Έψαχνε τρόπο διαφυγής.
Ξύπνησε μέσα στη μαύρη νύχτα. Πετάχτηκε στον αέρα. Τρέμουλο απ' τα μαλλιά μέχρι τα νύχια, βάρος, ασήκωτο βάρος, πίεση στο στήθος, πάγος με άχνα στο δέρμα, ταχυκαρδία, πνίξιμο, καυτή ανάσα, ζεματιστά όλα τα εσωτερικά όργανα, δύσπνοια.
Γράφει η Ελένη Τριβέλλα
Δεν είχε κουράγιο να φωνάξει. Προσπάθησε. Με τσιριχτή φωνή, βραχνή σαν υπόκωφη βοή που έφτασε στ' αυτιά του συντρόφου της που βρίσκονταν δέκα εκατοστά μακριά. Νόμιζε πως είχε πυρετό, πως παραλογιζόταν από τον πυρετό. Τη σκέπασε εκείνος με τρεις κουβέρτες, λίγο αργότερα κι ένα πάπλωμα. Κοιμήθηκαν.
Ο καρδιολόγος και ο πνευμονολόγος, ύστερα από ένα μεγάλο κύκλο εξετάσεων, κατέληξαν πως δεν υπήρχε εύρημα. Και ο αιματολόγος.
Το ξέχασαν για μισή βδομάδα.
Τα συμπτώματα επέστρεψαν. Είχαν και παρέα κλάματα. Κλάματα με λυγμούς που δεν σταματούσαν, δεν τελείωναν. Και σκέψεις κακές, απελπισία, φόβο, φόβο, πόσο φόβο!
Η Μαρία, πίστευε πως θα πεθάνει, πως πάσχει από κάποια ανίατη ασθένεια, πως θα σταματήσει η καρδιά της ξαφνικά. «Θέλει πολύ ...το μοιραίο;», έλεγε.
Αρνητισμός, καχυποψία, σενάρια... Η φαντασία της κάλπαζε. Συναντούσε δράκους, φίδια, λάκους κι αγρίμια. Στα όνειρά της κολυμπούσε σε θάλασσες μόνη της. Γυρνούσε το κεφάλι της ολόγυρα, μα πουθενά στεριά ή βρισκόταν εγκλωβισμένη σε ένα νησί-φυλακή με πέτρινους, ψηλούς τοίχους με μούχλα, κι έψαχνε τρόπο διαφυγής.
Διάγνωση ψυχίατρου: κρίσεις πανικού! Τσουβάλι τα φάρμακα σε πρώτη φάση, μέχρι να είναι σε θέση για ψυχοθεραπεία. Άρνηση. Απόλυτη άρνηση.
Έχωσε όλα τα δηλητήρια, όπως τα έλεγε, σ' ένα σακουλάκι, κι από κει σε κάποιο ντουλάπι της κουζίνας.«Εγώ, με ψυχική νόσο; Εγώ, με ψυχοφάρμακα;» Σφήνωνε το «εγώ» παντού, σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής της, γινόταν μέλι στα κατάβαθά της κι ορμούσαν μύριες σφήκες και την τσιμπούσαν. Έχασε τον ύπνο της, την συγκέντρωσή της, την όρεξή της. Μία μπουκιά φαγητό τη μασούσε δίχως να μπορεί να την καταπιεί. Κλειστός ο οισοφάγος. Αδυνάτιζε, μαύροι κύκλοι στα μάτια της, θολό το βλέμμα, ενδιαφέρον κανένα για τίποτα, ανούσια η ζωή της.
Κι ύστερα, πέρασε στην κατάθλιψη πολύ σύντομα. Ο γιατρός ανέφερε πως ήταν αναμενόμενο.
Έχωσε όλα τα δηλητήρια, όπως τα έλεγε, σ' ένα σακουλάκι, κι από κει σε κάποιο ντουλάπι της κουζίνας.«Εγώ, με ψυχική νόσο; Εγώ, με ψυχοφάρμακα;» Σφήνωνε το «εγώ» παντού, σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής της, γινόταν μέλι στα κατάβαθά της κι ορμούσαν μύριες σφήκες και την τσιμπούσαν. Έχασε τον ύπνο της, την συγκέντρωσή της, την όρεξή της. Μία μπουκιά φαγητό τη μασούσε δίχως να μπορεί να την καταπιεί. Κλειστός ο οισοφάγος. Αδυνάτιζε, μαύροι κύκλοι στα μάτια της, θολό το βλέμμα, ενδιαφέρον κανένα για τίποτα, ανούσια η ζωή της.
Κι ύστερα, πέρασε στην κατάθλιψη πολύ σύντομα. Ο γιατρός ανέφερε πως ήταν αναμενόμενο.
Όταν ο άνθρωπος δεν έχει ποιότητα ζωής, το επόμενο στάδιο είναι η κατάθλιψη...έτσι απλά.
Ξεκίνησε τα φάρμακα, αύξανε τις δόσεις με μηδενικό αποτέλεσμα. Ζύγιζε τις αρρώστιες. Παρακαλούσε να είχε καρκίνο, να μπορούσε να παλέψει. «Αυτό», όπως το βάπτισε, της άρπαξε τη δύναμη, το κουράγιο, την ελπίδα. Κόπωση απίστευτη από το κρεβάτι ως το μπάνιο, ούτε στη πιο κουραστική της ημέρα δεν είχε βαρίδια στα πόδια της.
Κι αυτό το μυαλό... βομβαρδισμός πληροφοριών, ενοχών, αυτοκατηγοριών, αυστηρής, σχεδόν άδικης αυτοκριτικής, καταστροφικών σχεδίων ή προοπτικών.
Φοβόταν την τρέλα. Την έβλεπε στο κατώφλι της να κοντοζυγώνει. Φοβόταν κι έψαχνε, να βρει μια λύση σε βιβλία, περιοδικά, εκπομπές. Συνδύαζε το καθετί, με την περίπτωσή της. Τα είχε όλα. Δημιουργούσε τα συμπτώματα. Άλλαζε συνέχεια θεραπευτές και αγωγές. Κρεμόταν από όπου έβρισκε. Και στον Θεό στράφηκε - αποζητούσε μια χαραμάδα σωτηρίας. Σκέφτηκε και την αυτοκτονία σαν λύτρωση. Απέφευγε την πολυκοσμία. Ό,τι βρισκόταν έξω από το σπίτι της, παρομοιαζόταν με φάντασμα. «Αν λιποθυμούσε και ρεζιλευόταν; Αν την επισκέπτονταν "αυτο" τη στιγμή που οδηγούσε; Αν βρισκόταν σε κλειστό χώρο και η έξοδος δεν ήταν στο οπτικό της πεδίο; Αν δεν είχε κάποιον δικό της πλάι της;»
Τρία χρόνια κράτησε το μαρτύριο. Τρία χρόνια που έμοιαζαν τρεις ζωές.
Δεν ξανακύλησε στην κατάθλιψη. Οι κρίσεις πανικού συνεχίστηκαν για πολλά χρόνια, με μικρότερη διάρκεια, με την ίδια ένταση. Έμαθε να τις αντιμετωπίζει, να τις ξεπερνάει με... κολπάκια. Μετρούσε ό,τι έβρισκε πρόχειρο, πονούσε τον εαυτό της με το λαστιχάκι για τα μαλλιά, ανάπνευε αργά με την παλάμη στην κοιλιά της, φανταζόταν λιβάδια, άκουγε κύματα και ποταμάκια, προσπαθούσε να κοροϊδέψει την προσοχή της, να την μπερδέψει, να μην σκέφτεται.
Το σημαντικότερο ήταν πως έπαψε να φοβάται τον φόβο. Εκεί κρυβόταν το κλειδί.
Αγάπησε το «αυτό»! Το αγαπάει πολύ και σήμερα! Έγινε καλύτερος άνθρωπος. Κατανόησε τις ανάγκες της. Έμαθε να εκτιμάει τη στιγμή. Να ευγνωμονεί για τα καλά που έχει. Να μην θεωρεί αυτονόητο το ξημέρωμα της κάθε μέρας. Να απολαμβάνει την καθημερινότητα. Να χαμογελάει με την καρδιά της.
Έμαθε το πραγματικό νόημα της ζωής.
Το πλήρωσε φυσικά, πολύ ακριβά. Το κόστος θωράκισε την ψυχή της. Πιστέψτε με, άξιζε και το τελευταίο σεντς.
Χαλάλι!
(Το όνομα Μαρία δεν επιλέχθηκε τυχαία. Ένα πολύ κοινό όνομα συμβολίζει πως οι ψυχικές παθήσεις αφορούν όλους μας...κι ας μην μιλάει κανείς γι αυτές...στίγμα στο στίγμα της ντροπής.)
0 comments
Το μήνυμα σας