Ο Αλέκος Παναγούλης αφηγείται... το σημείο μηδέν
Γράφει η Αιμιλία Πανταζή
«Ένα σπιρτόξυλο για πέννα
αίμα χυμένο στο πάτωμα για μελάνι
το ξεχασμένο περιτύλιγμα της γάζας για χαρτί.
Μα τι να γράψω;
Τη Διεύθυνσή μου μονάχα ίσως προφτάσω
Παράξενο και πήζει το μελάνι
Μέσ’ από φυλακή σας γράφω
στην Ελλάδα»
Ένα δικό του ποίημα κι ένα δακτυλογραφημένο κείμενο του 1973-76, προορισμένο για βιβλίο. Ο Αλέκος Παναγούλης αφηγείται την απόπειρα κατά του δικτάτορα, την ώρα Μηδέν...
«Η θάλασσα ήταν αγριεμένη εκείνο το πρωινό. Μόλις είχε ξημερώσει και σ’ ολόκληρη την παράλια δεν έβλεπες ακόμη κανέναν κολυμβητή. Σκέφτηκα πως σε καμιά ώρα η ακτή θα γέμιζε, όπως κάθε καλοκαιριάτικη μέρα, από κορμιά μαυρισμένα από τον ήλιο του Σαρωνικού. Αυτό θα βοηθούσε πολύ…»
Και το καλώδιο που συνδεόταν με τα εκρηκτικά μπερδεμένο. Και κείνος να βρίσκεται ανάμεσα στα βράχια και το κύμα. Είχαν οργανωθεί τα πάντα, μα το καλώδιο δεν έλεγε να ξεμπερδευτεί…
«Δεν έχω άλλη λύση σκέφτομαι, θα δοκιμάσω το αυτό, από το σημείο που βρίσκομαι. Θα είναι πιο δύσκολο αφού από εδώ δεν βλέπω ούτε το δρόμο ούτε το στόχο. Ακόμα και η διαφυγή μου θα είναι πιο δύσκολη. Αλλά πρέπει να το κάνω. Οι σύντροφοί μου έχουνε πια αρχίσει να μετράνε αντίθετα το χρόνο. Συνδέω το καλώδιο μ’ έναν πόλο της μπαταρίας. Έτσι θα ήταν πιο εύκολο να πυροδοτήσω τις νάρκες όταν θα περνάει το αυτοκίνητο.Θα αρκεί μια μόνη κίνηση.
Γυμνός καθώς ήμουνα, τώρα που σταμάτησα να δουλεύω, άρχισα να νιώθω την πρωινή δροσιά πιο έντονα. Άρχισα να αισθάνομαι ακόμα και την κούραση, την υπερένταση των τελευταίων ημερών, και τούτο με κάνει ανυπόμονο. Το καταραμένο αυτοκίνητο ας περάσει»
Σε όλο το μήκος του δρόμου απλώνονται οι χωροφύλακες. Περίπου 10 μέτρα από το σημείο που ήταν κρυμμένος, περνούσαν μοτοσικλέτες και αυτοκίνητα με ασυρμάτους και πιο πέρα οι φρουροί προστασίας…
«Για να προστατεύουν, σκέφτομαι το καταραμένο αυτοκίνητο που πρέπει να περάσει. Μετά, αμέσως, θυμώνω με τον εαυτό μου: Ποιο αυτοκίνητο; Τι φταίει το αυτοκίνητο; Παίζεις με τις λέξεις: Γιατί δεν λες ο Παπαδόπουλος; Έχεις μήπως φόβο; Σκέψεις που μου φέρνου ναυτία. Το μίσος που πάντα μου γεννούσε βία. Αυτό το μίσος, που από τα χρόνια της νιότης μου με έσπρωξε εθελοντικά στην πρώτη γραμμή του αγώνα. Έναν αγώνα για κάτι καλύτερο. Αυτή η βία την οποία πάντα καταδίκαζα σαν απαράδεκτη. Ο τρόμος που μου γεννούσε η σκέψη της εξουσίας, βασισμένος στην υλική δύναμη που αποδεχότανε τη βία. Η πρόκληση της τυραννίας, η άρνησή της να αποδεχτεί οποιοδήποτε άλλο τρόπο αναμέτρησης, η άρνηση του διαλόγου. Γνωρίζω ότι αυτές οι σκέψεις και τα αισθήματα, συνδεδεμένα με την πίστη, γεννούν τη βία προς αντίθετη κατεύθυνση: την αντι-βία. Δεν είναι παιγνίδι λέξεων. Η αντι-βία υπάρχει πάντοτε σ’ αναλογία με τη βία που τη γέννησε. Τη βία χρησιμοποιούν οι καταπιεστές, την αντι-βία οι καταπιεζόμενοι. Η αντι-βία είναι μια δύναμη θετική, είναι μια αρετή, και για να εκφραστεί σημαίνει αποδοχή της θυσίας. Η αντι-βία δεν καταρρέει αλλά αδυνατίζει και είναι ψεύτικη όταν, δήθεν επαναστατική, εμφανίζεται σε κοινωνίες που δεν τις κυριαρχεί ο φόβος.»
Κάποια στιγμή στο βάθος του δρόμου φαίνεται το μαύρο αυτοκίνητο. Ύστερα χάνεται πίσω από μια στροφή. Σαν μισοκοιμισμένος ανάμεσα τους βράχους χαίρεται που το χέρι του, που κρατά το καλώδιο, δεν τρέμει καθόλου…
«Τα μάτια μου πάντα καρφωμένα στο δρόμο. Η συνοδεία ξαναφάνηκε. Πλησιάζει. Πλησιάζει πάντοτε πιο πολύ. Το μαύρο αυτοκίνητο μεγαλώνει. Το χέρι μου κάνει την επαφή. Πετάγεται ένας μεγάλος σωρός από χώματα και πέτρες. Οι νάρκες έχουν εκραγεί. Εγώ το έκανα, εγώ που δεν μπορών να σκοτώσω άνθρωπο. Εγώ που πρέπει, έπρεπε, να σκοτώσω τον τύραννο.»
Τρέχει. Βουτά στην θάλασσα. Πρόφτασε να δει αρκετούς αστυνομικούς…
«Κολυμπώ γρήγορα κάτω από την επιφάνεια και γρήγορα αρχίζω να λαχανιάζω. Βρίσκομαι κοντά στην ακτή, μα πρέπει να ξαναβγώ στην επιφάνεια. Με έχουνε δει; Η θάλασσα είναι μεγάλη. Δεν μπορώ να μείνω περισσότερο κάτω από την επιφάνεια. Βγάζω το κεφάλι από το νερό. Αναπνέω βαθιά. Όχι, δεν με έχουν δει.»
Η βενζινάκατος περίμενε. Πλησιάζει , μα είναι ήδη αργά. Την βλέπει να ανοίγεται στο πέλαγος...
«Δεν μου δημιουργεί ούτε πανικό ούτε θυμό. Δεν πρέπει να καταληφθώ από πανικό. Κάνω δυο-τρία ακόμη άλματα στους βράχους. Πίσω βλέπω μια μικροσκοπική σπηλιά. Βλέπω αρκετά αυτοκίνητα της αστυνομίας που έχουνε κάνει μπλόκα και ελέγχουν αυτούς που περνούν. Φτάνω στην πρόχειρη κρυψώνα που διάλεξα. Μόλις που χωράω. Στριμώχνομαι όσο περισσότερο μπορώ και ακούω το θόρυβο της θάλασσας. Αρχίζω να νιώθω τόσο άνετα ώστε βλαστημώ γιατί να μην έχω κανένα τσιγάρο. Δεν έχω τίποτα εκτός από το μαγιό μου. Πάνω ένα ελικόπτερο γυρίζει πετώντας χαμηλά.»
Χάνει την αίσθηση του χρόνου που περνά. Δεν τον βοηθά το παλιό του ρολόι. Μόνο αναρωτιέται…
«Άραγε πέτυχα; Οι σύντροφοί μου τι κάνουν τώρα στην Αθήνα; Έκαναν τις ενέργειες που τους είχα αναθέσει; Θα εκραγεί η βόμβα στο Στάδιο;»
Οι χωροφύλακες ψάχνουν. Σιμώνουν το κρυσφύγετό του. Ακούει το ελικόπτερο…
«Πλησιάζουν όλο και περισσότερο. Ο θόρυβος από ψηλά έχει κάτι το απειλητικό. Το παρακολουθώ με τα μάτια. Εξακολουθώ να το παρακολουθώ, όταν ένας θόρυβος μ’ αιφνιδιάζει. Ένας θόρυβος που έρχεται από απόσταση δύο μέτρων, όπου βλέπω τα πόδια ενός χωροφύλακα. Κρατούσα και την αναπνοή μου ακόμα. Κάτι του φώναξε κάποιος και απομακρύνθηκε…»
Ένας μοίραρχος στέκεται τώρα ακριβώς από πάνω του φωνάζοντας: «Ψάξτε κάθε τι. Ψάξτε σπιθαμή προς σπιθαμή».
«Καθώς φωνάζει, σχεδόν στ’ αυτιά μου, καθώς κάθεται σχεδόν πάνω μου και μπορώ να δω τα παπούτσια του, μου δίνει ένα αίσθημα σιγουριάς. Αύριο ή μεθαύριο, όταν θα διηγούμαι αυτή τη σκηνή, κανείς δεν θα με πιστεύει, σκέφτομαι»
Και οι σκέψεις ξεπετάγονται η μια μετά την άλλη: η λιποταξία μετά το πραξικόπημα. Οι ταλαιπωρίες 16 μηνών ως καταζητούμενος. Η σύλληψη του ξέφευγε την τελευταία στιγμή. Το καταφύγιο στην Κύπρο…
«Πρέπει να διαφύγω και τώρα. Πρέπει. Όχι πως φοβάμαι. Είναι ο αγώνας που έχω μπροστά μου. Τόσο δύσκολος, τόσο μακρύς. Δεν φοβάμαι το θάνατο, μα ο θάνατός μου πρέπει να έρθει στο τέλος αυτού του αγώνα. Όχι πριν. Αν μπορέσω να είμαι ο τελευταίος νεκρός αυτού του αγώνα, θα είναι μια χαρά για μένα, μεγάλη χαρά. Να πεθάνω μετά, αφού θα έχω εργαστεί πού, θα έχω υποφέρει πολύ. Αφού θα έχω δει να πλησιάζει η νίκη.
Αν πεθάνω τότε, όχι τώρα, ο πόνος για το θάνατό μου των προσώπων που αγαπώ θα πνιγεί από τη χαρά της νίκης. Σύντροφοι, αδελφοί, γονείς, άγνωστοι σύντροφοι του κόσμου, πιστέψτε με: Ότι κι αν γίνει, όταν θα είμαι νεκρός, πρέπει να πείτε ότι έκανα εκείνο που μπορούσα. Δεν είμαι εγωιστής. Αλλά δεν μου αρκεί αυτό που έκανα. Έχω ακόμα πολλά να κάνω. Θέλω να συνεχίσω. Και αυτός ο μοίραρχος στέκεται όρθιος ακριβώς από πάνω μου. Διψάω…»
Πηγή: βιβλίο του Κώστα Μαρδά, «Αλέξανδρος Παναγούλης, Πρόβες Θανάτου»
0 comments
Το μήνυμα σας