Λευτέρης Βογιατζής: «Τώρα είμαι, τώρα δεν είμαι»
Μικρή σημασία έχει να επικαλεστείς τη σημαντικότητα ενός ανθρώπου μέσα από την αριθμημένη του βιογραφία.
Γράφει η Δέσποινα Κωνσταντάτου
Το θέμα δεν είναι πότε γεννήθηκε, ούτε πότε πέθανε ο σπουδαίος σκηνοθέτης Λευτέρης Βογιατζής. Γι’ αυτό ήδη έχουν μιλήσει άλλοι. Για τη σημαντική προσφορά του στο θέατρο και τον πολιτισμό, μίλησαν και θα μιλούν τα έργα του.
Ποιος ήταν ο Λευτέρης Βογιατζής και τι πραγματικά πίστευε; Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος που δεν έκανε πολύ «φασαρία», διότι «δούλευε» εξαιρετικά πολύ (όχι μόνον στο θέατρο, αλλά και πίσω από τη σκηνή); Που όταν μιλούσε νόμιζες ότι το βελούδο αποκτά ψυχή και ζωντανεύει; Που η ευγένεια του παραξένευε και η τελειομανία του το ίδιο;
Προσπάθησα να καταλάβω, διαβάζοντας προσεκτικά συνεντεύξεις που έδωσε σε κυρίες της ελληνικής δημοσιογραφίας.
Για την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ η Σόνια Ζαχαράτου συνάντησε τον σπουδαίο σκηνοθέτη τον περασμένο Φεβρουάριο. Μεταξύ άλλων, τον ρωτά αν είναι αποφασιστικός άνθρωπος. Εκείνος απαντά: «Η χειρότερη στιγμή μου είναι όταν πρέπει να διαλέξω, ακόμη κι αν πρόκειται για καφέ ή τσάι. Ίσως επειδή πιστεύω στις αντίθετες δυνάμεις».
Ερωτάται: Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει νόημα η ζωή;
«Γιατί να μην το πούμε; Εγώ το σκέφτομαι πάρα πολύ συχνά, με την έννοια ότι ο θάνατος είναι ο σκοπός της ζωής τελικά. Και τα δύο είσαι υποχρεωμένος να τα δεχτείς χωρίς εξήγηση και, με αυτή τη σκέψη, να αντιλαμβάνεσαι τον ρυθμό των πραγμάτων. Τώρα είμαι... Τώρα δεν είμαι. Δεν είναι η γέννηση πιο σημαντική από τον θάνατο, αφού καταργείται από αυτόν. Αν συλλάβει κανείς αυτό το πέρασμα σαν σκοτάδι και φως, σαν φως και σκοτάδι, θα διαπιστώσει ότι είναι στην ίδια πλευρά. Ο θάνατος αρχίζει μέσα στη ζωή και η ζωή μέσα στον θάνατο. Ξέρετε πόσοι άνθρωποι δεν πρόκειται να γεννηθούν ποτέ, για πολλούς και διάφορους λόγους;».
Έχετε αγαπήσει πολύ και βαθιά;
«Δεν ξέρω τι είναι αυτό... Τι είναι η αγάπη... Είναι μια έλξη, απλώς; Είναι μια συνήθεια; Είναι η έλξη της συνήθειας; Είναι η συνήθεια της έλξης; Δεν ξέρω τι να πω, γιατί αυτά ακολουθούνται και από τα αντίθετά τους: από βαρεμάρα, άγχος, ανάγκη να είσαι μόνος σου – έτσι δεν είναι; Θα μπορούσες να νιώθεις ευγνώμων για μερικά πράγματα απέναντι σε ένα πρόσωπο, μέσα σου να τα εκτιμάς τρομακτικά, έστω και αν δεν το λες, και να είναι ένα είδος αγάπης αυτό. Υπάρχουν άνθρωποι που νιώθω ότι αγαπάω πάρα πολύ. Απλώς δεν είμαι πολύ εκδηλωτικός».
Για την ίδια εφημερίδα είχε δηλώσει στη Μυρτώ Λοβέρδου:
«Είσαι ελεύθερος μόνο στο δωμάτιό σου, όπου, σύμφωνα με τον Πίντερ, όπως έγραψε στο πρώτο του έργο, κινδυνεύεις να ανοίξει η πόρτα και να μπει κάποιος, οπότε αλλάζουν όλα. Δεν ξέρεις ποιος είναι, δεν ξέρεις τι θέλει. Οπως στα ζώα, και αυτό είναι έμφυτο. Επομένως, πολιτισμός δεν υπάρχει κατ΄ εμένα. Αλήθεια, βλέπεις να είναι πολιτισμένοι οι άνθρωποι που βγαίνουν από τα πανεπιστήμια; Βλέπεις τους πολιτικούς που σπουδάζουν τόσα και τόσα πράγματα να θέλουν το καλό του άλλου; Αναλαμβάνουν τόσα βάρη και στη ζωή και στη συνείδησή τους. Γιατί; Κατ΄ αρχάς, μου φαίνεται πολύ αλαζονικό να αναλαμβάνεις αυτά τα βάρη υπέρ κάποιου χωρίς να μπορείς να του κάνεις καλό».
Στη συνέντευξη που είχε δώσει στην Καθημερινή και τη δημοσιογράφο Μαρία Κατσουνάκη, περίπου ένα χρόνο πριν, είχε δηλώσει μεταξύ άλλων: Η αμφιβολία είναι «κακή» όταν είναι «διαρκής, εκ των προτέρων». «Η πραγματική, ανεξάντλητη και αθώα αμφιβολία είναι ανάγκη. Να υποπτεύεσαι. Έτσι γνωρίζεις. Ότι και να ξέρεις είναι πολύ λίγο σε σχέση με το πώς μεταβάλλεται η γνώση. Και πρέπει να το δεχθείς».
Τον Ιανουάριο του 2012 είχε συναντήσει τη Σεμίνα Διγενή για μια συνέντευξη στο mediasoup: «Πιστεύω πολύ στην αναγκαιότητα μιας μικρής σιωπής, για να αφουγκραστούμε να κατανοήσουμε τι μας συμβαίνει».
-Εχετε βιώσει ποτέ την προδοσία στη ζωή σας;
«Ναι»
-Και το λέτε χαμογελώντας;
«Ναι, η προδοσία είναι στοιχείο της ζωής μας. Είναι κάτι που το γεννάει η Φύση. Και τις δυο φορές που προδόθηκα στη ζωή μου, φίλοι με πρόδωσαν».
-Να υποθέσω ότι αυτοί που σας πρόδωσαν είχαν ευεργετηθεί από εσάς;
«Συνήθως έτσι συμβαίνει. Άλλος έχει την τύχη να προδίδει και άλλος να μην προδίδει»
-Θυμίζουν κάποιες φορές, ηθοποιούς οι δημοσιογράφοι;
«Όχι, γιατί οι ηθοποιοί είναι καλλιτέχνες και χρησιμοποιούν το ''υποκρίνεσθαι'' ως υλικό της τέχνης τους».
-Ενώ;
«Εννοείτε οι δημοσιογράφοι; Αυτοί χρησιμοποιούν το ''υποκρίνεσθαι'' ως πραγματικότητα».
-Ποια είναι η δική σας πρόταση για το πώς θα αντιμετωπίσουμε αυτήν την φθορά που ζούμε τώρα.;
«Εντιμότητα απέναντι στον εαυτό μας . Ίσως να μπορούσε να γίνει μεταδοτική».
-Ποια αλλαγή θα έπρεπε να γίνει… σε τί;
«Στο τέλμα, εκεί που είμαστε, στον πάτο του βαρελιού».
-Και ποιο είναι αυτό το τέλμα, ποιος ξέρει ποιο είναι το τέλμα..
«Και το τέλμα χωρίζεται σε κύκλους, όπως η κόλαση, το καθαρτήριο, ο παράδεισος. Το τέλμα έχει ομόκεντρους κύκλους, Μιλάμε για το οικονομικό, αλλά υπάρχει και άλλο τέλμα δίπλα και άλλο, είναι μια αλυσίδα τελμάτων. Στάσου μια στιγμή άνθρωπέ μου, πάρε μια ανάσα, πάθε αυτό που πρέπει να πάθεις και δες την αλήθεια, κατάλαβε ποιά είναι η κατάσταση».
Η Κατερίνα Αγγελιδάκη από την εφημερίδα Ποντίκι τον Απρίλη του 2011 ρωτούσε τον
Λευτέρη Βογιατζή:
-Τι είναι για σένα η εντιμότητα;
«Παλιότερα ίσχυε η αυστηρότερη σύνδεση της εντιμότητας με την ηθική. Τώρα πια μέσα μου έχει “ανοίξει” αυτή η έννοια και περιέχει την ευφυΐα και το ταλέντο. Εντιμότητα είναι το ταλέντο που δεν σκιάζεται από κάτι. Να ακολουθεί κάποιος αυτό που πιστεύει και να μην παρεκκλίνει, να μην είναι υποχείριο σε τίποτα και κανέναν παρά μόνο σε ό,τι του αποκαλύπτει η ζωή ότι είναι ο ίδιος. Η φθορά βρίσκεται μέσα μας, όπως τα μαμούνια στο χαλασμένο αλεύρι και όλος ο αγώνας είναι να αναχαιτίσουμε αυτή τη φθορά. Δες τον Πάγκαλο που ξεκίνησε με ταλέντο και γνώσεις. Δεν είναι εύκολο όσο μεγαλώνεις να κάνεις τον αθώο-δεν αξίζει και τον κόπο- αλλά τουλάχιστον πρέπει να ξέρεις ότι είσαι αδύναμος και μπορείς να παρασυρθείς. Το να αντιστέκεσαι στη φθορά είναι πολιτισμός αλλά δεν το βλέπω πουθενά, γι’ αυτό δεν πιστεύω ότι υπάρχει πολιτισμός σήμερα».
Η Κατερίνα Αγγελιδάκη τον συναντά ξανά τον Σεπτέμβρη του 2012. Τον ρωτά:
-Συνδέεις αυτό που γίνεται πάνω στη σκηνή με αυτό που συμβαίνει στη ζωή μας;
«Δεν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους κανόνες του θεάτρου και στους κανόνες της ζωής. Όπως η έκθεση του ηθοποιού είναι θεωρητική και κανένας δεν την τολμάει στ’ αλήθεια, έτσι και κανένας δεν εκτίθεται σ’ αυτή τη χώρα. Φοβόμαστε να έχουμε προβλήματα. Στην Ελλάδα δεν έχει προτεραιότητα η δουλειά μας, αλλά το πώς θα την προωθήσουμε, δηλαδή πώς θα την υπηρετήσουμε ώστε να μας υπηρετήσει. Όλοι κρατάμε «πισινές», δεν μαθαίνουμε να προηγείται μέσα μας η ανάγκη να έρθουμε σε επικοινωνία με τον εαυτό μας, να κάνουμε το παν για να μάθουμε κάτι για μας. Νομίζουμε ότι τα ξέρουμε όλα, ενώ ξέρουμε μόνο «μαθημένα» πράγματα, δηλαδή τίποτα. Έξω υπάρχει περισσότερο θάρρος, οι άνθρωποι θέλουν να απολαμβάνουν αυτό που κάνουν, πράγμα που έχει σχέση και με το ερωτικό στοιχείο που στην Ελλάδα είναι επίσης άλλο ένα μεγάλο εμπόδιο εξαιτίας της ντροπής».
Η Ελια Αποστολοπούλου δημοσιογράφος της εφημερίδας Φεστιβάλ Αθηνών, τον συνάντησε τον Ιούλιο του 2010.
Ρωτά:
-Έχει αλλάξει το κοινό του θεάτρου;
«Η τηλεόραση και ειδικά ο νεοπλουτισμός δημιουργούν νέες συνθήκες και ένα άλλο κοινό. Το κοινό αυτό έχει μια άνεση, έναν εγωισμό, μια άγνοια ορισμένων άγραφων, απαράβατων νόμων που διέπουν τη σχέση του θεατή με την παράσταση. Είναι σαν να είναι σπίτι τους και να απαιτούν».
-Είναι η λογική του πληρώνω, άρα κάνω ό,τι θέλω»;
«Έχεις κάθε δικαίωμα να έχεις τη γνώμη σου, αλλά μέσα από τη συμμετοχή. Υπάρχουν θεατές που έρχονται σε κάποια θέατρα γιατί το θεωρούν ένα «πρέπει». Άπειρες φορές έχω δει έναν θεατή στην πρώτη σειρά να κουνάει το πόδι του. Επειδή στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων η απόσταση είναι κοντινή, έχω πιάσει το πόδι, το έχω ακινητοποιήσει, έχει σοκαριστεί, πολλές φορές έχει καταλάβει, άλλες φορές όχι και μόλις βγάζω το χέρι συνεχίζει. Καμιά φορά επιμένω και δεύτερη και τρίτη φορά. Πολλοί άνθρωποι είναι ανάμεσα σε κόσμο και νομίζουν ότι ο κόσμος υπάρχει μόνο γι’ αυτούς. Έτσι δεν μπορεί να υπάρξει συμβίωση. Είναι αξιολύπητοι».
Και στην Ιωάννα Κλεφτόγιαννη για την Ελευθεροτυπία, είχε πει τον Ιούλιο του 2010 (θύμησες από τη Λυσιστράτη το 1976):
«Δούλεψα τη Λυσιστράτη το καλοκαίρι στο ρετιρέ μου στην Αθανασίου Διάκου με κλειστά παντζούρια. Και πάντα, μια συγκεκριμένη ώρα, εμφανιζόταν μια κυρία στο απέναντι ρετιρέ και πότιζε τα λουλούδια της. Τότε εγώ, επίτηδες, πίσω από τα παντζούρια, της διάβαζα το μονόλογο της Λυσιστράτης. Εκείνη δεν ήξερε ποιος το έκανε. Έμενε με το ποτιστήρι στον αέρα έντρομη. Κι εγώ διασκέδαζα!»
Αντίο...
0 comments
Το μήνυμα σας