Η ιστορία μιας γυναίκας που δεν φοβήθηκε το φόβο...

by - Σεπτεμβρίου 09, 2013


«To 1987 κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο «Καντο κι ας φοβάσαι» (κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ)...









Γράφει η Αγγελική Πλουμά



«...Πρόκειται για μία από τις πιο μεγάλες εκδοτικές επιτυχίες αφού οι πωλήσεις του έφτασαν τα 2.000.000. Έχει μεταφραστεί σε 36 γλώσσες και κυκλοφορεί σε πάνω από 100 χώρες.». 

 Έτσι ξεκινάει ένα από τα εκατοντάδες βιογραφικά της Susan Jeffers η οποία το 2004 χρίστηκε «βασίλισσα των βιβλίων αυτοβοήθειας» βλέποντας το όνομά της να φιγουράρει δίπλα σε αυτά των Νέλσον Μαντέλα και του Ντίπακ Τσόπρα.

Στις 11 Νοεμβρίου 2012 η Σούζαν πέθανε σε ηλικία 74 χρονών. Για την κηδεία της είχε παραγγείλει :   «Όταν πεθάνω θα θελα να κάνετε ένα μεγάλο πάρτυ. Σχεδιάζω να μαι εκεί με το πνεύμα μου και εννοώ να περάσουμε καλά. Θα θελα να ακούω γέλια και πειράγματα και να βλέπω χρώματα και μπαλόνια…σας απαγορεύω να φορέσετε μαύρα.»

Η Susan Jeffers παντρεύτηκε σε μικρή ηλικία και σε μικρή ηλικία χώρισε. Στο διάστημα του γάμου της ταλαιπωρούνταν από τα πολλά και σκοτεινά πρόσωπα του φόβου. Φοβόταν το σκοτάδι, φοβόταν να κυκλοφορήσει μόνη της, φοβόταν να ταξιδέψει. Ήθελε να πάει κόντρα. Αλλά δεν ήξερε πως.

Μετά το διαζύγιο και με μικρά τα παιδιά της ξεκίνησε έναν κύκλο σπουδών στη Ψυχολογία, μήπως και καταλάβει περισσότερα. Απόκτησε το διδακτορικό της δίπλωμα μετά τα 30 σε μεγάλη ηλικία, για τα δεδομένα της Αμερικής. Η συνέχεια την βρίσκει Γενική Διευθύντρια στο ΠΛΩΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ, μία καινοτομία στα ιατρικά χρονικά.

«Το πρόβλημα ήταν ότι αυτό που οι άλλοι έβλεπαν ως εξαιρετική επαγγελματική επιτυχία εγώ δεν το βίωνα έτσι. Ενώ η δουλειά μου ήταν καλύτερη από ότι είχα ποτέ ονειρευτεί, εγώ ένοιωθα μίζερα κι είχα κουραστεί να λυπάμαι τον εαυτό μου».


Η μοναξιά κι η έλλειψη συντρόφου, τότε, φάνταζαν ανυπέρβλητα εμπόδια για την Susan. Μέχρι που ένας καρκίνος και μια μαστεκτομή της έκαναν επείγουσα μια απόφαση. Να ασχοληθεί με ότι πραγματικά την συγκινούσε.Ξεκίνησε να εκπαιδεύεται σε ότι της κινούσε το ενδιαφέρον, σε ότι νόμιζε και αισθανόταν ότι θα της έδινε ένα «κλειδί» να κατανοήσει το νόημα της ζωής της.




«Εξαρτήθηκα από την εκπαίδευση», λέει. Δοκίμασε πολλές προσεγγίσεις και φιλοσοφίες. Η ίδια περιγράφει με εξαιρετικά εύγλωττο τρόπο τι ανακάλυψε στη πορεία της αυτή. «Ανακάλυψα ότι αυτό που μου δημιουργούσε τη προσωπικότητα του θύματος και την αρνητική μου στάση στη ζωή ήταν απλώς….ο φόβος. Αυτός με σταματούσε από το να παίρνω την ευθύνη της ζωής μου. Αυτός με σταματούσε από το να γίνω ένα αξιαγάπητο πλάσμα. Από τη στιγμή που το ξεκαθάρισα, ο φόβος αυτός ήταν όλος δικός μου. Σιγά- σιγά έμαθα τα κόλπα του, έμαθα να τον βάζω στην άκρη και να ενδυναμώνω τον εαυτό μου. Ξαφνικά είχα μια πρωτόγνωρη αίσθηση ισχύος».

Σύντομα αποφάσισε να μοιραστεί αυτή την εμπειρία της αναλαμβάνοντας να σχεδιάσει, να οργανώσει και να διδάξει μια ολόκληρη σειρά μαθημάτων στο Πανεπιστήμιο Columbia για το φόβο και τη διαχείρισή του. Βρήκε ότι το επόμενο λογικό βήμα θα ταν να μοιραστεί αυτή την εμπειρία με ακόμα περισσότερους γράφοντας ένα βιβλίο.

Ήταν σίγουρη ότι ο δρόμος είχε ανοίξει σε αυτό που πραγματικά ήταν – μία συγγραφέας και μια «δασκάλα» 

Τέλειωσε το βιβλίο της και περήφανη άρχισε να το μοιράζει σε εκδότες. Κανένας δεν ανταποκρίθηκε θετικά. Όσο κι αν επέμεινε. Κάποιος μάλιστα στη μεγάλη επιμονή της απάντησε : «κυρά μου μη κουράζεσαι. Ακόμα και γυμνή να το μοίραζε η λαίδη Νταιάνα πάλι κανείς δε θ` αγόραζε το βιβλίο σου»Εκείνη όμως κουράστηκε. Το βιβλίο το έκλεισε στο συρτάρι της, βέβαια. Αλλά εγκατέλειψε κάθε άλλη εργασία, πέραν της συγγραφής. Την εργασία της στο Νοσοκομείο, την εργασία της στο κολλέγιο κι αφοσιώθηκε στο να γίνει μια πολύ καλή συγγραφέας.  

Παρακολούθησε μαθήματα δημιουργικής γραφής. Άρχισε να γράφει άρθρα για περιοδικά πάνω στο θέμα του φόβου και διάφορα άλλα δοκίμια και να κάνει βιοποριστικές δουλειές που «δεν της έτρωγαν την ενέργεια».

Πέρασαν τρία χρόνια. Και πάνω στα τρία χρόνια, έβγαλε το βιβλίο από το συρτάρι και το διόρθωσε. Αυτή τη φορά, όταν τέλειωσε και το πήγε στους εκδότες είχε μια διαφορετική αίσθηση. Κι είχε δίκιο.

Πάντα όταν ακούω τέτοιες ιστορίες σκέφτομαι σε πόσες στροφές εγώ θα 'χα εγκαταλείψει. Σκέφτομαι στη πραγματικότητα σε πόσες στροφές έχω εγκαταλείψει. Επίσης, όμως, βρίσκω ότι υπάρχουν στροφές που επιμένω να κρατάω σταθερά το τιμόνι και δεν εγκαταλείπω. Και τότε το όνειρο έρχεται κοντά, όλο και πιο κοντά. Κι όπως έλεγε κι η ίδια «Γιατί να μιζερεύεις όταν μπορείς να νοιώσεις ευτυχισμένος; Θέλει δουλειά βέβαια αλλά ξεκίνα – καν`το……κι ας φοβάσαι»


Πηγές:

1. Καν το κι ας φοβάσαι, Susan Jeffers, εκδόσεις Διόπτρα
2. The Element, Ken Robinson
3. www.susanjeffers.com
4. www.nytimes.com/2012/11/12/arts 
5. www.independent.co.uk/news/obituaries/susan-jeffers 

* η ιστορία είναι προδημοσίευση από το βιβλίο της Αγγελικής Πλουμά (Σύμβουλος Προσωπικής και Επαγγελματικής Ανάπτυξης): «Με τον τρόπο της Πεταλούδας»

You May Also Like

0 comments

Το μήνυμα σας