Εμένα με λένε Ιβάν...
«Σήμερα θα σας μιλήσω για τη ζωή μου...»
«Η ζωή του κάθε ανθρώπου είναι ξεχωριστή, όπως άλλωστε ο κάθε άνθρωπος. Οι άνθρωποι όμως ξεχωρίζουν μεταξύ τους για δύο πράγματα. Το ένα είναι το από πού κατάγεται κάποιος και το δεύτερο είναι η θέση που έχει στην κοινωνία, αν δηλαδή έχει δουλειά ή είναι απλός εργάτης ή μετανάστης ή έχει εργοστάσιο ή είναι πρωθυπουργός.
Σήμερα θα σας μιλήσω για την ζωή μου που για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν πολύ δύσκολη και χρειάστηκε πολύ προσπάθεια, για να σταθώ στα πόδια μου.
Εμένα με λένε Ιβάν, στα ελληνικά με φωνάζουν Ιωάννη, είναι δώδεκα χρονών κι έρχομαι από την Ουκρανία. Βρίσκομαι στην Ελλάδα περίπου τρία χρόνια. Ήρθαμε εδώ για μια καλύτερη ζωή στο μέλλον, γιατί στην Ουκρανία δεν θα’ λεγα πως θα’ ταν καλύτερη…
Τώρα που πάω να γράψω, όσα περάσαμε, και τα ξαναθυμάμαι με πιάνει μια λύπη. Πόσες δυσκολίες και πόσα εμπόδια, μικρά και μεγάλα, συνάντησα στο δρόμο μου!
Από την άλλη πάλι χαίρομαι, γιατί κατάφερα να φτάσω μέχρι εδώ που είμαι τώρα.
Πρώτα ήρθε στην Ελλάδα η μητέρα μου. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα στην αρχή. Που να βρει δουλειά, σπίτι κι εμείς μακριά της. Αφού κατάφερε να σταθεί στα πόδια της, βρήκε σπίτι και δουλειά, έφερε εδώ και τα δυο μου αδέλφια, το Βόβα και το Ρόμα, εμένα τον Ιβάν και τον πατέρα μου Βόβα.
Ο δρόμος με τα εμπόδια είχε αρχίσει. Στην αρχή μείναμε σε ένα μικρό σπίτι. Δε μας χωρούσε καλά καλά. Εγώ κοιμόμουνα με τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου στο ίδιο δωμάτιο. Δύσκολα τα πράγματα.
Τα χρήματα ήταν λίγα. Μόνο η μαμά δούλευε. Έπρεπε να βρουν δουλειά ο μπαμπάς και ο μεγάλος αδελφός. Ευτυχώς που αυτό δεν άργησε πολύ.
Εγώ πήγα στο σχολείο της γειτονιάς. Πόσο δύσκολα ήταν τα πράγματα στην αρχή. Δεν ήξερα να μιλάω καθόλου ελληνικά, δεν καταλάβαινα σχεδόν τίποτα και νόμιζα ότι όλοι με κορόιδευαν και γελούσαν μαζί μου. Ένιωθα σα να με είχαν κλείσει σε κλουβί. Ούτε τα μάτια μου δε σήκωνα να κοιτάξω κάποιον. Μέσου υπήρχε ένας φόβος.
Σιγά σιγά όμως τα πράγματα άλλαξαν. Ο δάσκαλος με πλησίασε, μου έδινε θάρρος, μου χαμογελούσε και τα άλλα παιδιά ήρθαν πιο κοντά μου. Μπήκα σε ομάδα, όπου ο ένας βοηθούσε τον άλλον, όταν κάναμε κάτι μαζί. Εγώ τα κατάφερνα καλά στα μαθηματικά και τη ζωγραφική, οι άλλοι με βοηθούσαν στη γλώσσα και στα άλλα μαθήματα. Στα παιχνίδια τους με έπαιζαν κι εμένα. Εκεί που ήμουνα μόνος και φοβισμένος, απέκτησα φίλους.
Τα ελληνικά ήταν πολύ δύσκολα για μένα στην αρχή. Με τη βοήθεια όμως των φίλων, των γονιών και ειδικά του δασκάλου μου άρχισα να τα καταφέρνω. Σ’ αυτό με βοήθησε πολύ και η κυρία Ελπίδα από την τάξη υποδοχής που πηγαίναμε για γλώσσα.
Στο κάθε μικρό μου άλμα έφευγε και μια δυσκολία. Το τρέξιμο αρχικά ήταν ελαφρύ. Όμως με τον καιρό αυξανόταν όλο και πιο πολύ η ταχύτητα. Έτσι η προσπάθεια άρχισε να φέρνει καλά αποτελέσματα. Σε λίγο καιρό μπορούσα να συνεννοηθώ, έστω με λάθη, αλλά εγώ συνέχισα να προσπαθώ.
Θυμάμαι πόσο ωραίο ένιωσα, όταν μας χειροκροτούσε πολύ δυνατά και μας έλεγε «μπράβο» ο κόσμος που είχε έρθει να μας δει σε μία θεατρική παράσταση. Νόμιζα πως ήμουνα κι εγώ κάτι σπουδαίο. Από τότε βέβαια είχα πολλές τέτοιες ευκαιρίες.
Δυστυχώς όμως μερικοί Ελληνες μισούν πολύ τους ξένους και τους κοροϊδεύουν πίσω από την πλάτη τους.
Εγώ θα τους έλεγα πως δε νιώθουν τι πάει να πει ξένη χώρα και δεν καταλαβαίνουν για ποιους λόγους έχει αναγκαστεί κάποιος να φύγει από την πατρίδα του.
Από την άλλη πάλι θα έλεγα στους ξένους να λένε: «Προχώρα και μην ακούς τους άλλους. Το όνειρό σου πρέπει να γίνει πραγματικό».
Τώρα που μιλάω αρκετά καλά πια, έχω την απαίτηση να είμαι ένας κανονικός μαθητής. Θέλω να με σέβονται και φυσικά να τους σέβομαι κι εγώ.
Θέλω να τελειώσω το ελληνικό σχολείο και να σπουδάσω. Θα ήθελα να πω σε κάθε άνθρωπο, να μην το βάζει ποτέ κάτω και να προσπαθήσει να πραγματοποιήσει ο καθένας το δικό του όνειρο.
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας».
Πηγή: Ε, φίλε! Εξομολογήσεις παιδιών που ζουν στην Ελλάδα ως μετανάστες, πρόσφυγες ή παλιννοστήσαντες. Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ. ΔΙΚΤΥΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ.
«Η ζωή του κάθε ανθρώπου είναι ξεχωριστή, όπως άλλωστε ο κάθε άνθρωπος. Οι άνθρωποι όμως ξεχωρίζουν μεταξύ τους για δύο πράγματα. Το ένα είναι το από πού κατάγεται κάποιος και το δεύτερο είναι η θέση που έχει στην κοινωνία, αν δηλαδή έχει δουλειά ή είναι απλός εργάτης ή μετανάστης ή έχει εργοστάσιο ή είναι πρωθυπουργός.
Σήμερα θα σας μιλήσω για την ζωή μου που για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν πολύ δύσκολη και χρειάστηκε πολύ προσπάθεια, για να σταθώ στα πόδια μου.
Εμένα με λένε Ιβάν, στα ελληνικά με φωνάζουν Ιωάννη, είναι δώδεκα χρονών κι έρχομαι από την Ουκρανία. Βρίσκομαι στην Ελλάδα περίπου τρία χρόνια. Ήρθαμε εδώ για μια καλύτερη ζωή στο μέλλον, γιατί στην Ουκρανία δεν θα’ λεγα πως θα’ ταν καλύτερη…
Τώρα που πάω να γράψω, όσα περάσαμε, και τα ξαναθυμάμαι με πιάνει μια λύπη. Πόσες δυσκολίες και πόσα εμπόδια, μικρά και μεγάλα, συνάντησα στο δρόμο μου!
Από την άλλη πάλι χαίρομαι, γιατί κατάφερα να φτάσω μέχρι εδώ που είμαι τώρα.
Πρώτα ήρθε στην Ελλάδα η μητέρα μου. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα στην αρχή. Που να βρει δουλειά, σπίτι κι εμείς μακριά της. Αφού κατάφερε να σταθεί στα πόδια της, βρήκε σπίτι και δουλειά, έφερε εδώ και τα δυο μου αδέλφια, το Βόβα και το Ρόμα, εμένα τον Ιβάν και τον πατέρα μου Βόβα.
Ο δρόμος με τα εμπόδια είχε αρχίσει. Στην αρχή μείναμε σε ένα μικρό σπίτι. Δε μας χωρούσε καλά καλά. Εγώ κοιμόμουνα με τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου στο ίδιο δωμάτιο. Δύσκολα τα πράγματα.
Τα χρήματα ήταν λίγα. Μόνο η μαμά δούλευε. Έπρεπε να βρουν δουλειά ο μπαμπάς και ο μεγάλος αδελφός. Ευτυχώς που αυτό δεν άργησε πολύ.
Εγώ πήγα στο σχολείο της γειτονιάς. Πόσο δύσκολα ήταν τα πράγματα στην αρχή. Δεν ήξερα να μιλάω καθόλου ελληνικά, δεν καταλάβαινα σχεδόν τίποτα και νόμιζα ότι όλοι με κορόιδευαν και γελούσαν μαζί μου. Ένιωθα σα να με είχαν κλείσει σε κλουβί. Ούτε τα μάτια μου δε σήκωνα να κοιτάξω κάποιον. Μέσου υπήρχε ένας φόβος.
Σιγά σιγά όμως τα πράγματα άλλαξαν. Ο δάσκαλος με πλησίασε, μου έδινε θάρρος, μου χαμογελούσε και τα άλλα παιδιά ήρθαν πιο κοντά μου. Μπήκα σε ομάδα, όπου ο ένας βοηθούσε τον άλλον, όταν κάναμε κάτι μαζί. Εγώ τα κατάφερνα καλά στα μαθηματικά και τη ζωγραφική, οι άλλοι με βοηθούσαν στη γλώσσα και στα άλλα μαθήματα. Στα παιχνίδια τους με έπαιζαν κι εμένα. Εκεί που ήμουνα μόνος και φοβισμένος, απέκτησα φίλους.
Τα ελληνικά ήταν πολύ δύσκολα για μένα στην αρχή. Με τη βοήθεια όμως των φίλων, των γονιών και ειδικά του δασκάλου μου άρχισα να τα καταφέρνω. Σ’ αυτό με βοήθησε πολύ και η κυρία Ελπίδα από την τάξη υποδοχής που πηγαίναμε για γλώσσα.
Στο κάθε μικρό μου άλμα έφευγε και μια δυσκολία. Το τρέξιμο αρχικά ήταν ελαφρύ. Όμως με τον καιρό αυξανόταν όλο και πιο πολύ η ταχύτητα. Έτσι η προσπάθεια άρχισε να φέρνει καλά αποτελέσματα. Σε λίγο καιρό μπορούσα να συνεννοηθώ, έστω με λάθη, αλλά εγώ συνέχισα να προσπαθώ.
Θυμάμαι πόσο ωραίο ένιωσα, όταν μας χειροκροτούσε πολύ δυνατά και μας έλεγε «μπράβο» ο κόσμος που είχε έρθει να μας δει σε μία θεατρική παράσταση. Νόμιζα πως ήμουνα κι εγώ κάτι σπουδαίο. Από τότε βέβαια είχα πολλές τέτοιες ευκαιρίες.
Δυστυχώς όμως μερικοί Ελληνες μισούν πολύ τους ξένους και τους κοροϊδεύουν πίσω από την πλάτη τους.
Εγώ θα τους έλεγα πως δε νιώθουν τι πάει να πει ξένη χώρα και δεν καταλαβαίνουν για ποιους λόγους έχει αναγκαστεί κάποιος να φύγει από την πατρίδα του.
Από την άλλη πάλι θα έλεγα στους ξένους να λένε: «Προχώρα και μην ακούς τους άλλους. Το όνειρό σου πρέπει να γίνει πραγματικό».
Τώρα που μιλάω αρκετά καλά πια, έχω την απαίτηση να είμαι ένας κανονικός μαθητής. Θέλω να με σέβονται και φυσικά να τους σέβομαι κι εγώ.
Θέλω να τελειώσω το ελληνικό σχολείο και να σπουδάσω. Θα ήθελα να πω σε κάθε άνθρωπο, να μην το βάζει ποτέ κάτω και να προσπαθήσει να πραγματοποιήσει ο καθένας το δικό του όνειρο.
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας».
Πηγή: Ε, φίλε! Εξομολογήσεις παιδιών που ζουν στην Ελλάδα ως μετανάστες, πρόσφυγες ή παλιννοστήσαντες. Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ. ΔΙΚΤΥΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ.
0 comments
Το μήνυμα σας