Λογοτέχνες μιλούν για τον Παπαδιαμάντη
Ποιοι γνώρισαν τον Παπαδιαμάντη; Ταινία-αφιέρωμα ακολουθεί τόπους και ανθρώπους που αιχμαλώτισε με το ταλέντο και την προσωπικότητά του ο Φτωχός Άγιος.
Στους πρόποδες του Λυκαβηττού - στέκι των λογίων η Δεξαμενή: Παπαδιαμάντης, Κονδυλάκης, Βλαχογιάννης, Μαλακάσης, Χατζόπουλος Αυγέρης, Καζαντζάκης. Εκεί και ο Κώστας Βάρναλης, ο οποίος εκφράζετε με γλαφυρότητα για τον μεγάλο σκιαθίτη δημιουργό:
«Τέσσερα χρόνια ζήσαμε δίπλα στο μεγαλύτερο Έλληνα διηγηματογράφο και κατά τη δίκαιη παραδοξολογία του Μαλακάση, δίπλα στο μεγαλύτερο Έλληνα ποιητή, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Φτωχοντυμένος και συμμαζεμένος, με τα γένια και την ανθρωποφοβία του, σύχναζε στο καφενείο του Μπαρμπαγιάννη. [...] Μακριά απ' όλους τους πελάτες, απομονωμένος σταύρωνε τα χέρια του, έγερνε δίπλα το ιερατικό του κεφάλι και βυθιζότανε στα δημιουργικά του ονειροπολήματα: στην πραγματική του ζωή».
Και καταλήγει στη γιορτή που του έγινε στο φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός», στις 13 Μαρτίου 1908:
«Περιττό να ειπούμε, πως ο ίδιος δεν πήγε σ' αυτήν τη γιορτή. Από τα εισιτήρια μαζεύτηκε ένα κάπως σεβαστό ποσό και μ' αυτό ο μεγαλύτερος συγγραφέας κι ο αγνότερος Έλληνας έφυγε για το νησί του τη Σκιάθο, να ζήσει εκεί τα τελευταία χρόνια της ζωής του». [...]
Ως μεταφραστή σε εφημερίδες τον συναντά ο Παύλος Νιρβάνας:
«Κάποτε τον έβλεπα να μπαίνει μέσα στο γραφείο αλαφροπατώντας σαν ίσκιος, ν’ αφήνει τα χειρόγραφά του χωρίς να πει λέξη και να φεύγει βιαστικά περπατώντας σύριζα στον τοίχο. Ητανε φανερό πως κι αυτή ακόμα η στιγμιαία παρουσίασή του μέσα στον κόσμο του γραφείου τον ενοχλούσε υπερβολικά.
Οσοι δεν τον γνώριζαν, καθώς ήτανε κακοντυμένος και με ξεφτισμένες πάντα τις άκρες των μανικιών του, μπορούσαν να τον πάρουν και για υπηρέτη του γραφείου. Από τις παρουσιάσεις αυτές μου μένει εντυπωμένη η πρώτη φορά που είχε έρθει να αναλάβει υπηρεσία στο γραφείο. Ο κ. Κακλαμάνος, αφού του μίλησε για τη δουλειά που είχε να κάνει, έφτασε με κάποια επιφύλαξη και στο ζήτημα του μισθού:
Ο Παπαδιαμάντης κοντοστάθηκε, σαν να έκανε κάποιους υπολογισμούς με τον νου του.
"Μήπως είναι λίγα;", του είπε δειλά ο Κακλαμάνος, έτοιμος να αυξήσει το ποσό που είχε προτείνει.
Τότε άκουσα από τα χείλη του Παπαδιαμάντη τη μοναδικότερη απάντηση που θα μπορούσε να δώσει άνθρωπος τέτοια στιγμή:
"Πολλές είναι εκατόν πενήντα", είπε. "Με φτάνουνε εκατό".
Και έφυγε βιαστικός και ντροπαλός χωρίς να προσθέσει λέξη».
Μια εξαιρετική περιγραφή του Παπαδιαμάντη έδωσε και ο λογοτέχνης Δημήτριος Χατζόπουλος από μια βραδιά στο μπακάλικο του Μπάρκα, τον Μάρτιο του 1893:
«Ο κ. Παπαδιαμάντης, ο εκ της νήσου Σκιάθου συγγραφεύς, ο ιδιόρρυθμος, ο εκκεντρικός, ο μποέμ, ο Μένιππος φιλόσοφος, ο άνθρωπος των καπηλειών και των τρωγλών, ο θαυμάσιος τύπος, ο ειλικρινής χαρακτήρ, ο περιφερόμενος συχνάκις ανά τας αθηναϊκάς οδούς με το τετριμμένον και ξεθωριασμένον επανωφόριον, με τα διπλά καταρακωμένα πανταλόνια, με την ράβδον παραμάσκαλα και την χείραν αιωνίως επί του στήθους με τα άφθονα μαύρα ακτένιστα μαλλιά, με το πλατύγυρον λερωμένον υμίψηλον, με τα πυκνά ακατάστατα και ακαλλίτεχνα γένεια, με την είρωνα φίλοινον φυσιογνωμίαν του, με την ανθηράν ευφυολογίαν την αναφαινομένην εν ακρατήτω πεζολογία, ο καταδαπανών δέκα ώρας της ημέρας εις μεταφράσεις εκ του γαλλικού και του αγγλικού δια την Ακρόπολιν και το Νέον Πνεύμα της, ο σκορπών ολόκληρον το βάρος του θυλακίου του δια μίαν εσπέραν, ο ζων μεταξύ ενός ποτηρίου οίνου και ενός κυπέλλου ζύθου, με τα σιγαρέττα του εις το πλάι, ο χρυσός αυτός άνθρωπος καθ’ όλην την διάρκειαν του μποέμικου δείπνου μας, μας έτερπεν εκ καρδίας, τόσον αγαθός, και τόσον φιλόφρων δεικνυόμενος, αυτός ο τόσον άγριος ο τόσον απότομος συνήθως».
Τον Παπαδιαμάντη λίγο πριν το τέλος του θυμάται ο Κωστής Παλαμάς:
«Εν δίπλωμα καθηγητού της γαλλικής το οποίον πεντηκονταετής έλαβεν για να ικανοποιήσει τους εναπομείναντες συγγενείς του δεν τον ωφέλησεν σε τίποτα. Κανείς δεν εφρόντισε να του προσφέρει μια έδρα καθηγητού και ήταν πολύ υπερήφανος για να καταδεχτεί να την ζητήσει. Εζη λοιπόν ασθενής και πενόμενος, χωρίς όμως ποτέ να ζητεί ούτε να δέχεται συνδρομή.
Ο μόνος αρωγός στις στιγμές του πόνου και του πένθους του ήταν ο εξαίρετος διηγηματογράφος Βλαχογιάννης, προς τον οποίο έτρεφε μεγάλη φιλία και εμπιστοσύνη. Μοίραζε την εμπιστοσύνη και την φιλία του ανάμεσα σε έναν συγγραφέα της ολκής του Βλαχογιάννη και έναν απλό οπωροπώλη ονόματι Μπούκη. Ο Μπούκης αγαπούσε και σεβόταν πολύ τον Παπαδιαμάντη. Εστελλε συχνά τη σύζυγό του εις την κατοικίαν του, μίαν ώρα δρόμο από το κατάστημά του για να τον φροντίζει».
Ακολουθεί ταινία-αφιέρωμα από την εκπομπή «Παρασκήνιο»...
0 comments
Το μήνυμα σας