Σούζαν Σοντάγκ: εθισμός στο ανικανοποίητο
Τα πρώτα μου βιβλία βγήκαν σχετικά εύκολα και γρήγορα. Όμως σύντομα το γράψιμο δυσκόλεψε. Ίσως γιατί η θεωρητική γνώση έπνιγε τον αυθορμητισμό μου, ίσως γιατί η πανεπιστημιακή μου δουλειά έπνιγε το συγγραφέα. Γι’ αυτό παράτησα νωρίς τα πανεπιστήμια. Είδα πολλούς να σταματούν το γράψιμο, γιατί τους ρούφηξε η διδασκαλία.
Διαβάζω πολύ και σπανίως οι αναγνώσεις μου έχουν σχέση με τα γραπτά μου. Μου αρέσει η ιστορία της τέχνης, η αρχιτεκτονική ιστορία, η μουσικολογία, τα ακαδημαϊκά βιβλία. Και η ποίηση. Κάθε καινούργιο βιβλίο εμπεριέχει δισταγμό κι αναβλητικότητα, που τα κουκουλώνω με το διάβασμα και τη μουσική. Και τα δύο με ενεργοποιούν και μου προξενούν ανυπομονησία και ενοχές που δε γράφω. Άρα τελικά με σπρώχνουν στο γράψιμο. Και επειδή λατρεύω τη φωτογραφία, δεν έχω φωτογραφική μηχανή γιατί φοβάμαι ότι θα κολλήσω και δε θα ξαναγράψω.
Δε θα ήμουν αυτή που είμαι, δε θα καταλάβαινα αυτά που καταλαβαίνω, αν δεν είχα διαβάσει. Οι Ρώσοι έθεσαν το ερώτημα του ζην στη λογοτεχνία τους. Και για μένα το αξιόλογο μυθιστόρημα είναι ανάγνωσμα ψυχής που διευρύνει την αντίληψή μου για τον κόσμο και την ανθρώπινη φύση. Η ανάγνωση δημιούργησε την εσωτερικότητά μου, το χαρακτήρα μου. Η ανάγνωση μυθιστορημάτων είναι μια απολύτως φυσιολογική δραστηριότητα.
Το γράψιμο ωστόσο μου φαίνεται πραγματικά αλλόκοτο και πιέζω τον εαυτό μου να θυμηθεί πόσο συνδέονται αυτά τα δύο. Πρώτον επειδή το γράψιμο είναι η πρακτική εφαρμογή (με ιδιαίτερη ένταση και προσοχή) της τέχνης της ανάγνωσης. Γράφεις ώστε να διαβάσεις όσα έγραψες, να δεις αν στέκουν και εφόσον ποτέ δε στέκουν με τη μία, να τα ξαναγράψεις όσες φορές χρειαστεί ώστε να φτάσεις σε κάτι που αντέχεις να διαβάσεις. Είσαι ο πρώτος σου και μάλλον ο πιο κακιασμένος σου αναγνώστης.
«Γράψιμο σημαίνει να κρίνεις τον εαυτό σου», έγραψε ο Ίψεν. Όμως, τι γίνεται αν αυτό που έγραψες με την πρώτη είναι καλό; Ναι, μερικές φορές είναι, και μάλιστα πολύ καλό. Κι αυτό, για μένα τουλάχιστον, σημαίνει ότι σε μια δεύτερη ανάγνωση ή σε προφορικό έλεγχο, διαβάζοντάς το δυνατά, μπορεί να γίνει ακόμα καλύτερο. Πάντως δεν εννοώ ότι ο συγγραφέας οφείλει να βασανίζεται και να ταλαιπωρείται για να γράψει κάτι καλό.
Ωστόσο το θέμα δεν είναι η κρίση του αναγνώστη που ίσως και να προτιμά ένα βιβλίο λιγότερο επεξεργασμένο και πιο αυθόρμητο, αλλά ο ίδιος ο συγγραφέας που εθίζεται στο ανικανοποίητο. Σκέφτεσαι: αν το έφτασα ως εδώ χωρίς ιδιαίτερο κόπο, μήπως μπορώ να το καλυτερέψω; Και συνεχίζεις. Και παρόλο που το ξαναγράψιμο και οι αναγνώσεις φαίνονται κοπιαστική δουλειά, είναι στην πραγματικότητα οι μεγαλύτερες ηδονές. Μερικές φορές είναι και οι μοναδικές ηδονές της γραφής. Αν ξεκινώντας να γράψεις έχεις κάποια ιδέα για το τι εστί λογοτεχνία, τότε μπράβο για το θάρρος σου όσο κι αν πανικοβάλλεσαι. Γιατί βουτάς σε παγωμένη λίμνη, όπως λέει ο Νίτσε. Όμως ύστερα έρχεται η ζεστασιά αφού έχεις κάτι μπροστά σου, το δουλεύεις, το επεξεργάζεσαι, το διορθώνεις.
Ας πούμε ότι σου βγήκε ένα χάος στην πρώτη γραφή. Όμως μπορείς να το διορθώσεις. Προσπαθείς να γίνεις πιο σαφής. Ή πιο βαθύς. Ή πιο εύγλωττος. Ή πιο εκκεντρικός. Προσπαθείς να είσαι ειλικρινής στην αποτύπωση του συγγραφικού σου «κόσμου». Μια εξύψωση του εαυτού σου. Θες να τραβήξεις το βιβλίο σου έξω απ’ το μυαλό σου που είναι γεμάτο βιβλία. Όπως το άγαλμα υπονοείται σε κάθε κομμάτι μάρμαρο, έτσι και το μυθιστόρημα κρύβεται στο μυαλό σου. Και προσπαθείς να το απελευθερώσεις. Να αποτυπώσεις όσα σκέφτεσαι στις σελίδες σου, να αποδώσεις τις σκέψεις με λέξεις ώστε το βιβλίο σου να πλησιάσει τους σπασμούς της ανάτασης που ένιωθες όταν το σκεφτόσουν. Διαβάζεις ξανά και ξανά τις φράσεις. Αυτό είναι το βιβλίο που γράφω; Αυτό είναι όλο; Η αμφιβολία σε υποσκάπτει. Και ίσως δεν τολμάς να ικανοποιηθείς, όμως ταυτόχρονα σου αρέσει αυτό που έγραψες. Και τσακώνεις την ηδονή σου, την ηδονή του αναγνώστη στις σελίδες σου, αυτό το κάτι πέρα απ’ την απόλαυση.
Τώρα πια το ξέρω καλά: Πρέπει να αρνηθείς πολλά και να δεχτείς να σου αφαιρέσουν άλλα τόσα, αν θες να τα καταφέρεις στο γράψιμο.
Για μένα το γράψιμο είναι μια σειρά από δικαιώματα που παραχωρείς στον εαυτό σου ώστε να εκφραστείς. Το δικαίωμα στην εφευρετικότητα. Στα άλματα. Στις πτήσεις. Στις πτώσεις. Στην εξεύρεση του προσωπικού, χαρακτηριστικού τρόπου αφήγησης, με πεισματική ευλάβεια στην αναζήτηση της εσώτερης ελευθερίας σου.
Να είσαι αυστηρός με τον εαυτό σου χωρίς να τον σακατεύεις. Να μη σταματάς πολύ συχνά για να σε διαβάσεις. Να επιτρέψεις στον εαυτό σου να σκέφτεται ότι πας καλά, ή τουλάχιστον δεν πας χάλια, έτσι ώστε να συνεχίζεις. Χωρίς να περιμένεις να σε χτυπήσει η τρελή έμπνευση.
Πάντα η έναρξη με δυσκολεύει πιο πολύ. Συχνά η μουσική αποτελεί τη μεγαλύτερή μου έμπνευση κι αν ένα βιβλίο ξεκινάει με ένα μουσικό κομμάτι, το ακούω ξανά και ξανά, μέχρι να ωριμάσει μέσα μου η πλοκή. Και πάντα όταν ξεκινάω καινούργιο βιβλίο αισθάνομαι τρομερό πανικό και δειλία. Και μόνο όταν έχω πια γράψει το ένα τρίτο του κάθε βιβλίου μου, μπορώ να κρίνω αν μου αρέσει.
Μου φαίνεται πιο εύκολο να φορώ μάσκες παρά να γράφω για μένα την ίδια. Εξάλλου το γράψιμο είναι μίμηση ζωής. Ακόμα κι αν γράφω για πραγματικά γεγονότα που βίωσα, δεν είμαι εγώ ο ρόλος μου. Παίρνω αφορμή τις εμπειρίες μου ή τις σκέψεις, τις φαντασιώσεις μου και επεκτείνω, παραλλάσσω, προσθέτω, αφήνω το ρόλο να ζητήσει τα ρούχα του κι εγώ τον ντύνω με το δικό του γούστο. Συχνά, εκ των υστέρων, διαπιστώνω ότι όσα εφευρίσκω για τους ήρωές μου είναι πιο ενδιαφέροντα απ’ την έρευνα που έκανα για να αποδώσω το ιστορικό, κοινωνικό, πολιτικό υπόβαθρο.
Είναι παράξενο αλλά η πλοκή μού «κατεβαίνει» πρώτη και το θεωρώ μεγάλο δώρο αυτό. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Κάτι ακούω, κάτι διαβάζω, κάτι βλέπω, και μου έρχονται πακέτο η πλοκή, οι σκηνές, οι χαρακτήρες, τα τοπία, οι καταστροφές. Κάτι γίνεται στο κεφάλι μου με μια ασήμαντη και συχνά ξεχασμένη αμέσως αφορμή, και το βιβλίο στήνεται. Η βάση του είναι έτοιμη νοερά και μετά εξελίσσεται μέσα απ’ τη δράση των ηρώων. Και σχεδόν πάντα το τέλος του βιβλίου επαναπροσδιορίζει την έναρξή του.
Κάποια στιγμή πέρασα μεγάλη κρίση. Έχασα την εμπιστοσύνη στον εαυτό μου γιατί πάντα πίστευα ότι ένα βιβλίο πρέπει να είναι κάτι αναγκαίο, κάτι που χωρίς αυτό δε ζεις και ότι το κάθε βιβλίο μου οφείλει να είναι καλύτερο απ’ το προηγούμενο. Βάζω αυτοτιμωρητικά όρια στον εαυτό μου και μου κάνει καλό. Όπως το ότι δεν μπορώ να γράψω αν δεν έχω τίτλο.
Ο Γέιτς είπε ότι πρέπει να διαλέξεις μεταξύ της τέλειας ζωής και της τέλειας δουλειάς. Για μένα το γράψιμο είναι ζωή και μάλιστα πολύ ιδιόρρυθμη. Φυσικά αν ζωή σημαίνει και οι άλλοι άνθρωποι, τότε ο Γέιτς έχει δίκιο. Το γράψιμο απαιτεί τεράστια απομόνωση. Για να μαλακώσω την αγριότητά της, επέλεξα να μη γράφω συνεχώς. Μ’ αρέσει να βγαίνω και να ταξιδεύω και δε γράφω όταν ταξιδεύω. Μ’ αρέσει να μιλάω, να ακούω, να κοιτάζω, να παρατηρώ, να προσέχω τους άλλους, τα όσα συμβαίνουν. Ίσως πάσχω από κάποιο σύνδρομο υπερβολικής προσοχής.
Μεγάλωσα σε μια εποχή όπου έγινε μόδα το ξεμπρόστιασμα. Πολλοί κατηγόρησαν τα ερωτικά μου αντί για τα βιβλία μου. Τους κακοφάνηκε που είπα ότι ερωτεύτηκα τρελά τέσσερις άντρες και πέντε γυναίκες στη ζωή μου. Αδιαφορώ. Έχω δίπλα μου το γιο μου κι αγαπημένους φίλους. Ίσως να έπρεπε να έχω μιλήσει περισσότερο για τη σεξουαλικότητά μου, και στα εβδομήντα ένα μου, με τον καρκίνο σε επίθεση, αναρωτιέμαι μήπως η σιωπή μου ήταν εις βάρος μου. Ίσως να ξαλάφρωνα κάποιους απ’ το κοινό μου αν μιλούσα νωρίτερα, όμως ποτέ δε σκέφτηκα να ξαλαφρώσω κανέναν εκτός κι αν υπήρχε πραγματικός κίνδυνος. Διάλεγα πάντα τη χαρά και την ηδονή – τους σεισμούς απ’ τα νταντέματα.
Όταν με ξαναχτύπησε ο καρκίνος κι αναγκάστηκα να σταματήσω το γράψιμο ενός μυθιστορήματός μου, ένας καλός μου φίλος, νιώθοντας την απόγνωση και τον τρόμο μου, προσφέρθηκε να πάρει άδεια απ’ τη δουλειά του και να έρθει να μείνει μαζί μου για όσο χρειαζόταν, ώστε να του υπαγορεύσω το υπόλοιπο κείμενο. Είχα ήδη σχεδόν τελειώσει τα πρώτα οχτώ κεφάλαια. Είχα πιάσει το ένατο και πίστευα ότι είχα στο κεφάλι μου και το δέκατο, άρα θεωρητικά έπρεπε να δεχτώ. Κι όμως. Αρνήθηκα την απίστευτα γενναιόδωρη και συγκινητική του πρόταση. Το τέλειωσα μόνη μου.
Ο καρκίνος δεν κατάφερε να νικήσει τον έρωτα της γραφής. Αυτός ο φονιάς με επισκέφτηκε πολλές φορές και τον μισώ. Όμως έμαθα να τον πολεμάω με τα δικά μου όπλα: τα βιβλία μου. Ναι, για μένα ο θάνατος είναι άδικος σαν φόνος και δεν πρόκειται ποτέ να τον παραδεχτώ.
Σούζαν Σόνταγκ (Susan Sontag), 1933-2004: Πολυβραβευμένη Αμερικανή μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος, με μεταπτυχιακά στη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία και τη θεολογία. Εργάστηκε σε πανεπιστήμια, έγραψε και σκηνοθέτησε ταινίες, ντοκιμαντέρ, θέατρο, και υπήρξε ακτιβίστρια της αριστεράς στη χώρα της και στο εξωτερικό. Χτυπήθηκε συχνά για τις ερωτικές της σχέσεις και ακόμα περισσότερο όταν μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 δήλωσε ότι «η επίθεση δεν έγινε από δειλούς αλλά για να σπάσει την αμερικανική υπεροψία της υπερδύναμης». Η Σόνταγκ παντρεύτηκε στα δεκαεφτά και χώρισε στα είκοσι πέντε της το συγγραφέα Philip Rieff, με τον οποίο απέκτησε το 1952 το γιο της, David Rieff, που συνεχίζει και το έργο της μητέρας του. Αρκετά βιβλία της έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά.
Αναδημοσίευση από diastixo.gr
0 comments
Το μήνυμα σας