Οδυσσέας Ελύτης: «Ο Κουν, ασφαλώς είναι μαθητής του Θεού των ημερών μας.»
Ο Οδυσσέας Ελύτης μιλά για τον Κάρολο Κουν, 1959.
«Ο Andre Breton υποστήριζε κάποτε, ότι αν μπορούσαμε να κάνουμε μιαν αφαίρεση από τη ζωή μας των στοιχείων που επαναλαμβάνονται ομοιότυπα κάθε μέρα και που δεν έχουν καμιά άλλη σημασία, δηλαδή αν αφαιρούσαμε τις σκηνές όπου τρώμε, όπου ντυνόμαστε, όπου συναλλασσόμαστε με τους άλλους, και συγκολλούσαμε απλά και μόνο τις υπόλοιπες, θα βλέπαμε την ίδια αυτή ζωή που θεωρούσαμε μονότονη, να αποκτά την προοπτική του ονείρου, και θα ανακαλύπταμε, καταγοητευμένοι, τις μυστηριακές σχέσεις που διέπουνε τη συνέχισή της μέσα στον κόσμο. Με έναν τρόπο ανάλογο, θα έλεγα ότι αν μπορούσε να δει κανείς την εποχή μας στη βαθύτερη ουσία της, αν αγνοούσε τα χαρακτηριστικά που συγκροτούν την πρόσοψή της και κρατούσε μονάχα τις δραματικές της στιγμές και τον διαλογικό της χαρακτήρα, θα βρισκότανε μπροστά σε ένα παράξενο έργο που η σφραγίδα της σκηνοθεσίας του θα είχε παράξενη ομοιότητα με τη σφραγίδα της σκηνοθεσίας του Καρόλου Κουν. Με αυτό δεν θέλω να πω ότι ο Θεός του ΧΧου αιώνα είναι μαθητής του Κουν, αλλά ότι ο Κουν, ασφαλώς είναι μαθητής του Θεού (θα έπρεπε ίσως να πω του Δαίμονα) των ημερών μας.
Η ζωή, ο κόσμος, οι σχέσεις των ανθρώπων οι φανερές και οι κρυφές, οι κρυφές προ πάντων, δεν υπάρχουν γι αυτόν παρά για να οργανωθούν στο ποσοστό που χρειάζεται, ώστε να ξεφύγει το φαινόμενο της ζωής από την ψυχρή παράταξη άψυχων εικόνων και να μεταβληθεί σε όνειρο και σε θαύμα. Ότι είναι οι λέξεις για τον ποιητή ή τα χρώματα για τον ζωγράφο, είναι γι αυτόν το καθημερινό, σκόρπιο υλικό της εκφραστικής των ανθρώπων. Οι κινήσεις, οι σιωπές, οι φωτισμοί, ο τόνος της φωνής και χίλια δυο άλλα, που για μας περνούν απαρατήρητα, είναι τα υλικά που του αρκούν για να ανεβάσει την πραγματικότητα στο αυθεντικό της επίπεδο, που είναι το επίπεδο της ψυχής. Τι είναι αλήθεια; Τι δεν είναι; Τι θέλει αυτή η γυναίκα που μας κοιτάζει από αντίκρυ με τα σκοτεινά και δακρυσμένα μάτια της; Αυτός ο χτύπος, έξω στο δρόμο, άραγε να σήμανε για μας; Για τη μοίρα μας; Αύριο, μεθαύριο, θα είμαστε ακόμα εδώ ή μακριά – πολύ μακριά; Θεέ μου, τι απίθανες ιστορίες κείτονται αποκοιμισμένες πίσω από αυτά τα χλωμά, κέρινα πρόσωπα των νυχτερινών λεωφορείων… Ω, ναι, μια άλλη ζωή παίζεται μέσα σε τούτη. Σαν σκοτεινή τεθλασμένη διατρέχει τις ημέρες μας, που και όταν ο ήλιος τις φωτίσει, παρατείνουν ένα σκοτάδι με πολλαπλές αποχρώσεις.
Οι άνθρωποι μίλησαν πολύ με τα πιστόλια, και αυτό, οι άξιοι δραματικοί συγγραφείς του καιρού μας το υπονοήσανε, ακόμη και όταν έβαλαν στα χείλη των ηρωίδων τους λόγια λατρείας και τρυφερότητας. Ο Κάρολος Κουν έθεσε την ευαισθησία του στην υπηρεσία της δεύτερης αυτής ζωής των έργων, που κλείνεται δυνάμει μέσα στην πρώτη. Και αυτή ζήτησε να ζωντανέψει μέσα στο στενό κύκλο της σκηνής του, που – πρέπει να το ομολογήσουμε – λειτούργησε σαν πελώριος συγκεντρωτικός φακός στα χέρια του. Σήμερα, όπως και πριν από εικοσιπέντε χρόνια, νέοι, με γυαλιστερό μαλλί και συλλογισμένα πρόσωπα τον ακολουθούνε. Ανάμεσά τους, ο ίδιος. Αυτός που τους εμπνέει, προχωρεί ανέπαφος από τη σκόνη του χρόνου, στο πρώτο σκαλοπάτι των αναζητήσεων και των προβληματισμών, με την αίγλη της νεότητας και του πάθους.
Μια μέρα, όταν εμείς περάσουμε, στους διαδρόμους και στα παρασκήνια των θεάτρων θα μιλούνε για την «εποχή του Κουν». Οι ιστορικοί θα τον τοποθετήσουνε, και δίκαια, στον αστερισμό που ανέτειλε για τον ελληνικό ορίζοντα, κάπου γύρω στα 1935, και που είχε σαν αποτέλεσμα να σημάνει βαθιές ανανεωτικές μετατοπίσεις σε όλους τους τομείς. Ήταν η στιγμή που η πεζογραφία πέρασε με μεγάλα βήματα από τους κάμπους και τα βουνά στις αστικές πολιτείες, κι από τον έναν άνθρωπο στις ομάδες των ανθρώπων με τα πολύπλοκα ψυχολογικά συμπλέγματα. Η στιγμή που η ζωγραφική εγκατέλειψε τις εικονιστικές ακολασίες για να περιοριστεί στην πλαστική ουσία των μορφών και να την εμβαθύνει. Και που η ποίηση με μια της χειρονομία, έβαλε τέρμα οριστικό στη φωνασκία και στην ωραιοπάθεια.
Ο χαμηλός τόνος και η συνειρμική του ονείρου που πρώτη αυτή εδίδαξε, πέρασε σχεδόν ταυτόχρονα στη δραματική έκφραση με πρωταγωνιστή και φορέα της τον ιδρυτή του «Θεάτρου Τέχνης» και της ομώνυμης δραματικής του Σχολής. Τα στελέχη της, οι νέοι που θα έχουν αποφοιτήσει ως τότε, όποιο δρόμο κι αν έχουνε πάρει, θα κρατούνε, φαντάζομαι στην ανάμνησή τους πέρα από αυτά τα ιστορικά και χρήσιμα, κάτι άλλο, πιο πολύτιμο ακόμη: την παροιμιώδη, την φανατική προσήλωση του Δασκάλου τους στο αυστηρό νόημα της Τέχνης. Θα τον βλέπουν, ακόμη και σε έναν άλλο κόσμο, εκεί όπου το πάθος έξω από τον χρόνο εξακολουθεί να πραγματοποιείται επ’ άπειρον, καθισμένο μπροστά σε ένα τασάκι φορτωμένο αποτσίγαρα, να παρατά ξαφνικά το μεγάλο φλιτζάνι με το διπλό καφέ του, και να πετάγεται όρθιος, κάτω από τους σαρανταπέντε προβολείς της σκηνής του, για να διορθώσει σε έναν ασήμαντο ηθοποιό μιαν ασήμαντη χειρονομία, με την ιερή αγανάκτηση εκείνου που ξέρει ότι κι αυτό το ελάχιστο ακόμη, είναι ικανό να ανατρέψει την ιδανική τάξη και τη συγκλονιστική ομορφιά του οράματός του.»
Και ο Κάρολος Κούν για το Θέατρο. Απόσπασμα από τη διάλεξη που δόθηκε στις 17 Αυγούστου 1943 για τον Όμιλο των Φίλων του «Θεάτρου Τέχνης»
«…Δεν κάνουμε θέατρο για το θέατρο. Δεν κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στο χώρο μας. Μόνος του ο καθένας είναι ανήμπορος. Μόνος του ο καθένας από σας τους πιο κοντινούς στην προσπάθειά μας, είναι ανήμπορος. Μαζί ίσως κάτι μπορέσουμε να κάνουμε. Το θέατρο, ως μορφή Τέχνης, δίνει τη δυνατότητα να συνδεθούμε, να συγκινηθούμε, ν’ αγγίξουμε ο ένας τον άλλον, να νιώσουμε μαζί την αλήθεια. Να γιατί διαλέξαμε το θέατρο σα μορφή εκδήλωσης του ψυχικού μας κόσμου…»
Πηγή: Αρχεία Θέατρου Τέχνης
«Ο Andre Breton υποστήριζε κάποτε, ότι αν μπορούσαμε να κάνουμε μιαν αφαίρεση από τη ζωή μας των στοιχείων που επαναλαμβάνονται ομοιότυπα κάθε μέρα και που δεν έχουν καμιά άλλη σημασία, δηλαδή αν αφαιρούσαμε τις σκηνές όπου τρώμε, όπου ντυνόμαστε, όπου συναλλασσόμαστε με τους άλλους, και συγκολλούσαμε απλά και μόνο τις υπόλοιπες, θα βλέπαμε την ίδια αυτή ζωή που θεωρούσαμε μονότονη, να αποκτά την προοπτική του ονείρου, και θα ανακαλύπταμε, καταγοητευμένοι, τις μυστηριακές σχέσεις που διέπουνε τη συνέχισή της μέσα στον κόσμο. Με έναν τρόπο ανάλογο, θα έλεγα ότι αν μπορούσε να δει κανείς την εποχή μας στη βαθύτερη ουσία της, αν αγνοούσε τα χαρακτηριστικά που συγκροτούν την πρόσοψή της και κρατούσε μονάχα τις δραματικές της στιγμές και τον διαλογικό της χαρακτήρα, θα βρισκότανε μπροστά σε ένα παράξενο έργο που η σφραγίδα της σκηνοθεσίας του θα είχε παράξενη ομοιότητα με τη σφραγίδα της σκηνοθεσίας του Καρόλου Κουν. Με αυτό δεν θέλω να πω ότι ο Θεός του ΧΧου αιώνα είναι μαθητής του Κουν, αλλά ότι ο Κουν, ασφαλώς είναι μαθητής του Θεού (θα έπρεπε ίσως να πω του Δαίμονα) των ημερών μας.
Η ζωή, ο κόσμος, οι σχέσεις των ανθρώπων οι φανερές και οι κρυφές, οι κρυφές προ πάντων, δεν υπάρχουν γι αυτόν παρά για να οργανωθούν στο ποσοστό που χρειάζεται, ώστε να ξεφύγει το φαινόμενο της ζωής από την ψυχρή παράταξη άψυχων εικόνων και να μεταβληθεί σε όνειρο και σε θαύμα. Ότι είναι οι λέξεις για τον ποιητή ή τα χρώματα για τον ζωγράφο, είναι γι αυτόν το καθημερινό, σκόρπιο υλικό της εκφραστικής των ανθρώπων. Οι κινήσεις, οι σιωπές, οι φωτισμοί, ο τόνος της φωνής και χίλια δυο άλλα, που για μας περνούν απαρατήρητα, είναι τα υλικά που του αρκούν για να ανεβάσει την πραγματικότητα στο αυθεντικό της επίπεδο, που είναι το επίπεδο της ψυχής. Τι είναι αλήθεια; Τι δεν είναι; Τι θέλει αυτή η γυναίκα που μας κοιτάζει από αντίκρυ με τα σκοτεινά και δακρυσμένα μάτια της; Αυτός ο χτύπος, έξω στο δρόμο, άραγε να σήμανε για μας; Για τη μοίρα μας; Αύριο, μεθαύριο, θα είμαστε ακόμα εδώ ή μακριά – πολύ μακριά; Θεέ μου, τι απίθανες ιστορίες κείτονται αποκοιμισμένες πίσω από αυτά τα χλωμά, κέρινα πρόσωπα των νυχτερινών λεωφορείων… Ω, ναι, μια άλλη ζωή παίζεται μέσα σε τούτη. Σαν σκοτεινή τεθλασμένη διατρέχει τις ημέρες μας, που και όταν ο ήλιος τις φωτίσει, παρατείνουν ένα σκοτάδι με πολλαπλές αποχρώσεις.
Οι άνθρωποι μίλησαν πολύ με τα πιστόλια, και αυτό, οι άξιοι δραματικοί συγγραφείς του καιρού μας το υπονοήσανε, ακόμη και όταν έβαλαν στα χείλη των ηρωίδων τους λόγια λατρείας και τρυφερότητας. Ο Κάρολος Κουν έθεσε την ευαισθησία του στην υπηρεσία της δεύτερης αυτής ζωής των έργων, που κλείνεται δυνάμει μέσα στην πρώτη. Και αυτή ζήτησε να ζωντανέψει μέσα στο στενό κύκλο της σκηνής του, που – πρέπει να το ομολογήσουμε – λειτούργησε σαν πελώριος συγκεντρωτικός φακός στα χέρια του. Σήμερα, όπως και πριν από εικοσιπέντε χρόνια, νέοι, με γυαλιστερό μαλλί και συλλογισμένα πρόσωπα τον ακολουθούνε. Ανάμεσά τους, ο ίδιος. Αυτός που τους εμπνέει, προχωρεί ανέπαφος από τη σκόνη του χρόνου, στο πρώτο σκαλοπάτι των αναζητήσεων και των προβληματισμών, με την αίγλη της νεότητας και του πάθους.
1979 Επίδαυρος, «Ιππείς» με το Θέατρο Τέχνης σε μουσική Μ. Θεοδωράκη. Ο ποιητής ανάμεσα στους Διονύση και Βασίλη Φωτόπουλο. |
Ο χαμηλός τόνος και η συνειρμική του ονείρου που πρώτη αυτή εδίδαξε, πέρασε σχεδόν ταυτόχρονα στη δραματική έκφραση με πρωταγωνιστή και φορέα της τον ιδρυτή του «Θεάτρου Τέχνης» και της ομώνυμης δραματικής του Σχολής. Τα στελέχη της, οι νέοι που θα έχουν αποφοιτήσει ως τότε, όποιο δρόμο κι αν έχουνε πάρει, θα κρατούνε, φαντάζομαι στην ανάμνησή τους πέρα από αυτά τα ιστορικά και χρήσιμα, κάτι άλλο, πιο πολύτιμο ακόμη: την παροιμιώδη, την φανατική προσήλωση του Δασκάλου τους στο αυστηρό νόημα της Τέχνης. Θα τον βλέπουν, ακόμη και σε έναν άλλο κόσμο, εκεί όπου το πάθος έξω από τον χρόνο εξακολουθεί να πραγματοποιείται επ’ άπειρον, καθισμένο μπροστά σε ένα τασάκι φορτωμένο αποτσίγαρα, να παρατά ξαφνικά το μεγάλο φλιτζάνι με το διπλό καφέ του, και να πετάγεται όρθιος, κάτω από τους σαρανταπέντε προβολείς της σκηνής του, για να διορθώσει σε έναν ασήμαντο ηθοποιό μιαν ασήμαντη χειρονομία, με την ιερή αγανάκτηση εκείνου που ξέρει ότι κι αυτό το ελάχιστο ακόμη, είναι ικανό να ανατρέψει την ιδανική τάξη και τη συγκλονιστική ομορφιά του οράματός του.»
Και ο Κάρολος Κούν για το Θέατρο. Απόσπασμα από τη διάλεξη που δόθηκε στις 17 Αυγούστου 1943 για τον Όμιλο των Φίλων του «Θεάτρου Τέχνης»
«…Δεν κάνουμε θέατρο για το θέατρο. Δεν κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στο χώρο μας. Μόνος του ο καθένας είναι ανήμπορος. Μόνος του ο καθένας από σας τους πιο κοντινούς στην προσπάθειά μας, είναι ανήμπορος. Μαζί ίσως κάτι μπορέσουμε να κάνουμε. Το θέατρο, ως μορφή Τέχνης, δίνει τη δυνατότητα να συνδεθούμε, να συγκινηθούμε, ν’ αγγίξουμε ο ένας τον άλλον, να νιώσουμε μαζί την αλήθεια. Να γιατί διαλέξαμε το θέατρο σα μορφή εκδήλωσης του ψυχικού μας κόσμου…»
Πηγή: Αρχεία Θέατρου Τέχνης
Πρόβες «Ορέστειας» |
Μελίνα Μερκούρη και Γιάννης Φέρτης στο «Γλυκό πουλί της νιότης» του Τενεσί Γουίλιαμς. Παράσταση Θεάτρου Τέχνης, 1960 |
0 comments
Το μήνυμα σας