Νίκος Τσιαμτσίκας: «Όσο αρνί και να 'σαι, η ζωή σε ξυπνάει!»
Πριν από είκοσι χρόνια, σπουδαστής στο Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας. Πάλευε την εφημερίδα: Το τρελό άλογο. Κανάλι 5, Alter, ανεργία. Γυρίζουμε τον χρόνο πίσω και ανακαλύπτουμε ποιος είναι τελικά «η φωνή του καταναλωτή», ο Νίκος Τσιαμτσίκας.
Συνέντευξη στη Γεωργία Λινάρδου
Συνέντευξη στη Γεωργία Λινάρδου
Είκοσι χρόνια πίσω. Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας. Ανάμεσα μας κι ένας πολύ ζωηρός –έτσι τον θυμάμαι- σπουδαστής, ο Νίκος Τσιαμτσίκας από την Άρτα που δεν άφηνε τίποτα όρθιο στο πέρασμα του. Ο μόνος που ακουγόταν. Αναπολώ τον ενθουσιασμό για το «Το τρελό άλογο». Όλοι θέλαμε να γράψουμε σ’ αυτήν την εφημερίδα. Όπως μου λέει σήμερα, ο τίτλος προήλθε από ένα φημισμένο ροκ κλαμπ της εποχής, το Crazy Horse στο Χαλάνδρι.
Όταν μετά από χρόνια τον ξανασυνάντησα από το δελτίο ειδήσεων του Alter, δε μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που παρενέβαινε στις ζωντανές συνδέσεις, ο τρόπος που έκανε την εκπομπή του «Η ώρα του καταναλωτή». Αρκετοί συνάδελφοί μας, του έβαλαν την ταμπέλα «γραφικός».
Αν γραφικός σημαίνει ο επαγγελματίας δημοσιογράφος που δεν ντρέπεται τον εαυτό του, που δεν εξαρτάται από τους άλλους και ως εκ τούτου λέει ανοιχτά την γνώμη του, που είναι ένας άνθρωπος που έχει δουλέψει σκληρά για να ζήσει και να γίνει δημοσιογράφος, ναι τότε ο Νίκος Τσιαμτσίκας είναι ένας απίστευτα... γραφικός άνθρωπος!
-Ποιος είναι ο Νίκος Τσιαμτσίκας;
«Συνήθως την απάντηση στο ερώτημα ποιος είσαι την δίνει η ιστορία σου, την δίνουν οι άλλοι. Και πάλι, όμως, κάποιοι έχουν κακία μέσα τους…. Αρκετοί συνάδελφοι με είπαν γραφικό, με είπαν κι εγώ δεν ξέρω τι… αλλά ένας φίλος μου, μου είπε: με το ραβδί βαράνε τα ψηλά κλαδιά του δέντρου που έχουνε φρούτα, κανένας δεν πάει να βαρέσει με το κλαδί αυτό που έχει μόνον φύλλα».
-Αποφασίζεις από την Άρτα να έρθεις Αθήνα, γιατί;
«Ήρθα εδώ για να γίνω επαγγελματίας με την έννοια, να σπουδάσω να κατοχυρώσω έναν τίτλο σπουδών, το οποίον τελικά δεν τον πήρα γιατί δέκα μέρες πριν από το πτυχίο τρελάθηκα με τα πρόσωπα που υποτίθεται ήταν οι δάσκαλοί μου, κάτι μισόζουρλοι, κάτι τρελαμένοι καθηγητές που τα παίρνανε από παντού. Λέω βρε άει στο διάολο, δεν το θέλω το πτυχίο σας. Είχα, όμως, ήδη πιάσει δουλειά στο Κανάλι 5 (αργότερα Alter)».
-Το Alter ήταν σχολείο για σένα;
«Όσο εγωιστικό και αν ακούγεται, εγώ ήμουν σχολείο για το Alter. Το Alter με χρησιμοποίησε όταν με είχε ανάγκη. Κάνανε την αρπαχτή τους με μισθούς 100 και 150.000 αλλά όταν είχαν τα δύσκολα τον Τσιαμτσίκα φωνάζανε. Έλεγε τότε ο Γιαννίκος στον Κουρή: δύο Τσιαμτσήκες να’ χα ακόμη… Όταν, όμως, μεγάλωσε η δουλειά τους κι αρχίσανε και παίρνανε τα δάνεια, το μαύρο χρήμα από δω κι από κει και μπορούσανε να φέρουνε τα μεγάλα ονόματα, δεν είχαν ανάγκη πια τον Τσιαμτσίκα και όχι μόνον δεν τον είχαν ανάγκη αλλά για πέντε χρόνια με διάφορες προφάσεις, τον έβαλαν και στην αφάνεια».
-Υποστήριξη από συναδέλφους είχες;
«Τι συνάδελφος να είναι ο άλλος που τον φέρνει ο θείος του και παρκάρει την Μερσεντές απ’ έξω; Είναι 25 ετών και παρκάρει Μερσεντές των 50.000 ευρώ! Τι συνάδελφος να’ ναι αυτός; Αυτό παιδάκι είναι…»
-Ο Γιαννίκος του Alter είναι στην φυλακή, τα χρήματα σας οι εργαζόμενοι τα πήρατε;
«Πήραν τον Γιαννίκο και τον βάλανε στην φυλακή. Ωραία! Εμένα τι μου χρησίμευσε αυτό; Της δημοκρατίας σε τι της χρησίμευσε, πέρα από το συναίσθημα που λες: τιμωρούνται κάποιοι; Ηταν ο αχυράνθρωπος, οι πραγματικοί καρχαρίες που είναι έξω είναι οι πραγματικοί υβριστές της Δημοκρατίας, αυτοί που ονομάζουν τους εργαζόμενους τους οποίους δεν πληρώνουν: κορόιδα! Αυτοί που ούτε φυλακή θα πάνε ποτέ, αλλά ούτε και θα πληρώσουν αυτά που χρωστάνε. Εμένα αν μου πλήρωνε το Alter αυτά που μου χρωστάει, τώρα δεν θα χρειαζόταν να κλαίω».
-Το μεγαλύτερο δίδαγμα που έχεις πάρει;
«Ότι είμαστε σκατοφάρα, η φάρα μας είναι σκατοφάρα και το σύνθημα που είναι γραμμένο στους τοίχους: Αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι, είναι μεγάλη αλήθεια. Εγώ μπορεί να μην ξαναβρώ ποτέ δουλειά, άλλωστε εδώ που τα λέμε θα είναι και λίγο δίκαιο, διότι πλέον δεν έχω σε καμία εκτίμηση το επάγγελμα μας. Για να κάνω κάτι πια, θα πρέπει να είναι εξαιρετικό».
-Πως είναι πια η ζωή μετά από τόσα χρόνια δουλειάς;
«Μια χαρά ζωή κάνω. Δεν το συμπαθώ αυτό το επάγγελμα, αλλά είναι το μόνο που ξέρω να κάνω καλά. Τα χέρια μου πιάνουν, μπορώ να σου φτιάξω διάφορα ότι θέλεις! Και τον φωτογράφο κάνω και ότι μπορείς να φανταστείς. Κάθε καλοκαίρι στην Τήνο μαζεύαμε με την γυναίκα μου ξύλα που ξέβραζε η θάλασσα κι έφτιαχνα βαρκάκια τα οποία έχουν φτάσει μέχρι την Ελβετία, όχι ως λογαριασμοί του Βαξεβάνη, αλλά ως έργα τέχνης που στολίζουν τοίχους. Ποτέ δεν τα πούλησα. Παλιά όταν τα φωτογράφησα και τα έβγαλα στο ΓΕΩ της Ελευθεροτυπίας, μου ζητήθηκε από διαφημιστική εταιρεία να τα αγοράσει. Δεν πούλησα ούτε ένα. Τα χέρια μου πιάνουν, αν χρειαστεί και στον Τσιρώνη θα πάω –είναι ο μόνος που μου προσφέρει δουλειά- στην Βαρβάκειο Αγορά, θα φορέσω την ποδιά και θα πουλάω κρέατα. Δεν θα το κάνω, όμως, ποτέ στην ζωή μου αυτό. Όταν ήρθα από την Αρτα και σπούδαζα, επειδή μιλάω καλά αγγλικά και γαλλικά τα καλοκαίρια δούλευα σε ξενοδοχεία. Όταν ήρθα κυριολεκτικά δεν είχα που να μείνω. Με φιλοξενούσε ένας γνωστός. Μετά έπιασα δουλειά σε ένα φωτοτυπείο, ευτυχώς ο άνθρωπος που έδωσε δουλειά. Αυτές είναι οι μόνες άσχετες δουλειές που έχω κάνει. Εγώ από παιδί είμαι δημοσιογράφος, το καταλαβαίνεις»;
Η πρώτη δουλειά του Νίκου Τσιαμτσίκα πριν καν προλάβει να τελειώσει το Λύκειο ήταν στην εφημερίδα Ταχυδρόμος στην Άρτα. Τι έκανε; Το δίπλωμα και το μοίρασμα των εφημερίδων. Τότε δεν υπήρχε διπλωτικό μηχάνημα, το δίπλωμα γινόταν με «τσατσάρα». Η εφημερίδα, όμως, από το τυπογραφείο μπορούσε να πάει στα γραφεία στις 12 ή τη μία το βράδυ. Ξάγρυπνος για να τελειώσει την δουλειά, κοιμόταν όσο προλάβαινε σε ένα ράντσο που υπήρχε εκεί και το πρωί σχολείο.
«Εγώ στο επάγγελμά μου πιστεύω. Δεν πιστεύω στους σφουγγοκωλάριους, στους λεχρίτες και στους λακέδες που έχουν μαζευτεί γύρω από τους πολιτικούς. Αυτοί ζουν στο σκοτάδι σαν τις κατσαρίδες. Έχει η κατσαρίδα υπόληψη; Αγαπάει κανένας τις κατσαρίδες»;
Ο Νίκος Τσιαμτσίκας έχει την μπάντα του: Blues Report. Δυνατό ηλεκτρικό Blues και Soul συναίσθημα.
«Η μόνη ψήφος που έχω ζητήσει από τον κόσμο είναι για τα Blues κι αυτήν δεν μπορείς να την πάρεις γιατί δεν έχει κάτι ανταποδοτικό, μόνον καλή μουσική τους προσφέρεις. Πήγα τις προάλλες και έπαιζα στο American Burger στην Γλυφάδα, ένα μαγαζί για 70 άτομα, ξέρεις πόσα είχε; 180! Ήρθε η Αστυνομία να δει τι γίνεται γιατί ήταν το πεζοδρόμιο σε κατάληψη».
-Το μεγαλύτερο κεφάλαιο στη ζωή σου;
«Τα δυο μου παιδιά, ο Ευγένιος 7,5 χρόνων και ο μικρούλης ο Γιωργάκης που είναι 22 μηνών. Νιώθω ευγνωμοσύνη απέναντι στον θεό γιατί δεν πίστευα ποτέ στην ζωή μου ότι θα έκανα δύο τόσο καλά παιδιά, τόσο όμορφα, τόσο γλυκά. Πιστεύω βαθύτατα στον θεσμό της οικογένειας και δεν πα να λένε οι…, ο καθένας ό,τι θέλει. Δεν τολμάς να πεις την γνώμη σου… θα σε κολλήσουν από δω, θα σε κολλήσουν από κει… πάρτε τις ταμπέλες σας και βάλτε τις εκεί που ξέρετε… Εγώ την οικογένεια την τιμώ, το μόνο που μου έμεινε, αυτό είναι το μεγάλο μου κεφάλαιο. Κι αυτός είναι και ο αγώνας μου..»
0 comments
Το μήνυμα σας