Ο Νέστορας Ισκεντέρης υπήρξε αιχμάλωτος των Τούρκων την περίοδο της πολιορκίας και της άλωσης της Πόλης.
Έλαβε μέρος στις εκστρατείες των Τούρκων, δίχως να ξεχνά την πίστη του. Αργότερα έγραψε το χρονικό του που διασώθηκε στη ρωσική γλώσσα.
Ακολουθεί απόσπασμα από το ρωσικό χρονικό: «Η Πολιορκία και η Άλωση της Πόλης» του Νέστορα Ισκεντέρη από τις εκδόσεις Κέδρος.
Πρώτες μέρες του Μαΐου. Προτροπές στον αυτοκράτορα ν’ αποχωρήσει από την Πόλη.
Ο ασεβής την ένατη μέρα διέταξε πάλι όλα του τα στρατεύματα να κάνουν έφοδο στην πόλη κι όλη την ημέρα έγινε πόλεμος και πάλι πρόσταξε να στήσουν το μεγάλο τηλεβόλο τώρα που το έφτιαξαν ακόμα καλύτερα.
Όταν τα είδαν αυτά οι άρχοντες κι ο Ιουστινιάνης έκαναν συμβούλιο μαζί με τον Πατριάρχη κι άρχισαν να λένε στον καίσαρα: «Ο άπιστος, όπως βλέπουμε, δεν σκέφτεται να υποχωρήσει κι ετοιμάζεται πάλι για μεγάλη έφοδο. Τι θα κάνουμε λοιπόν εμείς αφού δεν περιμένουμε βοήθεια από κανέναν; Πρέπει ν’ αφήσεις την πόλη και να πιάσεις ένα άλλο κατάλληλο μέρος. Τότε ο λαός σου και τ’ αδέρφια σου θα τρέξουν να σε συνδράμουν, αλλά και οι Αρβανίτες θα φοβηθούν και θα κάνουν το ίδιο. Έτσι, μπορεί κι ο άπιστος να φοβηθεί και να σηκωθεί να φύγει από την πόλη». Αυτά κι άλλα πολλά έλεγαν στον καίσαρα και του έδιναν να πάρει μαζί του τα καράβια και τα κάτεργα του Ιουστινιάνη. Ο καίσαρ πολλή ώρα σιωπούσε δακρυσμένος, έπειτα τους είπε τα ακόλουθα: «Τα καταλαβαίνω αυτά που λέτε και σας ευχαριστώ για τις συμβουλές σας ξέρω πως θα μου έβγαιναν σε καλό, γιατί πράγματι όλα αυτά μπορούν να γίνουν. Αλλά πώς να το αποφασίσω; Πώς ν’ αφήσω τον κλήρο, τους ιερούς ναούς, τον θρόνο κι όλο το λαό μου; Και τι θα πει για μένα η οικουμένη όλη, σας ικετεύω να μου απαντήσετε, τι θα πει; Όχι, κύριοί μου, όχι, καλύτερα να πεθάνω εδώ μαζί σας». Κι εγονάτισε μπροστά τους κλαίγοντας πικρά. Έκλαιγε κι ο Πατριάρχης κι όλοι οι παρόντες κι εσταμάτησαν εδώ τις ομιλίες τους για να μη μαθευτούν όλα τούτα από τον κόσμο. […]
Αφού λοιπόν επί είκοσι πέντε ημέρες εχτυπιούνταν χωρίς διακοπή, πάλι ο άπιστος είπε να στήσουν εκείνο το μεγάλο τηλεβόλο που τώρα το έζωσαν και με σιδερένια στεφάνια νομίζοντας πως έτσι θα ήταν πιο στέρεο. Κι αμέσως μόλις έριξαν την πρώτη κανονιά, έσκασε κι εσκόρπισε σε πολλά κομμάτια.[…]
Μόλις όμως ερίχτηκε το πλήθος να σκεπάσει το χαντάκι, αμέσως οι υπερασπιστές του κάστρου έβαλαν φωτιά στα φουρνέλα που είχαν ετοιμάσει στην πέρα μεριά κι εβόγγξε μεμιάς η γη σαν ένας μέγας κεραυνός κι ετινάχτηκαν ψηλά πύργοι κι άνθρωποι, μία πανίσχυρη θύελλα ως τα σύννεφα, κι άκουγες με φρίκη τον κρότο και το γκρέμισμα των πύργων, τις φωνές και τα βογγητά των ανθρώπων – κι έτρεχαν κι από τις δύο μεριές να φύγουν. Οι πολεμιστές από τα τείχη ελάκιξαν μέσα στην πόλη κι οι Τούρκοι να φύγουν μακριά από την πόλη. Κι έπεφταν από ψηλά άνθρωποι και ξύλα, άλλοι μέσα στην πόλη κι άλλοι στο εχθρικό μέρος κι εγέμισαν τα χαντάκια Τούρκους. [...]
Ο κακούργος Σουλτάνος με την πολυάριθμη φρουρά του εκοίταγε από μακριά τα όσα εγίνονταν και συλλογιζόταν τι να κάνει – όλα τ’ ασκέρια του υποχωρούσαν με τρόμο από την πόλη. Κι οι Έλληνες έβγαιναν από τα τείχη κι εσκότωναν μέσα στα χαντάκια τους Τούρκους [...]
Ο καίσαρ με τον Πατριάρχη κι όλον τον ιερό κλήρο προσεύχονταν σ’ όλες τις εκκλησίες κι ευχαριστούσαν το Θεό νομίζοντας πια ότι ετελείωσε ο πόλεμος.
Προτάσεις ειρήνης
Επί πολλές ημέρες ο ελεεινός Μαχωμέτ έκανε κι αυτός συμβούλια κι έλεγαν να σηκωθούν και να φύγουν γιατί και ο θαλάσσιος δρόμος ήταν τώρα ανοιχτός κι είχαν το φόβο ότι από παντού θα έρχονταν βοήθειες στην πόλη. [...]
Μέσα στην πόλη, ο καίσαρ με τον Πατριάρχη και μ’ όλους τους άλλους επίσης είχαν συμβούλιο και κατά δυστυχία είπαν: «Αφού ο άπιστος μένει επί τόσες ημέρες άπρακτος κι ετοιμάζεται, ας του στείλουμε πρέσβεις μήπως ειρηνέψουμε» -κι όπως είπαν, έτσι κι έκαναν. Αυτός ο πανούργος, όταν το άκουσε, εχάρηκε η ψυχή του, είπε ότι μεγάλο κακό έπαθαν μέσα στην πόλη – αποφάσισε λοιπόν ν’ αναβάλει την έφοδο κι άρχισε συνομιλίες για ειρήνη. Κι έδωκε την ακόλουθη απόκριση στους πρέσβεις: «Αφού ο καίσαρ έκανε αυτή την καλή σκέψη και θέλει ειρήνη, εγώ είμαι σ’ όλα σύμφωνος. Ας βγει, λοιπόν, ο καίσαρ από την πόλη κι ας πάει στο Μοριά, επίσης κι ο Πατριάρχης κι όλοι οι υπόλοιποι, όποιος θέλει, κανένας δεν θα πειραχτεί, κι ας μου αφήσουν την πόλη άδεια, έτσι είμαι δεχτός για μια παντοτινή ειρήνη – στο Μοριά δεν θα κατέβω, ούτε και στα νησιά του, τούτα όλα θα τα τηρήσω δίχως καμιά δολιότητα επί αιώνες. Όσοι πάλι δεν θέλουν ν’ αφήσουν την πόλη, ας μείνουν, έχουν το λόγο μου ότι κανείς δεν θα τους πειράξει στο ελάχιστο και θα είναι ανενόχλητοι».
Αυτά μαθαίνοντας ο καίσαρ κι ο Πατριάρχης κι όλοι οι άλλοι, αμέσως αναστέναξαν από τη μέση της καρδιάς του, ύψωσαν τα χέρια κι είπαν: «Λάβε μας, Κύριε, υπό τη σκέπη σου. Από το ύψος της δόξας σου βοήθησέ μας, τιμώρησε την υπεροψία αυτού του βδελυρού και σώσε την πόλη της κληρονομίας σου, γιατί δούλοι είμαστε της βασιλείας σου και πρόβατα από την ποίμνη σου, στους αγρούς σου βόσκουμε κι εμείς μαζί μ’ όλο σου το ποίμνιο – και δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε τον Ποιμένα και Οδηγό μας. Όχι Κύριε μας και βασιλέα μας, όχι, καλύτερα να πεθάνουμε όλοι εδώ στον ιερό σου οίκο και να δοξαστεί το μέγα σου όνομα». Αφού τα είπαν αυτά, πάλι άρχισαν να ετοιμάζονται για τον πόλεμο, μετανοημένοι που έστειλαν πρέσβεις στον Μαχωμέτ κι έτσι τον εθάρρεψαν να μείνει…
0 comments
Το μήνυμα σας