Η οδύσσεια του πλοίου St. Louis
Λίγους μήνες πριν ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος η οδύσσεια ενός πλοίου και των επιβατών του απέδειξε πως το μίσος για τους Εβραίους δεν ήταν αποκλειστικά γερμανικό άνθος...
Γράφει η Κάτια Κατιμερτζή
Από τον πρώτο καιρό της ανόδου των Εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία οι Εβραίοι πολίτες της Γερμανίας είχαν υποστεί ανηλεείς διώξεις. Παρόλα αυτά, μόνο το 1/5 των Εβραίων που ζούσαν στη Γερμανία (500.000 άνθρωποι) είχαν καταφέρει να εγκαταλείψουν τη χώρα ως τις παραμονές του πολέμου.
Οι μεγάλες χώρες της Δύσης, που ακόμη υπέφεραν από τις επιπτώσεις της οικονομικής ύφεσης, ήταν απρόθυμες να δεχτούν στα εδάφη τους ένα μαζικό κύμα προσφύγων. Στο διπλωματικό στίβο, όμως, οι δηλώσεις ανησυχίας για την τύχη των Εβραίων δεν στοίχιζαν και πολλά. Όλες οι μεγάλες δυτικές χώρες, καταδίκαζαν απερίφραστα τη στάση των Γερμανών.
Τον Ιούλιο του 1938, μάλιστα, σε μία κωμική συνδιάσκεψη της Κοινωνίας των Εθνών στο Εβιάν της Γαλλίας, που έλαβε χώρα για να βρεθεί δήθεν λύση στο πρόβλημα τους , οι εκπρόσωποι των χωρών-μελών πέρασαν τον καιρό τους ερίζοντας για τον τόπο όπου θα επιτρεπόταν η απρόσκοπτη μεταφορά των Εβραίων προσφύγων, μη μπορώντας να συμφωνήσουν σε τίποτα πέρα από τη σύσταση μιας διεθνούς επιτροπής για τους πρόσφυγες. Μνημειώδης ήταν η δικαιολογία της Αυστραλίας , με τις αχανείς ανεκμετάλλευτες εκτάσεις, για την άρνηση της να δεχτεί τους κατατρεγμένους: «Αφού δεν έχουμε πραγματικό ρατσιστικό πρόβλημα στα εδάφη μας, πιστεύουμε ότι δεν χρειάζεται να δημιουργήσουμε ένα»!
Το πογκρόμ της «Νύχτας των Κρυστάλλων», έπεισε και τους πλέον αισιόδοξους ότι η αγέλη των λύκων στένευε τον κλοιό γύρω από τους αθώους και ετοιμαζόταν για την τελική της επίθεση.
Οι Γκέμπελς, Χάιντριχ και Γκέρινγκ, γνωρίζοντας την απροθυμία των δυτικών κρατών να κάνουν τα λόγια τους πράξη, κατέστρωσαν ένα ευφυές σχέδιο: θα επέτρεπαν στους Εβραίους την έξοδο από τη Γερμανία με προορισμό την Κούβα, κατάσχοντας παράλληλα οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο κατείχαν σε γερμανικό έδαφος. Τους έστελναν, έτσι, να χτυπήσουν την πόρτα των υπέρμαχων του ανθρωπισμού, για να παρακολουθήσει όλος ο κόσμος αν θα την ανοίξουν.
Η Κούβα, που ήταν ουσιαστικά προτεκτοράτο των Ηνωμένων Πολιτειών, βρισκόταν σε μια ρευστή πολιτική κατάσταση και ήδη φιλοξενούσε 2.500 Εβραίους πρόσφυγες. Οι Ναζί είχαν εγκαίρως αναπτύξει ένα δίκτυο πρακτόρων, που, σε συνεργασία με δεξιούς παράγοντες και εφημερίδες, δούλευε δημιουργώντας ένα κλίμα αντισημιτισμού.
Έτσι, ανακοινώθηκε επίσημα η αναχώρηση του υπερωκεάνιου St. Louis από το λιμάνι του Αμβούργου, που θα μετέφερε 937 ανεπιθύμητους Εβραίους στην Αβάνα.
Κάθε επιβάτης έπρεπε να αγοράσει έναντι τσουχτερού αντιτίμου ένα εισιτήριο μετ’ επιστροφής , για «παν ενδεχόμενο», καθώς και μια άδεια εισόδου στην Κούβα, που εξέδιδε η Υπηρεσία Μετανάστευσης στην Αβάνα. Υποχρεούνταν επίσης να ξοδέψει 230 γερμανικά μάρκα πάνω στο πλοίο.
Ήδη, από τις 5 Μαΐου η ναυτιλιακή εταιρεία και οι Ναζί γνώριζαν ότι οι κουβανικές αρχές είχαν αλλάξει την μεταναστευτική τους πολιτική , ακυρώνοντας αναδρομικά τις άδειες εισόδου στη χώρα, που οι επιβάτες του πλοίου είχαν αγοράσει.
Ο απόπλους προγραμματίστηκε κανονικά για τις 13 Μαΐου 1939.
Οι 937 επιβάτες είδαν με ανακούφιση το πλοίο τους να απομακρύνεται από τις γερμανικές ακτές.
Ο πλοίαρχος Γκούσταβ Σρέντερ, άνθρωπος με αρχές και ιδανικά, που απεχθανόταν όσο τίποτε άλλο τη σβάστικα υπό την οποία έπλεε το σκάφος του, ήταν αποφασισμένος να φέρει την αποστολή του σε πέρας και να οδηγήσει τους κυνηγημένους σε ασφαλές καταφύγιο. Γνωρίζοντας πως ανάμεσα στα μέλη του πληρώματος βρίσκονταν και πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών του γερμανικού στρατού, τους διέταξε να συμπεριφέρονται στους επιβάτες με απόλυτο σεβασμό.
Πράγματι, οι Εβραίοι του St. Louis ταξίδεψαν σε μια ατμόσφαιρα πρωτόγνωρης πολυτέλειας με εξαίσια δείπνα, χορούς και κινηματογραφικές προβολές. Ακόμη και η προτομή του Χίτλερ, που δέσποζε σε κεντρικό σημείο του πλοίου, καλύφθηκε για να μην προκαλούνται οι επιβάτες.
Το όνειρο κράτησε μέχρι τις 27 Μαΐου 1939, οπότε και έφτασαν στην Αβάνα.
Η ανταλλαγή τηλεγραφημάτων του πλοιάρχου με την πλοιοκτήτρια εταιρεία κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τον είχε βάλει σε υποψίες ότι μπορεί να συναντούσαν δυσκολίες κατά την άφιξή τους στην Αβάνα. Όντως, οι κουβανικές λιμενικές αρχές ειδοποίησαν τον πλοίαρχο Σρέντερ να μην προσεγγίσει το λιμάνι, αλλά να αράξει αρόδο.
Ο πράκτορας της πλοιοκτήτριας εταιρείας ενημερώθηκε ότι οι επιβάτες ήταν παράνομοι και κάθε περίπτωση χορήγησης ασύλου αποκλειόταν. Ο απόπλους επετράπη μόνο σε 28 άτομα που κατείχαν νόμιμη άδεια εισόδου.
Για πέντε ημέρες ένα έργο διαπραγματεύσεων, με αντικείμενο την τύχη αυτών των απόκληρων του καιρού τους, παιζόταν στον πολιτικό μπερντέ.
Ο Αμερικανός πρέσβης εξέφρασε τη χλιαρή παραίνεση της κυβέρνησής του για χορήγηση ασύλου, εκθειάζοντας την ανθρωπιστική πλευρά της υπόθεσης σε όχι και τόσο ευαίσθητα αυτιά. Η υπόθεση τράβηξε το ενδιαφέρον των ξένων μέσων ενημέρωσης, που έσπευσαν επιτόπου να καλύψουν το γεγονός. Οι αμερικανικές εφημερίδες ξόδευαν απλόχερα το μελάνι τους, εκφράζοντας αμέριστη συμπάθεια για το δράμα των Εβραίων, αλλά ελάχιστες λέξεις γράφτηκαν για χορήγηση ασύλου από τις Η.Π.Α.
Από τη Νέα Υόρκη έφτασε ο Λόρενς Μπέρενσον, εκπρόσωπος του Εβραϊκού Συνδέσμου, για να λάβει μέρος στις διαπραγματεύσεις, αλλά ούτε εκείνος κατάφερε να κάμψει την σκληρή στάση του . Στο μεταξύ, το αραγμένο πλοίο με τους δύστυχους επιβάτες είχε γίνει το επίκεντρο ενός απίστευτου πανηγυριού. Καθημερινά περιτριγυριζόταν από δεκάδες πλοιάρια με διαφόρους περίεργους, που ήθελαν να δουν από κοντά τους Εβραίους σαν να επρόκειτο για εξωτικά ζώα, μικροπωλητές, που γύρευαν να ξεπουλήσουν την πραμάτεια τους και συγγενείς των επιβατών, που είχαν φτάσει από τις Η.Π.Α. για να τους υποδεχτούν και είχαν βρεθεί και αυτοί αντιμέτωποι με την απροσδόκητη εξέλιξη.
Οι ίδιοι οι επιβάτες του St Louis, υποψιασμένοι από την καθυστέρηση της αποβίβασής τους, ήταν ανήσυχοι, αλλά παρηγορούνταν με τη δικαιολογία του πλοιάρχου, που δεν ήθελε να σπείρει τον πανικό, ότι δήθεν η καθυστέρηση οφειλόταν σε υγειονομικούς λόγους.
Την 1η Ιουνίου 1939, όμως, η κυβέρνηση της Κούβας, ειδοποίησε ότι έθετε ως όρο για τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων τον απόπλου του πλοίου από τα χωρικά της ύδατα ως το πρωί της επομένης. Ο Μπρου απαιτούσε από τον Εβραϊκό Σύνδεσμο χρηματική εγγύηση και κάλυψη των εξόδων των προσφύγων, για να τους επιτρέψει να παραμείνουν στο νησί για μια περίοδο πέντε ετών. Το πόσο ανερχόταν συνολικά σε μισό εκατομμύριο δολάρια, που έπρεπε να πληρωθεί σε μετρητά.
Η σωτηρία τόσων ψυχών είχε αναχθεί σε υπόθεση αργυρίων.
Κάποιοι πίσω στο Βερολίνο διασκέδαζαν αφάνταστα. Ο πλοίαρχος Σρέντερ δεν είχε άλλη επιλογή από το να αποπλεύσει το επόμενο πρωινό και να κατευθύνει το πλοίο προς τις ακτές τηςΦλόριντα, ελπίζοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα άφηναν τόσες ψυχές στο χαμό τους. Όπως αποδείχθηκε, όμως, η χάραξη της αμερικανικής πολιτικής απείχε από τις ανθρωπιστικές της κορώνες.
Στις 3 Ιουνίου η αμερικανική κυβέρνηση αρνήθηκε τη χορήγηση ασύλου στους απόκληρους του St. Louis. Σκάφη της αμερικανικής ακτοφυλακής κύκλωσαν το πλοίο για να αποτρέψουν κάθε ενδεχόμενο εσκεμμένης προσάραξης και αποβίβασης του ανεπιθύμητου «φορτίου».
Στις 6 Ιουνίου 1939 η κουβανική κυβέρνηση ανακοίνωσε την οριστική άρνησή της για τη χορήγηση ασύλου, καθώς ο Εβραϊκός Σύνδεσμος δεν είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει και να καταθέσει έγκαιρα το απαιτούμενο ποσό. Ταυτόχρονα, η πλοιοκτήτρια εταιρία με τηλεγράφημά της διέτασσε τον πλοίαρχο να επιστρέψει άμεσα στο Αμβούργο. Στο άκουσμα των ειδήσεων αυτών απελπισία κατέλαβε τους Εβραίους επιβάτες, που αντιλήφτηκαν ότι για όλον τον κόσμο δεν ήταν παρά σκιές.
Ο πλοίαρχος Σρέντερ παρόλο που χάραξε βορεινή ρότα, εξέφρασε στους απελπισμένους τη δέσμευσή του να μην επιστρέψει στη Γερμανία, αλλά να προσπαθήσει να ζητήσει άσυλο στην Αγγλία. Με την απόφασή του αυτή ήξερε ότι έβαζε τις ζωές της δικής του οικογένειας σε θανάσιμο κίνδυνο.
Παράλληλα, οι εβραϊκές επιτροπές στην Ευρώπη – μετά την άρνηση και του Καναδά να ανταποκριθεί στις εκκλήσεις, αφού «κανένας θα ήταν πάρα πολλοί»- εργάζονταν ενάντια στο χρόνο που περνούσε για να καταφέρουν έρθουν σε συνεννόηση με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για τη χορήγηση ασύλου σε ευρωπαϊκά εδάφη.
Ως τις 13 Ιουνίου Βέλγιο, Ολλανδία, Γαλλία και Αγγλία δέχτηκαν, μετά από αφόρητες πιέσεις και πάντα με τις ανάλογες χρηματικές εγγυήσεις, να φιλοξενήσουν τους απάτριδες στα εδάφη τους.
Στις 14 Ιουνίου ο πλοίαρχος Σρέντερ ενημερώθηκε ότι μπορεί να αράξει στο λιμάνι της Αμβέρσας του Βελγίου και να αποβιβάσει επιτέλους τους επιβάτες του για να μοιραστούν στις χώρες υποδοχής.
Αυτοί οι άνθρωποι, που επί ένα μήνα διέπλεαν ανεπιθύμητοι τον Ατλαντικό δεν ήταν γραφτό να βρουν στις χώρες που τους υποδέχτηκαν την Ιθάκη τους.
Η λαίλαπα του πολέμου, που ξέσπασε σε λίγους μήνες, τους οδήγησε ξανά στο στόμα των λύκων, καθώς η μία μετά την άλλη οι χώρες υπέκυπταν στις επιθέσεις της στρατιωτικής μηχανής του Χίτλερ.
Τα χρόνια που ακολούθησαν το 1/3 από αυτούς χάθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στα πλαίσια της Τελικής Λύσης του Εβραϊκού Ζητήματος.
Οι ισχυροί του κόσμου όμως κοιμούνταν ήσυχοι.
«Όπως ο λύκος που πέφτει σε κοπάδι προβάτων, έτσι ερχόμαστε», είχε γράψει από το 1928 ο Γκέμπελς. Όμως, ελάχιστοι τον είχαν διαβάσει…
0 comments
Το μήνυμα σας