Δημήτρης Κάππος. Η ιστορία
Είναι μια αλλιώτικη ιστορία για έναν πιτσιρίκο που θέλησε να γνωρίσει τον κόσμο, με ζόρικες διαθέσεις, από τον Πύργο Τριφυλίας στη Μεσσηνία, βασταζόμενος από έναν πατέρα κυνηγημένο που τον πηγαινοέφερναν στις εξορίες και μια φαμίλια με εκτελέσεις στον Εμφύλιο...
Της Γεωργίας Λινάρδου
Στον ρου της ιστορίας του Δημήτρη Κάππου παρενέβησαν σπουδαία ονόματα των δεκαετιών '60 και '70, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα στην ψυχή του νεαρού που ξεκίνησε στη θρυλική Εταιρεία Γενικών Εκδόσεων «Λύρα» ως πωλητής με μια νάιλον σακούλα και εξελίχθηκε σε μέτοχο, πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο σε εταιρείες του Ομίλου, που, μαζί με τον Πάνο Μαραβέλια, γιο του Κυριάκου Μαραβέλια (ενός εκ των δύο ιδρυτών της «Λύρα»), συνεργάστηκαν και κάποιες απ' αυτές δημιούργησαν.
Χάραξε μια σημαντική πορεία στην ελληνική δισκογραφία, η οποία συνεχίζεται ακόμη με βαστάζους ανθρώπινα πιστεύω που σε καιρούς εφιαλτικά δύσκολους για τη χώρα παρήγαγαν πολιτισμό δίχως ταμπού και προκαταλήψεις...
«Μεγάλη φτώχεια»
Λίγο πριν από τη Χούντα ο γέρος του τον «ανεβάζει» στην Αθήνα για να τελειώσει το Γυμνάσιο. «Οι εποχές ήταν δύσκολες και η φτώχεια μεγάλη», θυμάται. Τελικά, γράφεται στη Σχολή Σιδηροδρόμων για πιο βέβαιο μέλλον. Η σχολή έβγαζε τεχνικούς και μηχανοδηγούς.
Ανήσυχος, πολυλογάς, καλός γραφιάς, μα σίγουρα όχι τεχνίτης, στο εργοστάσιο του Ρέντη εκπαιδεύεται σε δουλειά γραφείου πλάι στον τότε υποδιοικητή Γιαννίτση.
Παραμονές της επετείου της 21ης Απριλίου, υποχρεώνουν τους σπουδαστές να παρελάσουν προς τιμήν των συνταγματαρχών. Αρνείται και αποπέμπεται από τη Σχολή και από το Οικοτροφείο.
Καταλήγει σε ένα δωμάτιο στη Λιοσίων 73Α και γράφεται στο Εσπερινό Γυμνάσιο στην Αχαρνών. Για να ανέβει στο δωμάτιο, περνούσε από την είσοδο ενός οίκου ανοχής. Τον είχε μάθει πια η κοπέλα, που ημίγυμνη έψαχνε το μεροκάματο στην πόρτα. «Πεινούσα συνέχεια, λεφτά δεν υπήρχαν». Εκείνη ένιωθε πότε ο μικρός της φίλος ήταν νηστικός και πότε δεν είχε φράγκο. Ο,τι είχε του 'δινε. Τα παγωμένα βράδια, τον καλούσε στο δωμάτιό της να ζεσταθεί, αφού προηγουμένως σκέπαζε με μια ρόμπα τη γύμνια της.
Παράλληλα με το σχολείο, έκανε διάφορες δουλειές. «Από πωλητής βιβλίων μέχρι και σε βιομηχανίες μετάλλων, αλλά δεν στέριωνα πουθενά», περιγράφει γελώντας πια.
Ακολουθεί η Σχολή Εμπορικού Ναυτικού του «Αριστοτέλη» στον Πειραιά, όχι για να μπαρκάρει όπως απέδειξε η ζωή, αλλά για να συναντήσει έναν σπουδαίο άνθρωπο, τον Βασίλη Τσιγκούνη. Εναν από τους πρώτους εγγεγραμμένους στην Εθνική Αντίσταση, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ και αργότερα του ΚΚΕ εσωτερικού.
Ενας ακόμη «θαυμάσιος άνθρωπος» που σημάδεψε τη διαδρομή του Δ. Κάππου.
«Ο Βασίλης με συμπάθησε πολύ. Τότε γνώρισα τον Κώστα Φιλίνη, τον Τάκη Μπενά, τον Μπάμπη Δρακόπουλο, τον Μανόλη Γλέζο, τον Χαρίλαο Φλωράκη, τον Αντώνη Αμπατιέλο, αλλά και το δάσκαλο Γρηγόρη Φαράκο...»
Ο παλμός της εποχής, οι ιστορικές φιγούρες βγαλμένες από την κατοχή και πρωταγωνίστριες στους αγώνες, συγχρωτίζονται με τα βιώματα του νεαρού και τις μνήμες μιας αποδεκατισμένης φαμίλιας, οριοθετώντας έτσι μια ορμητική διάθεση για ζωή.
Ο Β. Τσιγκούνης ήταν ξάδελφος του Κυριάκου Μαραβέλια, ενός εκ των συνιδρυτών της Εταιρείας «Λύρα». Με πλοηγό τον Τσιγκούνη, ένα βράδυ συναντιούνται στη Νέα Σμύρνη. Λίγη κουβέντα και ο Μαραβέλιας του λέει να πάει για δουλειά. Την επομένη πηγαίνει στο ιστορικό «11» της οδού Κριεζώτου. Εκεί βρίσκονταν τα γραφεία της «Λύρα», που από το 1964, οπότε δημιουργήθηκε από τους Κ. Μαραβέλια και Α. Πατσιφά, παρήγαγε πολιτισμό εν μέσω μιας καταστροφικής πολιτικής καταιγίδας για τη χώρα.
«Βρίσκομαι στο δρόμο με μια νάιλον σακούλια, μια λίστα των καταστημάτων που έπρεπε να επισκεφθώ και δίσκους 45 και 33 στροφών. Ε, κάπως έτσι εντάχθηκα στη δισκογραφία». Πραμάτεια που του 'χε φτιάξει ο υπεύθυνος αποθηκάριος Κώστας Ασωνίτης, ισοβίτης από τα χρόνια του Εμφυλίου.
Από τα γραφεία παρελαύνουν φωτισμένοι άνθρωποι της εποχής, διανοούμενοι με τις ενοχλητικά προοδευτικές τους ιδέες για την εποχή, η αφρόκρεμα του τραγουδιού...
Με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου -που συμμετείχε ενεργά από την πρώτη ώρα της κατάληψής του- ξυλοκοπείται μπροστά στο ΜΙΝΙΟΝ και συλλαμβάνεται. «Ημουν εκτός κυκλοφορίας για μεγάλο διάστημα. Κοιμόμουν σε διάφορα σπίτια μέχρι που επέστρεψα στο χωριό για να ηρεμήσουν τα πράγματα. Είχα αφήσει γένια, η μάνα μου δεν με γνώρισε. Στο καφενείο έβγαινα με τον πατέρα μου γιατί φοβόμουν να πάω μόνος. Απέναντι στον πατέρα μου οι μπάτσοι είχαν δέος λόγω της ιστορίας του, δεν με ενοχλούσε κανείς...»
Με τη Μεταπολίτευση επιστρέφει στη «Λύρα» «του Πατσιφά και του Μαραβέλια».
«Εγώ ήμουν ένας πιτσιρίκος που μπήκα με αυτό τον τρόπο, όμως γρήγορα έγινα κάτι ιδιαίτερο γι' αυτούς τους ανθρώπους, με εμπιστεύονταν. Υπολόγιζαν την άποψή μου γιατί μετέφερα τον παλμό της αγοράς. Δούλευα ασταμάτητα, αλλά μαζί με τον Ασωνίτη μετείχα και σε όλες τις απεργίες! Υπήρχαν, βέβαια, στιγμές που μαζί ερχόταν ο Μαραβέλιας αλλά και ο Πατσιφάς, που έλεγε: "Καλά κάνουν και απεργούν!"»
Γνώρισε «τον Βάρναλη, τον Ελύτη, τον Ρίτσο, τον Εγγονόπουλο, τον Λουντέμη, τον Βρεττάκο, τον Μ. Χατζιδάκι, τον Μ. Θεοδωράκη, τον Ν. Μαμαγκάκη, τον Κ. Κουν, τον Χορν, τον Μάριο Πλωρίτη, τον Κίτσο τον Τεγόπουλο, τον Ηλία Ηλιού...»
Κάθε πρωί στις 8 παρά τέταρτο άνοιγε την εταιρεία στην Κριεζώτου. Την ίδια ώρα περνούσε και ο τότε πρωθυπουργός Γ. Ράλλης κατεβαίνοντας από την Κανάρη για τη Βουλή.
«Καλημέρα σας, κύριε πρόεδρε».
«Καλημέρα, παιδί μου, τι θα κυκλοφορήσετε αυτόν το μήνα;» ρωτούσε ο Γ. Ράλλης.
Οταν πέθανε ο Πατσιφάς, ο οποίος και κατείχε το μεγαλύτερο ποσοστό της εταιρείας, διευθύνων σύμβουλος ανέλαβε ο Νίκος Μομφεράτος, εκδότης της «Απογευματινής». «Ημουν ο πρώτος που δοκίμασε να απολύσει», θυμάται ο Δ. Κάππος.
«Κάθε πρωί αγόραζα τον "Ριζοσπάστη" στο Σύνταγμα. Ανοιγα την εταιρεία και καθόμουν στο γραφείο του Μαραβέλια. Επινα το καφεδάκι μου με τα πόδια πάνω στο γραφείο και διάβαζα εφημερίδα. Μπαίνει ο Μομφεράτος, βλέπει τον "Ριζοσπάστη", τα πόδια πάνω στο γραφείο: Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Ποιος είστε; Είμαι ο κύριος Μομφεράτος! Κι εγώ ο κύριος Κάππος, απαντώ. Οταν ήρθε ο Μαραβέλιας, τον φώναξε στο γραφείο και του ζήτησε να με απολύσει γιατί είμαι κακομαθημένος. Ο Μαραβέλιας απάντησε: "Είναι κακομαθημένος γιατί έτσι τον ήθελε ο Πατσιφάς κι εγώ"!»
Επειτα από μεγάλη περιπέτεια, η «Λύρα» συνεχίστηκε με την αγορά των μετοχών του αποθανόντος Πατσιφά από τον Μαραβέλια. Και τότε, όπως περιγράφει ο Δ. Κάππος: «Ξεκίνησε μια τρελή πορεία. Κάναμε τη "Λύρα" την πρώτη ελληνική δισκογραφική εταιρεία με τολμηρά ανοίγματα, που δεν προσβάλλουν την ιστορία της. Θέλαμε να πουλάμε δίσκους για να χρηματοδοτούμε τη "Ρυθμολογία" του Μάνου Χατζιδάκι ή, ξέρω 'γω, το "Σαμποτάζ" της Λένας Πλάτωνος».
«Ψυχή ο Μαραβέλιας»
«Σε όλη αυτή τη διαδρομή μεγάλος μου δάσκαλος, η "ψυχή" της "Λύρα", ο Κυριάκος Μαραβέλιας. Ο,τι έμαθα για την ελληνική δισκογραφία μού τα έμαθε αυτός. Του οφείλω τα πάντα, να 'ναι καλά εκεί που βρίσκεται».
Οι εποχές άλλαξαν. Η εταιρεία πουλήθηκε στον Κώστα Γιαννίκο κι από το προσωπικό του γραφείο «μαζεύτηκαν» ακόμη και πολύτιμα προσωπικά αντικείμενα... Οπως η φωτογραφία του γέρου του και μία σπάνια φωτογραφία της αγαπημένης του Σωτηρίας Μπέλλου με τον Τσιτσάνη, τραβηγμένη το '50. Μια φωτογραφία που είχε δίπλα της στο «Μεταξά», λίγο πριν ξεψυχήσει...
Η αθυρόστομη Μπέλλου, το εξάσφαιρο και τα ζάρια
Ο Δ. Κάππος γνωρίζει τη Σωτηρία Μπέλλου στη Χούντα. «Πήγαινα στο Χάραμα, στο καμαρίνι της, όπου ήταν με τον Β. Τσιτσάνη, μου έδινε να φάω, μου 'δινε και κάνα χιλιάρικο, αλλά δεν μπορούσα να μείνω πολύ, γιατί καπνίζανε χασίς...»
Η σχέση δυνάμωνε με το χρόνο.
Πριν μπει στο νοσοκομείο τής είχε προτείνει να κάνουν ένα δίσκο με δημοτικά και νησιώτικα: «Ολα τα υπόλοιπα τα είχε κάνει: ρεμπέτικα, λαϊκά, έντεχνα, και Μούτση είπε, και Ανδριόπουλο και Σαββόπουλο».
-Τι απάντησε;
«Εβριζε: "Είσαι μαλάκας!"»
-Κι εσείς;
«Της έκανα την πρόταση σε ένα ρεμπετάδικο, το "Ρεπορτάζ". Απογοητεύτηκα. Κάθισα σε ένα τραπέζι. Δίπλα ο Χαρίλαος Φλωράκης και παραδίπλα ο Δημήτρης Τσοβόλας. Φώναζα τις λουλουδούδες και της πέταγαν λουλούδια. Κατεβαίνει από το πάλκο και μου λέει: "Καλά, ρε μαλάκα, νομίζεις πως είμαι πουτάνα;"»
Στη «Σωτηρία»
Ποτέ δεν πίστεψε πως είχε αρρωστήσει βαριά και πως ο γυρισμός ήταν ανέφικτος;
«Μπήκε στο "Σωτηρία" στο δωμάτιο 9 του ισογείου. Δίπλα, η σύντροφός της και οι εικόνες της. Διαπιστώνεται ο καρκίνος και κάνει τραχειοτομή».
Ενα βράδυ τον καλούν έντρομες οι νοσοκόμες: «Απειλεί να μας σκοτώσει!» του λένε.
«Μπαίνοντας στο ισόγειο, αντίκρισα σιγή θανάτου. Τα είχε βάλει με όλους! Τους είπε πως έχει όπλο! Μπαίνω στο δωμάτιο, τη βλέπω σκεπασμένη με σεντόνι. Ψάχνω να βρω το όπλο, τίποτα. Κάποια στιγμή κάθομαι δίπλα της στο κρεβάτι και την παίρνω αγκαλιά. Ομως, όπως κάθισα, έσπρωξα το μαξιλάρι της. Ακούω ένα γκαπ, κοιτάω, είχε πέσει το εξάσφαιρο κάτω!»
Σε ένα από τα χειρόγραφα της Σωτηρίας Μπέλλου, που πρώτη φορά δημοσιεύει η «Κ.Ε», είναι φανερό πως ούτε μια στιγμή δεν αποδέχθηκε την ασθένειά της. Γράφει: «Χημειοθεραπεία δεν μπορώ να κάνω, γιατί θα χάσω τα μαλλιά μου. Εγώ θέλω να μου βγάλουν το σωλήνα από το λαιμό μου και να μου κλείσουν την τρύπα, δεν ακούω τι λέει ο Ηλιόπουλος».
«Στο καπό του ταξί»
Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της, βγήκε κρυφά από το νοσοκομείο και πήγε στο γραφείο του στον Αλιμο.
«Μπαίνει στο γραφείο με την τραχειοτομή και τη μαγκούρα κι αρχίζει να σπάει ό,τι έβρισκε. Κάτσε ήρεμα, τι θέλεις; Λεφτά, μου γράφει. Της δίνω, αλλά κοιτάζω από το παράθυρο να την περιμένει ένα ταξί. Κατεβαίνω και τους παίρνω από πίσω με το αμάξι μου. Την πετυχαίνω έξω από το Νοσοκομείο της Βούλας σε μια πιάτσα να παίζει ζάρια στο καπό ενός ταξί. Καλά, γαμώτο, εγώ σου δίνω λεφτά κι εσύ έρχεσαι και παίζεις;»
-Πώς αντέδρασε;
«Σε ένα χαρτάκι από πακέτο τσιγάρων Καρέλια έγραψε: «Γιατί, ρε πούστη, τα δικά σου παίζω;» Αυτή ήταν η Μπέλλου. Τη μία τα 'παιζε και την άλλη τα χάριζε σε όποιον είχε ανάγκη...»
0 comments
Το μήνυμα σας