Με μια στάνη στην Αμερική
Η γιαγιά ξυπνά χαράματα. Ταΐζει, αρμέγει τα ζωντανά, μαζεύει τ' αυγά από τις κότες. Παίρνει την τσάπα, σκαλίζει. Βάζει στην ποδιά τους καρπούς της γης, υψώνει το βλέμμα, λέει «δόξα τω Θεό» και στέλνει μία καλημέρα στην Ελλάδα.
Γράφει η Γεωργία Λινάρδου
Φωτογραφίες: Γιάννης Γιαννακόπουλος

Έφυγε ο γέροντας απ' τη ζωή και τα παιδιά την πήραν μαζί τους. «Στο Καρπενήσι δεν έχω κανέναν. Ντιπ πάνε όλοι», λέει η γιαγιά που ήξερε μια ζωή να δουλεύει. Παιδί έπαιρνε το μουλάρι, έδενε τα δοχεία με το γάλα απ' τις κατσίκες και το πούλαγε στους τουρίστες που επισκέπτονταν το χωριό. «Έδειχνα στον πατέρα μου τα λεφτά που έπαιρνα και μου' λέγε: άστα κι ας βρίσκονται».
Πως θα μπορούσε να ζήσει η γιαγιά κλεισμένη σ' ένα σπίτι; Είδε κι απόειδε ο γιος της ο Κώστας Χολέβας και για χάρη της «μετακόμισε» το χωριό στη Βόρεια Καρολίνα. Της έφτιαξε μια στάνη τριάντα στρεμμάτων με κατσίκες, πρόβατα και κότες και την ονόμασε «Φάρμα Μουζίλο».
Η γιαγιά λες και ξαναγεννήθηκε.
«Δε μπορώ να καθίσω, στεναχωριέμαι».
Καλύτερα στο Καρπενήσι ή στην Αμερική;
«Που να' βρω τέτοιο καλό στην Ελλάδα; Αν το' χα αυτό το καλό που' χω 'δω, θα γέραγα, δε θα γέραγα. Εκατόν πενήντα χρόνια θα πάγενα με το νερό και τον αέρα που' χει. Εδώ είναι άλλος τόπος, άλλος κόσμος. Γλώσσα δε ξέρω να κρίνω. Κουβεντιάζω μόνον με τους Έλληνες και τα παιδιά μου».
Όλες τις δουλειές με τη μαγκούρα τις κάνει. Της φωνάζει το παιδί της να ξεκουράζεται, η νύφη της το ίδιο. Αγύριστο το κεφάλι. «Άμα δε με πονάγανε τα γόνατα θα 'φτανα μπροστά απ' αυτούς στη δουλειά, αλλά τώρα δε μπορώ, τώρα με περιποιούνται. Γεννάνε δυο φορές τα κατσίκια, αλλά δεν το θέλουν το γάλα τούτο, θέλουν το γάλα που' ναι 'δω της Αμερικής».

Την παρακολουθώ να τραβάει το κλωνάρι από ένα δέντρο, να φωνάζει τις κατσίκες να φάνε και ακούω την Ελλάδα που χάνεται. Όχι μόνον αυτήν που σκορπά τους νέους για δουλειά, στο από δω κι από κει του πλανήτη, αλλά τη χώρα όπου παραβιάστηκε και η πλέον τρυφερή «συμμαχία» των παλιών με τους νέους. Τη χώρα όπου πιά στα σχολικά βιβλία δεν υπάρχει η γιαγιά δίπλα στο τζάκι που 'χει κοντά το εγγονή και αφηγείται ιστορίες.

«Θες βοήθεια γιαγιά; Οι δε θέλω. Γιαγιά, να το κάνουμε μαζί. Οι, δεν ξέρεις πως να το κάνεις»...
Κάποτε στα χωριά τούτης της χώρας που μάλλον σε λίγο θα' ναι έρημα (πολλά ήδη είναι), μια ξεχωριστή γνώση γεννήθηκε που δεν τη βρίσκεις σε κανένα σχολειό: την ξεγέννησε μαία και την έθρεψαν οι κακουχίες αλλοτινών χρόνων. Άντεξε και μεταδόθηκε από γιαγιάδες και παππούδες στα εγγόνια τους.
Κάποτε στα έρημα χωριά αυτού του τόπου, παλιές ιστορίες να διηγηθεί, κανείς δε θα υπάρχει.Ούτε και γιαγιάδες να μονολογούν: «Ντιπ, πάνε όλοι...»
0 comments
Το μήνυμα σας