Πανέμορφη Έρτζι: Μια ζωή στο κόκκινο
Στις 30 Ιανουαρίου 1889 στο Μάγιερλινγκ ο διάδοχος της Αυστρίας Ροδόλφος αυτοκτονεί μαζί με την ερωμένη του Μαρία Βετσέρα, δίνοντας και την χαριστική βολή στην παραπαίουσα χιλιετή αυτοκρατορία των Αψβούργων.
Γράφει η Κάτια Κατιμερτζή
Αφήνει πίσω του την άχαρη και πανάσχημη σύζυγό του Στεφανί και την εξάχρονη κόρη του Ελισάβετ( Έρτζι). Αυτό το κοριτσάκι είχε το όνομα της διάσημης γιαγιάς της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ, από την οποία είχε κληρονομήσει το παρουσιαστικό και το χαρακτήρα της.
Παρόλο που έχασε τον πατέρα της σε μια τρυφερή ηλικία και παρόλο που είχε μια μητέρα ψυχρή και αντιπαθή στην αυτοκρατορική οικογένεια, η παιδική της ηλικία κύλισε ανέμελα και ονειρικά.
Την κηδεμονία της ανέλαβε ο παππούς της ,για τον οποίο ήταν πάντα το πιο αγαπημένο και χαϊδεμένο του εγγόνι. Δεν υπήρχε επιθυμία της που ο σκληρός κατά τα άλλα Φραγκίσκος Ιωσήφ δεν εκπλήρωνε άμεσα. Η γιαγιά της, Σίσσυ δεν ήταν το ίδιο εκδηλωτική συναισθηματικά, αλλά ήταν γεγονός πως την αγαπούσε πιο πολύ από τα άλλα της εγγόνια. Στη διαθήκη της τής άφησε ολόκληρη την προσωπική της περιουσία.
Σύντομα η ενοχλητική και αδιάφορη μητέρα εξαφανίστηκε από το προσκήνιο, αφού παντρεύτηκε για δεύτερη φορά έναν Ούγγρο κόμη και έφυγε από τη Βιέννη, αφήνοντας πίσω την κόρη της και την απόλυτη περιφρόνηση της υπόλοιπης οικογένειας.
Η Έρτζι μεγάλωσε παραχαϊδεμένη με μια προσωπικότητα σαγηνευτική, αλλά συνάμα εκρηκτική. Από τη φημισμένη γιαγιά είχε κληρονομήσει την περιφρόνηση για τους τύπους της αυτοκρατορικής αυλής, ενώ από τον πατέρα της το φιλελεύθερο μυαλό και την αντιπάθεια για τους Γερμανούς.
Το 1902 κατάφερε να πείσει τον παππού της να δώσει την συγκατάθεσή του για τον γάμο της με τον κατώτερο πρίγκιπα Otto von Windisch-Graetz, που είχε γνωρίσει σε ένα χορό. Ο Αυτοκράτορας έκανε δώρο στη νύφη διάφορα παλάτια και κτήματα, της χορήγησε ένα μόνιμο εισόδημα, ενώ της δώρισε κοσμήματα αξίας 1.000.000 δολαρίων.
Το ζευγάρι μοίραζε τη ζωή του ανάμεσα στο παλάτι της Βιέννης και στο παλάτι της Πράγας, που ο Αυτοκράτορας τους είχε δωρίσει. Δύο παιδιά ήρθαν για να μεγαλώσουν την οικογένεια αλλά όχι και την ευτυχία. Λίγο μετά τη γέννηση του δεύτερου παιδιού η Αρχιδούκισσα πληροφορήθηκε ότι ο σύζυγός της ερωτοτροπούσε με μια ηθοποιό της Πράγας. Η προσβολή ήταν βαριά.
Ο υπερήφανος χαρακτήρας της δεν της επέτρεψε να αφήσει το γεγονός να περάσει έτσι. Προσποιήθηκε ότι θα έφευγε για να επισκεφτεί τον παππού της στη Βιέννη, αλλά λίγες ώρες αργότερα επέστρεψε στο παλάτι κρατώντας ένα περίστροφο στο χέρι. Όρμησε στα διαμερίσματα του συζύγου σκοτώνοντας έναν υπηρέτη, που προσπάθησε να την εμποδίσει . Λίγο έλειψε να σκοτώσει και την ερωμένη, που από τύχη τραυματίστηκε μόνο στο μπράτσο. Η πριγκιπική μαινάδα αφοπλίστηκε, αλλά η ευτυχία αυτού του γάμου είχε τραυματιστεί για πάντα. Όπως μαντεύουμε, κανένας δεν διανοήθηκε να απαγγείλει κατηγορίες στην εγγονή του Αυτοκράτορα.
Το περιστατικό θάφτηκε αμέσως με τα κατάλληλα ανταλλάγματα και το πριγκιπικό ζεύγος κλήθηκε στη Βιέννη προς συμφιλίωση. Η Έρτζι δέχτηκε να το κάνει μην θέλοντας να ντροπιάσει παραπάνω τον γέροντα Αυτοκράτορα και την οικογένειά της. Δέχτηκε πίσω τον απογοητευτικό σύζυγο και έκανε άλλα δύο παιδιά μαζί του, αλλά ξέρετε τι λένε για το ραγισμένο γυαλί.
Ραγισμένος ήταν όμως και ο κόσμος της Ευρώπης. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήρθε σύντομα και ανέτρεψε την καθεστηκυία τάξη, που η Αυτοκρατορία αντιπροσώπευε. Η Ελισάβετ, αν και μεγαλωμένη στην αυτοκρατορική αυλή, δεν διέθετε τη συνήθη ρηχή προσωπικότητα των πριγκιπισσών. Κατανόησε πως οι καιροί άλλαζαν ανεπιστρεπτί. Έβλεπε πως νέα κράτη θα δημιουργούνταν από τα εδάφη της αυτοκρατορίας του παππού της, πως νέα και δίκαια κοινωνικά αιτήματα θα έρχονταν στο προσκήνιο. Ήθελε να ζήσει μόνη της και να προσαρμοστεί σ’ αυτόν το νέο κόσμο, παρά να μείνει προσκολλημένη στο παρελθόν. Ήταν η ώρα, λοιπόν, η αντιδραστική εγγονή της Σίσσυ να αποτινάξει οριστικά από πάνω της τις συμβατικότητες της αυτοκρατορικής αυλής.
Εγκατέλειψε το σύζυγό της και ξεκίνησε τις νομικές διαδικασίες για το διαζύγιο. Το γεγονός ότι είχε αποποιηθεί των δικαιωμάτων της στη διαδοχή του θρόνου πριν το γάμο της τής επέτρεψε να παραμείνει στην Αυστρία μετά την κατάργηση της μοναρχίας και να διατηρήσει την προσωπική της περιουσία. Ακόμη και όταν το νησί Λόκρουμ στο Ντουμπρόβνικ, που ο Φραγκίσκος Ιωσήφ της είχε κάνει δώρο στο γάμο της, αποδόθηκε με τη συνθήκη ειρήνης του Saint-Germain στο νεοϊδρυθέν βασίλειο της Σερβίας, εκείνη ισχυρίστηκε ότι αποτελούσε προσωπική της περιουσία μιας και δεν ανήκε πια στους Αψβούργους και κατάφερε να λάβει αποζημίωση 575.000 δολαρίων.
Είχε λοιπόν τα οικονομικά μέσα να συντηρηθεί. Η δικαστική μάχη ήταν μακρόχρονη και οδυνηρή. Η Ελισάβετ ήταν αποφασισμένη να προχωρήσει τη ζωή της και πριν την απόφαση του δικαστηρίου. Είχε ξεκινήσει πια να χαράσσει το δικό της δρόμο, βασισμένη στις προσωπικές της επιλογές. Το 1921 έγινε μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Αυστρίας.
Στις κομματικές συνελεύσεις και εκδηλώσεις, όπου γινόταν δεκτή πάντοτε με μεγάλο σεβασμό, γνώρισε και ερωτεύτηκε τον δάσκαλο και σοσιαλιστή πολιτικό Λέοπολντ Πέτζνεκ. Οι εξόριστοι Αψβούργοι αηδίασαν μέχρι μυελού οστών. Οι πολιτικές της πεποιθήσεις και η προσωπική της ζωή δεν βοήθησαν ούτε στην δίκη για το διαζύγιο. Οι εφημερίδες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού την παρουσίαζαν με τα μελανότερα χρώματα ως μια γυναίκα που διάγει έκλυτο βίο και συναναστρέφεται αναρχικούς και επαναστάτες.
Η δικαστική απόφαση εκδόθηκε εις βάρος της το 1924 και χρειάστηκε να παλέψει άλλα δύο χρόνια στα δικαστήρια για να κερδίσει την πλήρη επιμέλεια των παιδιών της. Είπαμε όμως πως η «κόκκινη αρχιδούκισσα»,όπως την αποκαλούσαν πια, είχε πάρει το πείσμα της γιαγιάς της. Στην αρχή το δικαστήριο τής έδωσε την επιμέλεια μόνο των δύο μεγαλύτερων παιδιών. Όταν ο δικαστικός επιμελητής παρουσιάστηκε στο κάστρο όπου διέμενε για να παραλάβει τα δύο μικρότερα παιδιά, εκείνη τον προέτρεψε να «επιστρέψει πίσω στους άθλιους που τον έστειλαν να κλέψει δύο μικρά παιδιά από τη μητέρα τους και να τους πει ότι αν ξαναεμφανιζόταν κάποιος μπροστά της θα τον μαστίγωνε.».
Οι εφημερίδες οργίασαν με τα νέα και το δικαστήριο διέταξε τέσσερις υπαλλήλους του να επιστρέψουν και να εκτελέσουν επιτέλους την απόφαση. Στο μεταξύ οι κάτοικοι και οι αρχές της πόλης όπου διέμενε εξέφρασαν τη συμπάθειά τους για την πριγκίπισσα και σχημάτισαν μιαν επιτροπή υποστήριξης. Οι εφημερίδες στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, τόσο μακριά από τα γεγονότα αλλά γεμάτες αντικομουνιστικό μένος, ανέφεραν ότι η πριγκίπισσα μαζί με τους αντιδραστικούς συντρόφους της αψηφούσαν τις δικαστικές αποφάσεις και κάθε νομιμότητα. Μέρες αργότερα οι υπάλληλοι του δικαστηρίου επανεμφανίστηκαν. Η πριγκίπισσα, που φημιζόταν για τη συνέπεια μεταξύ των λόγων και των έργων της, «όρμησε μαινόμενη, κρατώντας το βαρύ ιππικό της μαστίγιο και καταφέρνοντας αρκετά χτυπήματα στο πρόσωπο ενός από αυτούς.» Ήταν αποφασισμένη να δώσει μάχη.
Ούρλιαζε και τους προέτρεπε να γυρίσουν στους αφέντες τους, που «δεν είχαν σεβασμό ούτε για την τιμή μιας γυναίκας ούτε για τα δικαιώματα μιας μητέρας.». Οι κάτοικοι της πόλης έτρεξαν προς βοήθειά της, πήραν τους υπαλλήλους σχεδόν σηκωτούς και τους οδήγησαν στο σιδηροδρομικό σταθμό, όπου επιβιβάστηκαν στο επόμενο τρένο για τη Βιέννη εν μέσω βροχής σάπιων λαχανικών!
Το δικαστήριο προσπαθώντας να αποφύγει μια γενικευμένη αντίδραση εναντίον της κυβέρνησης με την κόκκινη αρχιδούκισσα στην πρώτη γραμμή, κάμφθηκε και της παραχώρησε την πλήρη επιμέλεια όλων των παιδιών της, ελπίζοντας ότι είχε αποφύγει τα χειρότερα.
Ούτε τότε όμως η ζωή της ηρέμησε.
Η αυτοκρατορική οικογένεια την απέφευγε. Ο σύντροφός της δεν ήταν αποδεκτός. Καθώς μεγάλωναν τα παιδιά της αντιδρούσαν στις ιδέες της μητέρας τους. Εκείνη ήθελε , όμως, να ζουν με ένα άλλο τρόπο ζωής από ό,τι ήταν συνηθισμένα. Ήθελε να μάθουν να εργάζονται και να προσφέρουν στην κοινωνία. Η αποξένωση ήταν αναπόφευκτη.
Το 1934 ο πρώην σύζυγος και ο μεγαλύτερος γιος της προσπάθησαν να την θέσουν υπό επιτροπεία, γιατί κατασπαταλούσε την προσωπική της περιουσία σε δωρεές προς το Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Αργότερα η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε, αλλά οι σχέσεις της με τα παιδιά, που πάλεψε τόσο για να κρατήσει, χειροτέρεψαν. Κανείς δεν μπορούσε να κατανοήσει γιατί μια πριγκίπισσα, εγγονή του αυτοκράτορα της Αυστρίας, ήθελε να ζήσει σαν μια κοινή θνητή. Ούτε η πολιτική κατάσταση της χώρας άφηνε περιθώρια για μια ζωή ανέφελη.
Το 1933 εγκαθιδρύθηκε στη χώρα ένα αυταρχικότατο καθεστώς υπό τον Καγκελάριο Ντόλφους, προπομπό της προσάρτησης από τους Ναζί. Ο Πέτζνεκ συνελήφθη και φυλακίστηκε για ένα χρόνο, ενώ η Ελισάβετ ανακρίθηκε από την αστυνομία αρκετές φορές.
Το 1944 ο Πέτζνεκ συνελήφθη εκ νέου από τους Ναζί και στάλθηκε στο Νταχάου από όπου ελευθερώθηκε το 1945. Μετά την απελευθέρωσή του διετέλεσε πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Ελεγκτικού Συμβουλίου ως το 1947. Το 1948 η Ελισάβετ και ο Πέτζνεκ παντρεύτηκαν στο ληξιαρχείο της Βιέννης. Οι Αψβούργοι ήξεραν ότι μπορούσαν πια να περιμένουν τα πάντα από αυτό το μαύρο πρόβατο της οικογένειας τους.
Ούτε όμως και το τέλος του πολέμου έφερε την ηρεμία. Όταν η Βιέννη ελευθερώθηκε από τα σοβιετικά στρατεύματα το σπίτι της λεηλατήθηκε. Αργότερα η περιοχή εντάχθηκε στο γαλλικό τομέα μιας και η πόλη χωρίστηκε σε τομείς όπως και το Βερολίνο. Η βίλα της επιτάχθηκε και δεν της επιτράπηκε να την πάρει πίσω παρά όταν αποχώρησαν οι συμμαχικές δυνάμεις το 1955.
Ως τότε και οι δύο υπέφεραν από διάφορα προβλήματα υγείας. Ο Λέοπολντ Πέτζνεκ πέθανε από έμφραγμα το 1956, ενώ η Ελισάβετ έπασχε από ποδάγρα.
Έζησε το υπόλοιπο της ζωής της μόνη και αποκομμένη από κάθε μέλος της οικογένειάς της, εκτρέφοντας σκύλους.
Κύκνειο άσμα μιας ζωής κατά το πλείστον αντισυμβατική ήταν η απόφαση που έλαβε λίγο πριν πεθάνει το 1963 να σφραγιστεί η βίλα της μέχρι να μπορέσουν οι αρχές του Υπουργείου Παιδείας να καταγράψουν και να παραλάβουν τα υπάρχοντά της. Είχε κληροδοτήσει στο κράτος της Αυστρίας γύρω στα 500 οικογενειακά κειμήλια, έργα τέχνης, βιβλία και προσωπικά αντικείμενα. Πίστευε ότι ήταν περιουσία του αυστριακού λαού και έπρεπε να μεταφερθούν σε μουσεία. Επιθυμία της ήταν να ταφεί δίπλα στο δεύτερο σύζυγό της σε ανώνυμο τάφο. Αυτή ήταν, λοιπόν, η «κόκκινη πριγκίπισσα» που πήδηξε έξω από τις σελίδες του παραμυθιού.
Έζησε όπως εκείνη διάλεξε, πιστή στις επιλογές της ως το τέλος. Και ίσως η συνονόματη γιαγιά Σίσσυ να μην ήταν και τόσο δυσαρεστημένη μαζί της…
0 comments
Το μήνυμα σας