Οδυσσέας Ελύτης: «Την αλήθεια τη φτιάχνει κανείς όπως και το ψέμα»
«Πάντα οι λέξεις που άρχιζαν από το Ε και το Λ μου ασκούσαν μία μαγεία, είτε διότι ήταν η Ελλάδα, είτε η Ελπίδα είτε η Ελένη που ήμουν τότε ερωτευμένος, η Ελευθερία, όλες αυτές οι λέξεις που αρχίζουν από ΕΛ, σκέφτηκα να το αρχίσω έτσι. Κατόπιν ήταν το γράμμα Υ που για μένα είναι το πιο ελληνικό γράμμα. Και μετά το Υ το Λ. Δεν χρειαζόταν μετά παρά να βάλω μια κατάληξη και να είναι και λίγο αρχαιοπρεπής αν θέλετε». Έτσι προέκυψε το όνομα: Ελύτης!
«Εκείνο που νιώθω όταν βλέπω θάλασσα, πιστεύω είναι κάτι φυσικό αν σκεφτεί κανείς πως η καταγωγή μου είναι από τη Λέσβο, ότι γεννήθηκα στην Κρήτη και προπαντός ότι πέρασα τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων στις Σπέτσες. Εχω την εντύπωση ότι σε όλη μου την ζωή όταν άνοιγα ένα παράθυρο, έβλεπα την θάλασσα. Ακόμη και στον ύπνο μου. Βέβαια, δεν είναι ανάγκη να έχεις γεννηθεί εκεί για να δεις αυτήν την λάμψη. Και αργότερα φοιτητής που έκανα τις πρώτες εκδρομές για να γνωρίσω τον τόπο και στα βουνά επάνω μόλις πάρεις μια στροφή, βλέπεις ένα πέλαγος, μόλις πάρεις μια άλλη στροφή βλέπεις άλλο πέλαγος. Θέλω να πω ότι η μοναδικότητα της φυσιογνωμίας της Ελλάδας είναι θαλασσινή και ακόμα αν δεν είχα τις προϋποθέσεις της γέννησής μου, θα με ενδιέφερε αυτό που η Ελλάδα παρουσιάζει ως μοναδικότητα και που είναι το σύμπλεγμα στεριάς και θάλασσας. Αυτό είναι που με συγκίνησε από την αρχή και νομίζω ότι κατά κάποιον τρόπο προσπάθησα να το δώσω με τα ποιήματά μου».
«Κοιτάξτε στις Σπέτσες που είπα πριν ήταν μία εποχή που το νησί δεν είχε ίσως τους μοντερνισμούς που έχει σήμερα και αυτό ήταν κάτι παρθενικό για μένα. Πηγαίνανε μερικές οικογένειες από την Αθήνα, νοικιάζανε παλιά σπίτια και θυμάμαι ότι είχε μια τελετουργία όλη η ζωή εκεί πέρα, έπαιρνε ένα λειτουργικό, όπως είναι η εκκλησία. Δηλαδή ήξερα εγώ ότι το πρωί θα ξυπνήσω και θα φυσάει ο μαΐστρος, οι βάρκες οι σπετσιώτικες που ήταν ονομαστές. Ο καθένας είχε συνδεθεί με κάποιον βαρκάρη ο οποίος ήταν πια μέλος της οικογενείας. Και πηγαίναμε απέναντι στην Κόστα. Εκεί γύρω στις 11 έκοβε ο καιρός και κάναμε ωραία το μπάνιο και μετά και η επιστροφή… άρχιζε μια άλλη γραμμή από την Ύδρα που ήταν ο μπάτης ο λεγόμενος, είναι δηλαδή ο λεβάντες εκεί πέρα. Το απόγευμα μας βάζανε να κοιμηθούμε αλλά εμείς καθόμασταν στα παράθυρα και παρακολουθούσαμε άπειρες λεπτομέρειες. Εκεί έχουν εγγραφεί μέσα μου πώς πάνε τα πανιά όταν πάει πρυμνα το καΐκι, πως σκαμπανεβάζει όταν πάει όρτσα, πως πάνε οι σπιλιάδες, όλα αυτά τα πράγματα έχουν εγγραφεί μέσα μου και χωρίς να το θέλω μετά, βγαίνουνε και στα ποιήματά μου».
«Οι δύο πρώτες λέξεις του πρώτου ποιήματος, του πρώτου βιβλίου μου, είναι ο έρωτας, το αρχιπέλαγος. Με έναν μυστηριώδη τρόπο αυτές οι δύο λέξεις καθορίσανε και φυσικά με προεκτάσεις που έφερε η ωριμότητα όλο το υπόλοιπο του έργου μου, το καθορίζουν».
«Τα πρώτα μου έργα βέβαια μπορεί να ήταν λίγο τολμηρά από τη μια μεριά και χωρίς μεγάλη ακρίβεια όπως είναι σήμερα, αλλά η σύνδεση μου με τον υπερρεαλισμό με βοήθησε πολύ στο να δώσω το ελληνικό τοπίο, όσο και αν φαίνεται περίεργο. Δηλαδή ο υπερρεαλισμός με βοήθησε να αφαιρέσω τους άξονες που καθηλώνουν αυτό που λέμε τοπίο και αντί να φανώ τοπιογράφος όπως νομίζανε πολλοί στην αρχή, ανασυνθέτω το ελληνικό τοπίο. Αυτό ομολογώ το οφείλω στον υπερρεαλισμό ο οποίος έφερε και μερικά αρνητικά στοιχεία ίσως, αλλά στην συνολική καταγραφή νομίζω ότι υπήρξε για μένα ευεργετικός».
«Βασίζομαι κυρίως σε αυτήν την λεγόμενη διαφάνεια. Η διαφάνεια μέσα στην ποίηση που είναι άμεσος συνέπεια του φωτός όπως παρουσιάζεται στην Ελλάδα και του μυστηρίου της ζωής που δεν είναι μια σκηνοθεσία όπως μας παρουσιάζεται πολλές φορές στην χριστιανική αντίληψη, αλλά είναι αυτό που μένει μυστήριο ακόμη και μέσα στο απόλυτο φως».
«Οι πεζογράφοι εμάς τους ποιητάς μας έβλεπαν λίγο σαν παραδοξογράφους την εποχή εκείνη. Το πέρασμα του χρόνου έδειξε ότι ίσως η μεγαλύτερη συνεισφορά ήταν από την πλευρά των ποιητών».
0 comments
Το μήνυμα σας