
«Κάποιοι προέρχονται από την πραγματική ζωή. Κατά κύριο λόγο επινοείς ανθρώπους από τη γνώση, την κατανόηση και τα βιώματα που έχεις από ανθρώπους.»
Μήπως «επίπεδοι» και «στρογγυλοί» χαρακτήρες;
«Όταν περιγράφεις κάποιον, η περιγραφή είναι επίπεδη, όπως είναι μια φωτογραφία, και από τη δική μου οπτική γωνία αυτό συνιστά αποτυχία. Όταν τον επινοείς από όσα ξέρεις, θα πρέπει να έχει όλες τις διαστάσεις.»
Το παγόβουνο, ο γέρος και η θάλασσα.
«Προσπαθώ να γράφω βάσει της αρχής του παγόβουνου. Για κάθε κομμάτι που είναι εμφανές, τα υπόλοιπα επτά όγδοα είναι κάτω από το νερό. Ό,τι ξέρεις, μπορείς να το απαλείψεις, και αυτό μόνο πιο στέρεο κάνει το παγόβουνό σου… … "Ο γέρος και η θάλασσα" θα μπορούσε να είναι πάνω από χίλιες σελίδες και να υπάρχουν στο βιβλίο όλοι οι χωριανοί ένας προς ένα, όλες οι διαδικασίες γύρω από το πώς έβγαζαν τα προς το ζην, πώς γεννιόντουσαν, πώς μορφώνονται, πώς αποκτούσαν παιδιά και ούτω καθεξής. Αυτό το κάνουν εξαιρετικά και πετυχημένα άλλοι συγγραφείς. Στο γράψιμο, περιορίζεσαι από ό,τι έχει ήδη γίνει ικανοποιητικά. Γι΄ αυτό, προσπάθησα να μάθω να κάνω κάτι άλλο. Πρώτα, προσπάθησα να απαλείψω οτιδήποτε άχρηστο που δεν βοηθούσε στη μετάδοση εμπειρίας στον αναγνώστη ή την αναγνώστρια, έτσι που όταν αυτός ή αυτή διαβάσει ένα συγκεκριμένο κομμάτι, αυτό να γίνεται μέρος των δικών του ή των δικών της βιωμάτων και να μοιάζει σαν να έχει πραγματικά συμβεί. Είναι πολύ δύσκολο να το πετύχεις και δούλεψα πολύ σκληρά με αυτό τον γνώμονα.»
Σε κείνη τη συνέντευξη ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20 αιώνα είχε απαντήσει σε πολλά. Ο δημοσιογράφος, Τζόρτζ Πλίμπτον τού είχε κάνει την τελευταία ερώτηση:
«Τέλος, ένα θεμελιώδες ερώτημα: Ως δημιουργικός συγγραφέας, ποια νομίζετε πως είναι η λειτουργία της τέχνης σας; Γιατί προτιμάτε μια απεικόνιση της πραγματικότητας αντί της ίδιας της πραγματικότητας;»
«Γιατί να με προβληματίσει ένα τέτοιο δίλημμα; Από τα πράγματα που έχουν συμβεί, από τα πράγματα όπως υφίστανται, από όλα τα πράγματα που ξέρεις και από όλα εκείνα που δεν μπορείς να ξέρεις, φτιάχνεις κάτι με τη βοήθεια της επινοητικότητάς σου, το οποίο δεν είναι μια απεικόνιση αλά ένα εντελώς καινούργιο πράγμα, πιο πραγματικό από οτιδήποτε πραγματικό και ζωντανό, και του δίνεις ζωή, και αν το κάνεις αρκετά καλό, του προσφέρεις την αθανασία. Γι’ αυτό γράφεις και για κανέναν άλλο λόγο που γνωρίζεις. Όμως, τι γίνεται με όλους εκείνους τους λόγους που κανένας δεν γνωρίζει;»
Η συνέντευξη είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Paris Review - Τεύχος 18, 1958
0 comments
Το μήνυμα σας