Με μια στάνη στην Αμερική
Η γιαγιά ξυπνά χαράματα. Ταΐζει, αρμέγει τα ζωντανά, μαζεύει τ' αυγά από τις κότες. Παίρνει την τσάπα, σκαλίζει. Βάζει στην ποδιά τους καρπούς της γης, υψώνει το βλέμμα, λέει «δόξα τω Θεό» και στέλνει μία καλημέρα στην Ελλάδα.
Γράφει η Γεωργία Λινάρδου
Φωτογραφίες: Γιάννης Γιαννακόπουλος
Η 95χρόνη Ελένη Χολέβα από το χωριό Μουζίλο της Ευρυτανίας, ίσως να' ναι η μεγαλύτερη σε ηλικία Ελληνίδα που εγκατέλειψε τον τόπο και μετανάστευσε στη Βόρεια Καρολίνα των ΗΠΑ.
Όταν πριν χρόνια τα παιδιά της, ο Κώστας, ο Γιάννης, η Κατερίνα, έφυγαν για μια καλύτερη ζωή στην Αμερική, εκείνη έμεινε πίσω με τον γέροντα. Του' λέγε: «Να πάω κι εγώ;» Της απαντούσε: «Τον κακό σου τον καιρό, κατς' εδώ που' σαι». Του ξανάλεγε: «Μία εβδομάδα θα παένω στο ένα μου παιδί, μια στο άλλο και μια στο τρίτο μου παιδί». Ξανά: «Τον κακό σου τον καιρό».
Έφυγε ο γέροντας απ' τη ζωή και τα παιδιά την πήραν μαζί τους. «Στο Καρπενήσι δεν έχω κανέναν. Ντιπ πάνε όλοι», λέει η γιαγιά που ήξερε μια ζωή να δουλεύει. Παιδί έπαιρνε το μουλάρι, έδενε τα δοχεία με το γάλα απ' τις κατσίκες και το πούλαγε στους τουρίστες που επισκέπτονταν το χωριό. «Έδειχνα στον πατέρα μου τα λεφτά που έπαιρνα και μου' λέγε: άστα κι ας βρίσκονται».
Πως θα μπορούσε να ζήσει η γιαγιά κλεισμένη σ' ένα σπίτι; Είδε κι απόειδε ο γιος της ο Κώστας Χολέβας και για χάρη της «μετακόμισε» το χωριό στη Βόρεια Καρολίνα. Της έφτιαξε μια στάνη τριάντα στρεμμάτων με κατσίκες, πρόβατα και κότες και την ονόμασε «Φάρμα Μουζίλο».
Η γιαγιά λες και ξαναγεννήθηκε.
«Δε μπορώ να καθίσω, στεναχωριέμαι».
Καλύτερα στο Καρπενήσι ή στην Αμερική;
«Που να' βρω τέτοιο καλό στην Ελλάδα; Αν το' χα αυτό το καλό που' χω 'δω, θα γέραγα, δε θα γέραγα. Εκατόν πενήντα χρόνια θα πάγενα με το νερό και τον αέρα που' χει. Εδώ είναι άλλος τόπος, άλλος κόσμος. Γλώσσα δε ξέρω να κρίνω. Κουβεντιάζω μόνον με τους Έλληνες και τα παιδιά μου».
Όλες τις δουλειές με τη μαγκούρα τις κάνει. Της φωνάζει το παιδί της να ξεκουράζεται, η νύφη της το ίδιο. Αγύριστο το κεφάλι. «Άμα δε με πονάγανε τα γόνατα θα 'φτανα μπροστά απ' αυτούς στη δουλειά, αλλά τώρα δε μπορώ, τώρα με περιποιούνται. Γεννάνε δυο φορές τα κατσίκια, αλλά δεν το θέλουν το γάλα τούτο, θέλουν το γάλα που' ναι 'δω της Αμερικής».
Σταυροκοπιέται κοιτάζει στον ουρανό και λέει: «Τις κότες, να' χα τις κότες που γεννάνε 'δω, θε να' μουν πλούσια εκεί. Δόξα το Θεό και την Παναγιά, τίποτες άλλο δε θέλω».
Θέλει να επιστρέψει;
«Μου λέει ο γιος μου, να σε πάρω μάνα να πάμε. Όχι, δε θέλω. Άσε με' δω που' μάι. Τότε ήμουν νιότερη, πάγενα κι ερχόμουν, αλλά τώρα έχει ταλαιπωρία, γεράματα. Πέρασαν τα χρόνια, δε μπορώ. Θα βρω και το νερό, θα βρω και τον καφέ, θα με νύψουν, θα με πλύνουν, πλυμμένη είμαι μ' έχουν κάθε μέρα, αλλά τα ποδάρια μου ποιός θα τα φτιάξει στο Καρπενήσι;»
Την παρακολουθώ να τραβάει το κλωνάρι από ένα δέντρο, να φωνάζει τις κατσίκες να φάνε και ακούω την Ελλάδα που χάνεται. Όχι μόνον αυτήν που σκορπά τους νέους για δουλειά, στο από δω κι από κει του πλανήτη, αλλά τη χώρα όπου παραβιάστηκε και η πλέον τρυφερή «συμμαχία» των παλιών με τους νέους. Τη χώρα όπου πιά στα σχολικά βιβλία δεν υπάρχει η γιαγιά δίπλα στο τζάκι που 'χει κοντά το εγγονή και αφηγείται ιστορίες.
Η γιαγιά, πίνει ένα κρασάκι που την τρατάρει η εγγονή της και η ψυχή της γα«Μου αρέσει που έχω τη γιαγιά εδώ, την αγαπώ πολύ, μαθαίνω κι εγώ απ' τις δουλειές που κάνει. Παγένω πέρα δώθε και μιλάμε όπως στα χωριά».
Η εγγονή της η Ελένη, μιλά ελληνικά με αμερικανική προφορά ανεκτίμητα μπερδεμένη με αυτήν από το χωριό Μουζίλο. Ναι, ανεκτίμητο.
«Θες βοήθεια γιαγιά; Οι δε θέλω. Γιαγιά, να το κάνουμε μαζί. Οι, δεν ξέρεις πως να το κάνεις»...
Κάποτε στα χωριά τούτης της χώρας που μάλλον σε λίγο θα' ναι έρημα (πολλά ήδη είναι), μια ξεχωριστή γνώση γεννήθηκε που δεν τη βρίσκεις σε κανένα σχολειό: την ξεγέννησε μαία και την έθρεψαν οι κακουχίες αλλοτινών χρόνων. Άντεξε και μεταδόθηκε από γιαγιάδες και παππούδες στα εγγόνια τους.
Κάποτε στα έρημα χωριά αυτού του τόπου, παλιές ιστορίες να διηγηθεί, κανείς δε θα υπάρχει.Ούτε και γιαγιάδες να μονολογούν: «Ντιπ, πάνε όλοι...»
0 comments
Το μήνυμα σας