Χάριετ Τζείκομπς, με τίτλο: «Γεννήθηκα σκλάβα»
«Γεννήθηκα σκλάβα, αλλά δεν το ήξερα. Το κατάλαβα μόνον αφότου πέρασαν τα πρώτα έξι ευτυχισμένα χρόνια της ζωής μου…»
Γράφει η Αιμιλία Πανταζή
Η Χάριετ Τζείκομπς γεννήθηκε στη Βόρεια Καρολίνα, την εποχή που η δουλεία ήταν νόμιμη. Ο πόλεμος της ζωής της είχε αρχίσει και παρόλο που ήταν ένα από τα πιο αδύναμα πλάσματα, ορφανή και από τους δυο γονείς της, αποφάσισε να μην υποταχθεί ποτέ. Δυστυχώς γι' αυτήν!
Έγραψε η ίδια την αυτοβιογραφία της, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1861 με το ψευδώνυμο, Λίντα Μπρεντ, θέλοντας να μειώσει το χάσμα που στέκεται ανάμεσα στις μαύρες και στις λευκές, στις σκλάβες και στις ελεύθερες, στις πλούσιες και στις φτωχές, στις «καλές» και στις «κακές γυναίκες. «Αχ, εσείς, ευτυχισμένες ελεύθερες γυναίκες. Για σας η Πρωτοχρονιά είναι μια περίοδος χαράς… τα παιδιά παίρνουν τα δώρα τους και σηκώνουν τα πρόσωπάκια τους για ένα φιλί. Είναι δικά σας και κανένας, δεν μπορεί να σας τα πάρει. Αλλά για τη σκλάβα μάνα, η μέρα της Πρωτοχρονιάς έρχεται φορτωμένη με λύπες. Κάθεται στο πάτωμα της κρύας καλύβας της κοιτώντας τα παιδιά της που την επαύριο μπορεί να της τα πάρουν και δεν είναι λίγες οι φορές που εύχεται να πεθάνουν πριν ξημερώσει.»
Οι σελίδες του βιβλίου: «Γεννήθηκα σκλάβα» γεμίζουν επώδυνα, ξαναφέρνοντας στη μνήμη τα ζοφερά χρόνια της δουλείας. Θυμάται την πρώτη φορά που τιμωρήθηκε..
«Η γιαγιά μου είχε πάρει ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια… όταν μπήκα στο δωμάτιο της κυρίας Φλιντ, τα παπούτσια μου τρίζανε πάρα πολύ. Με φώναξε κοντά της και μου ζήτησε να τα βγάλω, να μη τα ξαναφορέσω. Τα έβγαλα μαζί με τις κάλτσες μου. Έπειτα με έστειλε κάπου σε μεγάλη απόσταση για ένα θέλημα. Πηγαίνοντας στο χιόνι, αισθανόμουν τα ξυπόλητα πόδια μου να μυρμηγκιάζουν… έπεσα στο κρεβάτι σκεφτόμενη ότι την άλλη μέρα θα ήμουνα άρρωστη, μπορεί και νεκρή. Τι στενοχώρια, όταν ξύπνησα και ήμουν εντελώς καλά…»
Η εφηβεία μοιάζει κατάρα όταν είσαι σκλάβα. Και ιδίως όταν είσαι όμορφη σκλάβα. «Ο αφέντης μου άρχισε να μου ψιθυρίζει πονηρές κουβέντες στο αφτί... Ήταν πολύ επινοητικός και εύρισκε διάφορους τρόπους να πετυχαίνει τους σκοπούς του. Άλλες φορές ήταν βίαιος και έκανε τα θύματά του να τρέμουν, κι άλλες προσποιούνταν μια ευγένεια, που θεωρούσε ότι θα τα υπέτασσε. Από τα δυο, προτιμούσα τους βίαιους τρόπους του, παρά το ότι με άφηναν να τρέμω σύγκορμη…»
Στα 27 της, η Χάριετ Τζείκομπς μην αντέχοντας τον εξευτελισμό, την ταπείνωση, την απειλή και τον φόβο, δραπέτευσε από τους «ιδιοκτήτες» της με τίμημα τον αποχωρισμό από τα δυο παιδιά της.
Έζησε κρυμμένη σε ένα κρησφύγετο για εφτά ολόκληρα χρόνια, με το σώμα διπλωμένο. Η σοφίτα είχε μήκος τρία μέτρα και πλάτος δύο και κάτι. Άνοιγμα για αέρα ή φως δεν υπήρχε.
Κι όταν κατάφερε να ανοίξει ένα τετράγωνο άνοιγμα με πλευρά ενάμιση εκατοστού περίπου, παραφύλαξε να δει τα παιδιά της. Και είδε χωρίς να μπορεί να μιλήσει, να φροντίσει: «Στείλανε για το γιατρό, κι εγώ άκουγα τις φωνές και τα βογκητά του γιού μου την ώρα που του καθάριζαν τις πληγές και τις έραβαν. Τι βασανιστήριο ήταν αυτό για την καρδιά της μάνας που έπρεπε να τ’ ακούει και να μη μπορεί να τρέξει στο παιδί της!»
Το αγωνιστικό όραμα της απόδρασης και της ελευθερίας πάσχιζε να βρει τρόπους διαφυγής. Μετά από πολλές κακουχίες κατάφερε να φτάσει στις ελεύθερες πολιτείες του Βορρά, όπου την ακολούθησαν αργότερα τα δυο παιδιά της.
Ελεύθερη πλέον, η Τζέικομπς αναμείχθηκε ενεργά στον αγώνα για την κατάργηση της δουλείας και στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου επέστρεψε στο Νότο για να συμβάλει στην αποκατάσταση των μαύρων προσφύγων. «Βλέποντας όλ’ αυτά, γιατί μένετε σιωπηλοί, εσείς οι ελεύθεροι, άντρες και γυναίκες, του Βορρά; Γιατί οι γλώσσες σας κομπιάζουν μπρος στην επικράτηση του δίκαιου; Αχ, μακάρι να ήμουνα πιο ικανή! Αλλά όσο κι αν η καρδιά μου είναι γεμάτη, η πένα μου είναι αδύναμη!»
Πηγή: Χάριετ Τζεικομπς, «Γεννήθηκα σκλάβα», εκδόσεις Αιώρα.
0 comments
Το μήνυμα σας