Δημήτριος Υψηλάντης: Ανιδιοτελής σε κάθε περίπτωση...
«Κράσεως δ΄ ήττον ανδρικής, αλλά καρδίας ανδρικωτάτης».
Γράφει η Κάτια Κατιμερτζή
Στις εσωτερικές σελίδες της ελληνικής ιστορίας, στη σκιά των τρανών μας ηρώων και αγωνιστών, υπάρχουν κάποιες αράδες αφιερωμένες σε ανθρώπους, που το κλέος που κέρδισαν είναι αντιστρόφως ανάλογο της ακεραιότητας του χαρακτήρα τους και των υπηρεσιών που πρόσφεραν στην πατρίδα.
Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν ο Δημήτριος Υψηλάντης. Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη, αδερφός του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ήταν γόνος μιας πανίσχυρης οικογένειας Φαναριωτών.
Σπούδασε στρατιωτικά στη Γαλλία και κατόπιν κατατάχθηκε στην αυτοκρατορική φρουρά του Τσάρου, φτάνοντας ως το βαθμό του λοχαγού. Η διακαής επιθυμία του για την απελευθέρωση της υπόδουλης πατρίδας του μέτραγε στις σκέψεις του πιο πολύ από οποιοδήποτε αξίωμα. Δεν ήταν εντυπωσιακός στο παράστημα, μια μάλλον ισχνή παρουσία, κοντός και φαλακρός, αλλά είχε ψυχή λιονταριού.
Ο ιστορικός Φιλήμων έγραφε για κείνον: «κράσεως δ΄ ήττον ανδρικής, αλλά καρδίας ανδρικωτάτης». Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και το 1821 αναχώρησε για την επαναστατημένη πατρίδα ως πληρεξούσιος του αδερφού του Αλέξανδρου, επικεφαλής της Φιλικής Εταιρείας, για να συντονίσει τον Αγώνα. Μαζί του έφερνε ένα μικρό τυπογραφείο για τις πρώτες ανάγκες της επανάστασης, τη σημαία της Φιλικής Εταιρίας και ένα ποσό 300.000 γροσιών, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων προερχόταν από την οικογενειακή του περιουσία. Η υποδοχή που του επιφύλαξαν οι επαναστατημένοι Έλληνες στην Ύδρα και στο Άστρος ήταν πραγματικά μεγαλειώδης.
Στις 20 Ιουνίου 1821 ανέλαβε την αρχιστρατηγία των επαναστατικών δυνάμεων με την προοπτική να οργανώσει τακτικό στρατό. Αμέσως εξέδωσε και την πρώτη του προκήρυξη προς τους Έλληνες, όπου έκανε λόγο για «σπάσιμο της κυριαρχίας των Τούρκων αλλά και όσων συνεργάζονται και ταυτίζονται με αυτούς». Τότε, οι αλαλαγμοί της υποδοχής καταλάγιασαν και έγινε φανερό πώς οι πρόκριτοι και οι ιεράρχες περίμεναν τον πρίγκιπα με ακονισμένα μαχαίρια.
Συνηθισμένοι να έχουν στα χέρια τους την τοπική εξουσία επί τουρκοκρατίας, ήλπιζαν ότι θα διατηρούσαν τα ηνία τόσο κατά τη διάρκεια της επανάστασης όσο και στο νέο ελληνικό κράτος. Είναι δε γεγονός ότι τα νέα για την καταστολή της επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες υπό τον αδερφό του Αλέξανδρο αποδυνάμωσε τη θέση του.
Κατά την πολιορκία της Τρίπολης, όταν ο τουρκικός στόλος απειλούσε τους παραλιακούς οικισμούς της Κορινθίας, θέλησε να σπεύσει να προστατέψει τον πληθυσμό. Ο μόνος που του παραχώρησε άνδρες για το σκοπό αυτό ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Το μυαλό των οπλαρχηγών ήταν θαμπωμένο από τη λάμψη των λάφυρων, που η επικείμενη πτώση της πόλης υποσχόταν. Αναχωρώντας, για να προστατέψει τους Έλληνες των κορινθιακών παραλίων, δεν πρόλαβε να επιστρέψει πριν την Άλωση της Τρίπολης στις 23 Σεπτεμβρίου 1821. Οι ειδήσεις για την σφαγή των Τούρκων της πόλης, παρά τον αντίθετο όρο της συνθηκολόγησης, αλλά και για το πλιάτσικο που επακολούθησε, συγκλόνισαν τον Δημήτριο Υψηλάντη.
Φτάνοντας στην Τρίπολη βρήκε την πόλη παντελώς λεηλατημένη και καμένη και τα στρατεύματα σε κατάσταση πλήρους αναρχίας. Τι κι αν ο ρομαντικός φιλέλληνας Τόμας Γκόρντον τον θαύμαζε: «Συ είσαι ο Λεωνίδας επί της κεφαλής των Σπαρτιατών και ο Θεμιστοκλής και ο Μιλτιάδης και ο Περικλής επάνω των Αθηναίων». Αμέσως προσπάθησε να καθαρίσει την πόλη, να προστατέψει τους άμαχους αιχμαλώτους και να βάλει μια τάξη στο στράτευμα. Ύστερα αναχώρησε για το Άργος. Για πάνω από δύο μήνες πάσχιζε να συγκαλέσει την Ά Εθνοσυνέλευση, καθώς η σύσταση κεντρικής πολιτικής διοίκησης και η μεθοδική οργάνωση του Αγώνα ήταν επιτακτικά.
Οι συνεχείς μηχανορραφίες των προκρίτων επιτυγχάνουν να δώσουν- όταν επιτέλους συγκαλείται η Εθνοσυνέλευση σε σώμα -την απόλυτη πλειοψηφία στην πλευρά των προκρίτων και των πολιτικών. Ο πολιτικά άπειρος Υψηλάντης και η μειοψηφία των στρατιωτικών -που είναι αλήθεια ότι δεν είχαν ισχυρούς δεσμούς μεταξύ τους- απέτυχαν να σπάσουν αυτό το συμπαγές μέτωπο, του οποίου ηγείται ο μεγάλος του αντίπαλος, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.
Η πολιτική ατολμία του Υψηλάντη τον υποχρεώνει σε συνεχείς αναδιπλώσεις και συμβιβασμούς για μην προκαλέσει ζημιά στον Αγώνα, την ώρα που μάλλον έπρεπε να έχει επιβάλλει τις αποφάσεις του με σιδερένια πυγμή. Η Εθνοσυνέλευση του ανάθεσε τυπικά το αξίωμα του προέδρου του Βουλευτικού, απομακρύνοντας τον, ουσιαστικά, από την κεντρική διοίκηση. Στο πρόσωπο του πρίγκιπα εμποδίζεται και η περαιτέρω ανάμιξη της Φιλικής Εταιρείας στην επανάσταση και καταργούνται τα σύμβολά της. Αποχώρησε πριν λήξουν οι εργασίες της Εθνοσυνέλευσης για να λάβει μέρος στην πολιορκία της Κορίνθου μαζί με τον Κολοκοτρώνη, την οποία κατέλαβαν στις 14 Ιανουαρίου 1822. Όση αποφασιστικότητα του έλειπε ως τότε στους πολιτικούς χειρισμούς, τόση γενναιότητα επιδείκνυε στο πεδίο των μαχών.
Την άνοιξη του 1822 αναχώρησε για να πολεμήσει δίπλα στον Οδυσσέα Ανδρούτσο στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα.
Τον Ιούνιο του 1822 πέτυχε την κατάληψη της Ακρόπολης των Αθηνών και επέτρεψε στους συνθηκολογηθέντες Τούρκους να αποχωρήσουν για την Τουρκία απείραχτοι μαζί με τις οικογένειές τους.
Η εισβολή του Δράμαλη στην Πελοπόννησο σκόρπισε πανικό στα μέλη της κεντρικής διοίκησης που έσπευσαν να βρουν καταφύγιο σε πλοία που βρίσκονταν στον Αργολικό κόλπο. Ο Υψηλάντης, αντίθετα, έσπευσε στο πλευρό του Κολοκοτρώνη για να οργανώσει την αντίσταση.
Αφού υπερασπίστηκε το κάστρο του Άργους τόσο όσο χρειάστηκαν οι ελληνικές δυνάμεις να συγκεντρωθούν, πολέμησε δίπλα στον Κολοκοτρώνη, τον Νικηταρά και τον Παπαφλέσσα στα Δερβενάκια στις 26 Ιουλίου 1822, ενώ στις 28 Ιουλίου αυτός μαζί με τον Νικηταρά και τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη αποδεκάτισαν τα υπολείμματα του στρατού του Δράμαλη που υποχωρούσαν προς την Κόρινθο.
Η επαναστατική κυβέρνηση, αφού κατέβηκε από τα πλοία, όχι μόνο δεν αναγνώρισε τη σημασία της μεγαλειώδους νίκης των Ελλήνων στα Δερβενάκια, αλλά κατηγορούσε τον Κολοκοτρώνη και εγκαλούσε τον Υψηλάντη σε απολογία γιατί «ενώ είχε εκλεγεί πρόεδρος του Βουλευτικού, εκείνος απουσίαζε επί πεντάμηνο από τις συνεδριάσεις σε πολεμικές επιχειρήσεις»(!).
Την παραμονή του Δεκαπενταύγουστου πέτυχε άλλη μια μεγάλη ελληνική νίκη στη θέση Κούτσι, έξω από το Ναύπλιο, μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Κατά τη διάρκεια της Β΄ Εθνοσυνέλευσης την Άνοιξη του 1823 η αντιπαράθεση μεταξύ της κεντρικής διοίκησης και των οπλαρχηγών εντείνεται και εκείνος αρνείται να συμβιβαστεί και να λάβει μέρος στη διαμάχη αυτή, που γρήγορα θα οδηγούσε τον Αγώνα σε μεγάλες περιπέτειες. Το γεγονός που τον εξόργισε, όμως, ήταν η μεθόδευση του Μαυροκορδάτου για το πρώτο αγγλικό δάνειο. Ο πανούργος πολιτικός τον κατηγόρησε για ρωσόφιλο και πέτυχε και τον προσεταιρισμό του Λόρδου Βύρωνα που έφτασε στο Μεσολόγγι.
Στις αρχές του 1824 γίνεται η τελική σύναψη του δανείου και η διαμάχη μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών εξελίσσεται σε εμφύλιο πόλεμο που θα ταλανίσει την Επανάσταση. Οι προσπάθειες που έκανε για να επέλθει ειρήνευση και να μην υπονομευτεί ο Αγώνας έπεσαν στο κενό. Ακόμη και τα χρήματα του αγγλικού δανείου κατασπαταλήθηκαν για να συντηρήσουν αυτή την εμφύλια σύρραξη. Αρνούμενος να λάβει μέρος στην παραφροσύνη, αποσύρθηκε στην οικεία του στο Ναύπλιο παρακολουθώντας τους πατριώτες του να αλληλοεξοντώνονται, τους μεγαλύτερους αγωνιστές να φυλακίζονται, την Κάσο και τα Ψαρά να καταστρέφονται συθέμελα από καθαρή αμέλεια της κεντρικής διοίκησης και στο τέλος τον Ιμπραήμ να εισβάλλει στην Πελοπόννησο.
Ο αγώνας έπνεε τα λοίσθια. Η γενική αμνηστία που δόθηκε από την Κυβέρνηση ενόψει του επαπειλούμενου ολέθρου δεν ήταν αρκετή για να συνεφέρει τους Έλληνες. Η προέλαση του Αιγύπτιου Πασά ήταν φοβερή και ο Παπαφλέσσας θυσιάστηκε στο Μανιάκι. Η φλόγα της επανάστασης έσβηνε καθώς ο Ιμπραήμ κατευθυνόταν ανενόχλητος προς την πρωτεύουσα, το Ναύπλιο. Σε εκείνη την ύστατη ώρα ο Υψηλάντης, μαζί με τον στρατηγό Μακρυγιάννη, τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη και τετρακόσιους άνδρες οχυρώθηκαν στους Μύλους του Άργους στις 13 Ιουνίου 1823 για να αντιμετωπίσουν τη στρατιά των Αιγυπτίων.
Ο Γάλλος ναύαρχος Δεριγνύ, μήνυσε στον Υψηλάντη πως αυτό που προσπαθούσαν να κάνουν ήταν καθαρή τρέλα. Ο Έλληνας πρίγκιπας απάντησε «έχουμε έρθει εδώ για να νικήσουμε ή να πεθάνουμε». Και πράγματι οι τρελοί Έλληνες κατάφεραν μια νίκη μεγαλειώδη, που αναπτέρωσε το ηθικό, έδωσε ελπίδα και κράτησε τον Αγώνα ζωντανό.
Ε
Στην επεισοδιακή Γ΄ Εθνοσυνέλευση την άνοιξη του 1826, όμως, μεθοδεύτηκε η πρόσκληση προς τους Άγγλους για διαμεσολάβηση με σκοπό τον συμβιβασμό με την Πύλη. Ο Υψηλάντης αντέδρασε άμεσα και σε επιστολή του χαρακτήριζε την πράξη αυτή «παράνομον και ανθελληνικήν», μια πράξη υποτέλειας. Η Εθνοσυνέλευση του αφαίρεσε με περισσή σπουδή
«κάθε πολιτικό και στρατιωτικό υπούργημα». Γλίτωσε δε την εξορία χάρη στην προσωπική παρέμβαση του Κολοκοτρώνη. Μόνο μετά από ένα χρόνο και ενόψει πια της άφιξης του Καποδίστρια του αποδόθηκαν ξανά τα αξιώματά του.
Ο Κυβερνήτης, μετά την άφιξη του, αναγνώρισε στο πρόσωπο του Υψηλάντη όλα όσα οι αντίπαλοί του αρνούνταν επί έξι και πλέον έτη να δουν. Για την προσφορά του στον Αγώνα, το όνομα της οικογένειάς του, το ήθος και τον πατριωτισμό του τον διόρισε Στρατάρχη Ανατολικής Ελλάδας. Του ανέθεσε την αποστολή να εκκαθαρίσει την Αν. Στερεά από τις εναπομείνασες τουρκικές δυνάμεις, έτσι ώστε να αποδοθεί και αυτή στα ελληνικά εδάφη. Ο Υψηλάντης μαζί με τις δυνάμεις του Κίτσου Τζαβέλα και άλλων Στερεοελλαδιτών έφερε την αποστολή του εις πέρας- με δυσκολίες, είναι η αλήθεια, που προκαλούσαν η ελλιπής μισθοδοσία και η ανεπαρκής τροφοδοσία- σε πείσμα αυτών που ήθελαν τα σύνορα του νέου κράτους να περιοριστούν στην Πελοπόννησο.
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1929 ο Υψηλάντης έδωσε την τελευταία μάχη της ελληνικής επανάστασης στην Πέτρα της Βοιωτίας, όπου με τρεις χιλιάδες άνδρες κατατρόπωσε την υπερδιπλάσια στρατιά του Ασλάν Μπέη, αποδίδοντας στην Ελλάδα ολόκληρη την Αν. Στερεά. Αφού είδε το όνειρό του για ένα ελεύθερο και ανεξάρτητο ελληνικό κράτος να πραγματοποιείται αποσύρθηκε στο Ναύπλιο, όπου πέθανε στις 5 Αυγούστου 1832.
Έπασχε από μια κληρονομική, χρόνια πάθηση, την μυοτονική δυστροφία, που τον ταλαιπωρούσε σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα, αλλά που δεν τον εμπόδισε να αφιερώσει την ψυχή και το σώμα του στην πατρίδα. Ο Σπυρίδων Τρικούπης, που δεν ήταν φίλος του, γράφει για τον άνθρωπο αυτό στην ιστορία του: «Μεταξύ των μεγάλων μορφών του Εικοσιένα η παρουσία αυτού του ανδρός ακτινοβολεί με τη λάμψη του ευγενέστερου και του καθαρότερου μετάλλου». Μας πληροφορεί, πως αν και ήρθε για να ηγηθεί του Αγώνα, πολέμησε και ως απλός στρατιώτης, έμεινε μακριά από τον εμφύλιο και τα κόμματα. Αν και ήταν αριστοκράτης, θαύμαζε τη δημοκρατία, δαπάνησε το μεγαλύτερο μέρος της οικογενειακής του περιουσίας και δεν του έμεινε παρά μόνο ένα σπαθί. Άξιος της πατρίδας του από την αρχή ως το τέλος της επανάστασης. Ανιδιοτελής σε κάθε περίπτωση……
0 comments
Το μήνυμα σας