Δυο «ραβασάκια»
- Τι λες να γράψουμε λίγα λόγια για το πώς θα περάσουμε στις καλοκαιρινές μας διακοπές;
- Ούχου, αυτό είναι βαρετό. Να γράψουμε καλύτερα η μια για την άλλη;
Γράφει η Αιμιλία Πανταζή
Την τελευταία μέρα της συνάντησής τους το είχαν συμφωνήσει: Θα μιλούσε η μια για την άλλη. Κι όταν θα αντάμωναν ξανά θα αντάλλαζαν τις σημειώσεις τους.
Δυο μήνες σχεδόν είχαν περάσει από τότε. Οι καλοκαιρινές διακοπές της Ελένης στο παραλιακό χωριό της γιαγιάς της, τής είχαν χαρίσει ξεκούραση, θαλασσινά παιχνίδια στην άμμο και το χρώμα της λατρεμένης της λιχουδιάς. Μόνο βάρος δεν είχε αποκτήσει η Ελένη. Τα ποδαράκια της κάτω από το τζιν σορτσάκι παρέμεναν λιγνά σαν του σπουργιτιού. Ένα μικρό, όλο ζωντάνια σπουργίτι που είχε τσαλαβουτήξει στο βαθύ μπωλ με τη σοκολάτα.
Αντάμωσαν οι δυο τους την πρωτομηνιά του Σεπτέμβρη, λίγες μέρες πριν τον ήχο του κουδουνιού στο προαύλιο του σχολείου.
«Θεία, σε είχα ξεχάσει όσο ήμουν διακοπές. Τώρα σε θυμήθηκα πάλι», της εξομολογήθηκε με τη παιδική της αθωότητα σφίγγοντας με τα χεράκια της τη μέση της. Ως εκεί είχε φτάσει το μπόι της Ελένης!
«Δεν πειράζει μικρή μου» της είπε εκείνη και της χάιδεψε το κεφάλι. Μετά από λίγο, όταν έμειναν μόνες έδειξαν τα «ραβασάκια τους».
«Το’ χα γράψει το βράδυ που ήμουν πολύ κουρασμένη, γι αυτό έχω κάνει μερικά ορθογραφικά λάθη», προσπάθησε να δικαιολογηθεί η Ελένη κι άρχισε να διαβάζει...
«Η θεία είναι ψηλή και αδύνατη. Τα μάτια της έχουν χρώμα γαλαζοπράσινο και λίγο κίτρινο. Έχει μακριά μαλλιά. Έχει κάτι τακούνια που όταν περπατάει κάνουν μπαμ μπουμ. Μερικές φορές θυμώνει και μια μέρα όταν σχόλασα δεν ήθελα να φύγω από την κυρία Σοφία και ούτε το φαγητό δεν ήθελα να φάω, η θεία με ρώτησε τι να κάνει μέχρι να πάει 5 η ώρα. Εγώ της είπα να κοιτάζει τον καθρέφτη, αλλά η θεία δεν ήθελε να είμαι λυπημένη και με έκανε να γελάσω και μετά είχα κέφι.»
Τα μάτια της Ελένης την κοίταξαν αυστηρά. «Το δικό μου;»
Η αλήθεια είναι πως είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για ένα παιδί σε ένα παιδί. Είναι τόσα πολλά αυτά που έρχονται στο νου που δεν ξέρεις τι να πρωτοδιαλέξεις. Σου έχει αφηγηθεί αθώες αγωνίες, προβληματισμούς και χαρούμενες στιγμές. Τα βραδινά της όνειρα σου έχει συστήσει. «Τεράστια, για να χωρέσουν όλους τους φίλους της».
Σ΄ άφησε να μάθεις πως εάν μπορούσε να πραγματοποιήσει τρεις ευχές θα ζωντάνευε τα παιχνίδια της, θα έφτιαχνε ολόκληρο εργαστήρι για αναρίθμητα μαστορέματα κι όταν τσακωνόταν με την Μαρία μετά από λίγο θα της ζητούσε να γίνουν ξανά φίλες.
Τον Παναγιώτη - το είχε ξεκαθαρίσει- δεν τον χώνευε γιατί όλο την ενοχλούσε στο διάλειμμα, αλλά αναγνώριζε πως στο τρέξιμο δεν του παράβγαινε κανείς.
Ακόμη και για την προτίμησή της να κάθεται κοντά στον μικρό Θανάση είχε μιλήσει.
Το δεύτερο ραβασάκι φτερούγισε…
«Φέτος η Ελένη θα πάει στη δευτέρα δημοτικού. Θα της δοθεί η ευκαιρία να γνωρίσει ακόμη περισσότερα νέα πράγματα.
Της αρέσει της Ελένης το σχολείο. Είναι άριστη μαθήτρια, έξυπνη και επιμελής. Αγαπάει τους συμμαθητές της ενώ όταν διαφωνεί μαζί τους προσπαθεί να συγκρατήσει τα νεύρα της και να φερθεί δίκαια. Κάποιες φορές τα καταφέρνει κι άλλες όχι και τόσο. Πάντως προσπαθεί και όταν χρειαστεί ζητάει συγνώμη.
Η Ελένη είναι πολύ όμορφο κορίτσι. Προτιμά τις κατασκευές και τα αγορίστικα παιχνίδια όπως το ποδόσφαιρο. Οι αγαπημένοι της ήρωες είναι τα χελωνονιτζάκια.
Με τα πετυχημένα αστεία της με κάνει και γελώ ενώ με τα πλούσια όνειρά της που μου εκμυστηρεύεται με βοηθά να γίνομαι καλύτερος άνθρωπος. Είμαι σίγουρη πως όταν μεγαλώσει η Ελένη θα γίνει μια αξιόλογη γυναίκα. Δυνατή στο μυαλό και στην καρδιά.
Σ’ ευχαριστώ Ελένη!
Με πολλή αγάπη, η θεία σου!»
«Μα καλά, έγραψες και για τα χελωνονιτζάκια μου;» απόρησε και έσκασε ένα χαμόγελο σαν το τεράστιο μπαλόνι των ονείρων της. Λεπτά αμήχανης σιωπής ακολούθησαν. Η Ελένη έκανε διάφορες αστείες γκριμάτσες και γέλαγε συνεχώς. Σε λίγο το μουτράκι της άλλαξε. Ρώτησε σοβαρά: «Πώς σε βοηθώ να γίνεις καλύτερος άνθρωπος;»
- Ούχου, αυτό είναι βαρετό. Να γράψουμε καλύτερα η μια για την άλλη;
Γράφει η Αιμιλία Πανταζή
Την τελευταία μέρα της συνάντησής τους το είχαν συμφωνήσει: Θα μιλούσε η μια για την άλλη. Κι όταν θα αντάμωναν ξανά θα αντάλλαζαν τις σημειώσεις τους.
Δυο μήνες σχεδόν είχαν περάσει από τότε. Οι καλοκαιρινές διακοπές της Ελένης στο παραλιακό χωριό της γιαγιάς της, τής είχαν χαρίσει ξεκούραση, θαλασσινά παιχνίδια στην άμμο και το χρώμα της λατρεμένης της λιχουδιάς. Μόνο βάρος δεν είχε αποκτήσει η Ελένη. Τα ποδαράκια της κάτω από το τζιν σορτσάκι παρέμεναν λιγνά σαν του σπουργιτιού. Ένα μικρό, όλο ζωντάνια σπουργίτι που είχε τσαλαβουτήξει στο βαθύ μπωλ με τη σοκολάτα.
Αντάμωσαν οι δυο τους την πρωτομηνιά του Σεπτέμβρη, λίγες μέρες πριν τον ήχο του κουδουνιού στο προαύλιο του σχολείου.
«Θεία, σε είχα ξεχάσει όσο ήμουν διακοπές. Τώρα σε θυμήθηκα πάλι», της εξομολογήθηκε με τη παιδική της αθωότητα σφίγγοντας με τα χεράκια της τη μέση της. Ως εκεί είχε φτάσει το μπόι της Ελένης!
«Δεν πειράζει μικρή μου» της είπε εκείνη και της χάιδεψε το κεφάλι. Μετά από λίγο, όταν έμειναν μόνες έδειξαν τα «ραβασάκια τους».
«Το’ χα γράψει το βράδυ που ήμουν πολύ κουρασμένη, γι αυτό έχω κάνει μερικά ορθογραφικά λάθη», προσπάθησε να δικαιολογηθεί η Ελένη κι άρχισε να διαβάζει...
«Η θεία είναι ψηλή και αδύνατη. Τα μάτια της έχουν χρώμα γαλαζοπράσινο και λίγο κίτρινο. Έχει μακριά μαλλιά. Έχει κάτι τακούνια που όταν περπατάει κάνουν μπαμ μπουμ. Μερικές φορές θυμώνει και μια μέρα όταν σχόλασα δεν ήθελα να φύγω από την κυρία Σοφία και ούτε το φαγητό δεν ήθελα να φάω, η θεία με ρώτησε τι να κάνει μέχρι να πάει 5 η ώρα. Εγώ της είπα να κοιτάζει τον καθρέφτη, αλλά η θεία δεν ήθελε να είμαι λυπημένη και με έκανε να γελάσω και μετά είχα κέφι.»
Τα μάτια της Ελένης την κοίταξαν αυστηρά. «Το δικό μου;»
Η αλήθεια είναι πως είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για ένα παιδί σε ένα παιδί. Είναι τόσα πολλά αυτά που έρχονται στο νου που δεν ξέρεις τι να πρωτοδιαλέξεις. Σου έχει αφηγηθεί αθώες αγωνίες, προβληματισμούς και χαρούμενες στιγμές. Τα βραδινά της όνειρα σου έχει συστήσει. «Τεράστια, για να χωρέσουν όλους τους φίλους της».
Σ΄ άφησε να μάθεις πως εάν μπορούσε να πραγματοποιήσει τρεις ευχές θα ζωντάνευε τα παιχνίδια της, θα έφτιαχνε ολόκληρο εργαστήρι για αναρίθμητα μαστορέματα κι όταν τσακωνόταν με την Μαρία μετά από λίγο θα της ζητούσε να γίνουν ξανά φίλες.
Τον Παναγιώτη - το είχε ξεκαθαρίσει- δεν τον χώνευε γιατί όλο την ενοχλούσε στο διάλειμμα, αλλά αναγνώριζε πως στο τρέξιμο δεν του παράβγαινε κανείς.
Ακόμη και για την προτίμησή της να κάθεται κοντά στον μικρό Θανάση είχε μιλήσει.
Το δεύτερο ραβασάκι φτερούγισε…
«Φέτος η Ελένη θα πάει στη δευτέρα δημοτικού. Θα της δοθεί η ευκαιρία να γνωρίσει ακόμη περισσότερα νέα πράγματα.
Της αρέσει της Ελένης το σχολείο. Είναι άριστη μαθήτρια, έξυπνη και επιμελής. Αγαπάει τους συμμαθητές της ενώ όταν διαφωνεί μαζί τους προσπαθεί να συγκρατήσει τα νεύρα της και να φερθεί δίκαια. Κάποιες φορές τα καταφέρνει κι άλλες όχι και τόσο. Πάντως προσπαθεί και όταν χρειαστεί ζητάει συγνώμη.
Η Ελένη είναι πολύ όμορφο κορίτσι. Προτιμά τις κατασκευές και τα αγορίστικα παιχνίδια όπως το ποδόσφαιρο. Οι αγαπημένοι της ήρωες είναι τα χελωνονιτζάκια.
Με τα πετυχημένα αστεία της με κάνει και γελώ ενώ με τα πλούσια όνειρά της που μου εκμυστηρεύεται με βοηθά να γίνομαι καλύτερος άνθρωπος. Είμαι σίγουρη πως όταν μεγαλώσει η Ελένη θα γίνει μια αξιόλογη γυναίκα. Δυνατή στο μυαλό και στην καρδιά.
Σ’ ευχαριστώ Ελένη!
Με πολλή αγάπη, η θεία σου!»
«Μα καλά, έγραψες και για τα χελωνονιτζάκια μου;» απόρησε και έσκασε ένα χαμόγελο σαν το τεράστιο μπαλόνι των ονείρων της. Λεπτά αμήχανης σιωπής ακολούθησαν. Η Ελένη έκανε διάφορες αστείες γκριμάτσες και γέλαγε συνεχώς. Σε λίγο το μουτράκι της άλλαξε. Ρώτησε σοβαρά: «Πώς σε βοηθώ να γίνεις καλύτερος άνθρωπος;»
0 comments
Το μήνυμα σας