Γιώτα Μιχαλοπούλου: Αθήνα-Λος Άντζελες-Αθήνα...
Γράφει η Γεωργία Λινάρδου
Και κάποια μέρα έτσι απλά έμαθα ότι η δημοσιογράφος Γιώτα Μιχαλοπούλου έφυγε από την Ελλάδα με προορισμό το Λος Άντζελες. Όλα τα κιτρινο...θηρικά περιοδικά είχαν κάνει το ίδιο copy paste... η Γιώτα έφυγε, εγκατέλειψε τον Ant 1. Πόσο φθηνό είναι να παρουσιάζεις έναν άνθρωπο ότι έφυγε από την πατρίδα του εγκαταλείποντας ένα... κανάλι και όχι μια ζωή, έναν κόσμο και δεν ξέρω εγώ τι άλλο...
Δεν ήξερα γιατί έφυγε, αλλά ήμουν σίγουρη ότι το έκανε για καλό... «Η Γιώτα ξέρει», σκέφτηκα.
Λίγο μετά ξέσπασε η οικονομική κρίση στην Ελλάδα.
-Πώς και γιατί πήρες την απόφαση να γίνεις δημοσιογράφος;
«Σπούδαζα ιστορία τέχνης. Χρειαζόμουν χαρτζιλίκι διότι μετά από τον πρόωρο θάνατο του πατέρα μου τα οικογενειακά εισοδήματα μειώθηκαν στο μισό και έπρεπε, ή ένιωσα ότι έπρεπε να 'βγάζω' έστω τα προσωπικά μου έξοδα. Συγγενικό μου πρόσωπο, που ίσως και να 'είδε' κάτι πάνω μου, με ενημέρωσε για κάποια επιδοτούμενα σεμινάρια δημοσιογραφίας. Αυτή ήταν η αρχή. Η συνέχεια ήταν δύο χρόνια αργότερα στον ΩΧ-FM, κάπου το 1992 ή 1993. Εκεί, μαζί κι εσύ και άλλοι ακόμα. Βουλής και Καραγεώργη Σερβίας».
-Η εσωτερική ευγένεια που διαθέτεις ως άνθρωπος και αυτό εκφράζεται πολύ έντονα στο εξωτερικό σου προφίλ, πως κατάφερε να συγχρωτιστεί με τα πρώτα χρόνια της δημοσιογραφίας αλλά και μετέπειτα;
«Σε ευχαριστώ. Είναι αρετή η ευγένεια. Κάποιες φορές κατάφερνε να συγχρωτιστεί όπως λες, έβρισκε πρόσφορο έδαφος. Συχνότερα όχι. Στην υπερβολική αγένεια -έχω ένα προσωπικό όριο και εγώ- απαντώ ακόμη και με αγένεια. Με απωθούν οι άνθρωποι που δεν τηρούν έστω τα βασικά “πρωτόκολλα” κοινωνικής συναναστροφής. είτε είναι δημοσιογράφοι, είτε όχι».
-Η μετάβαση σου από το ρεπορτάζ στο Δελτίο Ειδήσεων της τηλεόρασης, τι σου «αφαίρεσε» και τι σου «πρόσθεσε»;
«Μου αφαίρεσε τη δυνατότητα της φυσικής παρουσίας στο “σημείο”. Την άμεση επαφή με το γεγονός, τη στιγμή που εξελίσσεται ή μετά. Την πληροφόρηση από πρώτο χέρι. Τις πρώτες εικόνες. Τη δυνατότητα -ίσως και από προσωπική ανάγκη- να μεταφέρω αυτό που γίνεται. Πιθανώς, σε ένα βαθμό να γίνω κομμάτι αυτού που συμβαίνει. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ταυτίζομαι, εμπλέκομαι ή επηρεάζω ασφαλώς. Και αν ταυτιστώ, να μην γίνει με προσωπική σκοπιμότητα, δίχως “ίδιον όφελος”. Παρά με μόνο κίνητρο αυτό της αποκάλυψης της όποιας “βολικής ή άβολης” αλήθειας. Ρεπορτάζ και λοιπόν.. όπως θα λέγαμε οι του “χώρου”, έχασα κάποια σημαντικά εφόδια, αφήνοντας το “πεζοδρόμιο”. Ωστόσο τα 4-5 χρόνια που έκανα ρεπορτάζ, ήταν μια καλή -έστω πολύ περιορισμένη χρονικά- βάση για τη μετάβασή μου στα δελτία ειδήσεων. Τι μου πρόσθεσε αυτή η μετάβαση; Τη δυνατότητα να μπω σε ένα άλλο κομμάτι των ειδήσεων, πέρα από το ρεπορτάζ και τη διαδικασία που γνώριζα και αφορούσε την ενασχόληση -ως ρεπόρτερ- με μία ιστορία, ένα θέμα, έστω διαφορετικό κάθε φορά. Ήταν πρόκληση το ότι επιβάλλετο να έχω σαφή εικόνα για πολλά θέματα της επικαιρότητας ταυτόχρονα. Είναι προαπαιτούμενο αυτό για έναν παρουσιαστή ειδήσεων.
Ήταν πρόκληση το ότι θα έπρεπε να βρίσκομαι στον “‘αέρα” επί 6-7 ώρες για παράδειγμα, σε περίπτωση γεγονότων μείζονος σημασίας. Ταυτόχρονα αποδείχθηκε και σημαντική εξάσκηση ή άσκηση για την ψυχραιμία μου κι όχι μόνο. Δεν ξέρω πόσο εύκολο είναι να μεταδίδεις δελτίο, να κάνει σεισμό και να μένεις στη θέση σου. Δεν του δίνω ηρωική διάσταση ασφαλώς. Ωστόσο για μένα ήταν πρωτόγνωρο να βρίσκομαι στο studio για έκτακτο δελτίο, με αφορμή ισχυρότατο σεισμό και on air να μαθαίνω ότι το επίκεντρο ήταν ακριβώς στην περιοχή που ζει η οικογένειά μου. Νομίζω ότι έγινε σαφές πως τρέμω τους σεισμούς. :-) least but not last που λένε κι εδώ, μου πρόσφερε αναγνωρισιμότητα σε ένα χώρο που είναι ανταγωνιστικός κι απαιτητικός».
- Τι σημαίνει παρουσίαση ειδήσεων; Υπάρχει κάτι που να την προσδιορίζει;
« Υποθέτω ότι είναι αυτό που όλοι ξέρουμε, ή νομίζουμε πως γνωρίζουμε. Η αφήγηση, η μεταφορά σχεδόν από πρώτο χέρι της είδησης, του τι συνέβη. Η -όσο το δυνατόν αν λάβουμε υπ’ όψιν και τις συνθήκες- ολοκληρωμένη, λεπτομερής, αχρωμάτιστη, ψύχραιμη μεταφορά του γεγονότος. Η έρευνά του, η αξιολόγησή του, η παρουσίασή του με εικόνα και λόγο προφορικό. Απαραίτητα με αυτή τη σειρά. Σε καμία περίπτωση η αλλοίωσή του, η γιγάντωση του. Αν είθισται αυτό; Ασφαλώς. Και αυτό, από μόνο του είναι μεγάλη συζήτηση και άβολη για πολλούς. Εκτός κι εντός συνόρων. Η πληροφορία, η είδηση μπορεί να μην είναι γνώση, όπως μου έλεγε παλιά κάποιος φίλος, αλλά συχνά μπορεί η “κατοχή” της να “κοστίζει” πολύ πιο ακριβά από τη γνώση. Αυτό το γνωρίζουν καταρχήν και αυτοί που “κατέχουν” ή μεταδίδουν -ή δεν μεταδίδουν- την πληροφορία, την είδηση, οι δημοσιογράφοι. Το τι πράττει ο καθένας έχει να κάνει με το πως αντιμετωπίζει τη ζωή του, τον εαυτό του, την κοινωνία στην οποία ζει και στην οποία απευθύνεται και τη “δουλειά” που επέλεξε να κάνει. Όλοι γνωρίζουμε τον κώδικα δεοντολογίας».
-Και κάποια μέρα τα παράτησες όλα και έφυγες. Πόσο δύσκολη ήταν αυτή η απόφαση και κατόπιν η μετάβαση σε μία «νέα ζωή»;
«Πιο δύσκολη από ότι φανταζόμουν, αλλά με καλές βάσεις. Δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμο να φεύγεις και αφού έχεις διανύσει ήδη μία πορεία προσωπική και επαγγελματική -σχεδόν 20 χρόνια μετρώ- να τα κλείνεις όλα και να αρχίζεις από την αρχή. Διαβάζω αυτές τις μέρες τους Ανώνυμους Χρεοκοπημένους, του Χριστόφορου Κάσδαγλη και πέρα από το ότι βρήκα πολλούς κοινούς τόπους και σκέψεις στα περί ελληνικής “κρίσης”, χάρηκα επιπλέον διότι ένα απόσπασμα έκφραζε αυτό που συχνά δεν μπορούσα να πω με λόγια και αποτύπωνε κάποιους προβληματισμούς που είχα και σχετίζονταν με την απόφασή μου να μεταναστεύσω: “Κοιτάζω γύρω μου και βλέπω νέα παιδιά να μεταναστεύουν. Αν ήμουν καμιά εικοσαριά χρόνια νεότερος ή έκανα άλλη δουλειά που δεν είχε τόσο άμεση σχέση με τη γλώσσα, μπορεί να αποφάσιζα κι εγώ το ίδιο. Αλλά το να εγκαταλείπεις την ασφάλεια της εσωτερικής συζήτησης, να φύγεις απ’ τη συγγραφική σου ρουτίνα και να δοκιμάσεις να συνομιλήσεις με ξένο ακροατήριο, που δεν τους ξέρεις και δεν σε ξέρουν (...) είδος μετανάστευσης είναι κι αυτό...”. Αυτό για μένα ήταν το ρίσκο, η γλώσσα και η γνώση της στο βαθμό που γνωρίζω να χειρίζομαι την ελληνική. Όταν όμως βρίσκεσαι σε καινούργιο περιβάλλον ανοίγονται και νέες προϋποθέσεις. Και εδώ αυτές οι προϋποθέσεις υπάρχουν. Αυτό από μόνο του είναι και κίνητρο ταυτόχρονα».
-Η Ελλάδα τι γεύση σου έχει αφήσει;
«Πολλές. Καταρχήν εκεί βρίσκονται σχεδόν όλοι οι άνθρωποι που αγαπώ. Οικογένεια, Φίλοι. Εικόνες αμέτρητες, μέρη που πήγα και στα οποία εξακολουθώ να πηγαίνω όταν έρχομαι. Όλες οι στιγμές που έζησα και όλα όσα έκανα κι έμαθα και με έφεραν εδώ. Εδώ προσωπικά, εδώ γεωγραφικά. Για τις πικρές και δυσάρεστες στιγμές έχω μνήμη και λογική. Όχι θυμικό. Δεν έχω “φύγει” εν ολίγοις..».
-Θα επέστρεφες πάλι πίσω ν’ ασχοληθείς με την ελληνική δημοσιογραφία ή όχι;
«Δεν το γνωρίζω. Κρατώ τώρα μία άλλη σχέση με την ελληνική δημοσιογραφία, κάνοντας αραιά και που συνεντεύξεις για εφημερίδα. τα τηλεοπτικά τα παρακολουθώ ως θεατής, προς το παρόν. Όταν ήμουν 20 ετών δεν είχα ιδέα ότι θα ασχοληθώ με το ρεπορτάζ, τη δημοσιογραφία, τα δελτία ειδήσεων. Άλλο σχεδίαζα, άλλο επιθυμούσα. Ως συντηρήτρια έργων τέχνης με φανταζόμουν, στην ιστορία τέχνης συνέχισα, στις ειδήσεις μετά και τώρα εδώ και μάλιστα με βήματα που -σε ένα μεγάλο βαθμό- έχουν να κάνουν με αυτό που σπούδασα και άφησα. Η τύχη, οι συγκυρίες, οι ανάγκες, οι επιθυμίες, οι στόχοι χαράζουν την κατεύθυνση. έχει να κάνει με απολογισμούς και updates. μία εσωτερική διεργασία. Εν ολίγοις δεν το αποκλείω, αλλά αυτή τη στιγμή και με δεδομένες τις συνθήκες στην Ελλάδα και εδώ αντίστοιχα, θα έλεγα ότι δεν είναι ανάμεσα στις επιλογές μου».
-Τι έχεις αγαπήσει περισσότερο στην ζωή σου;
«Τον μέγα απόντα, δηλαδή ένα πρόσωπο που δεν θα ξαναδώ ποτέ μου. Τον πατέρα μου».
-Φοβάσαι;
«Ναι».
-Φωτογραφίζεις διαρκώς. Ανάγκη; Ευχαρίστηση; Παρόν, παρελθόν, μέλλον; Όλα αυτά μαζί;
« Όλα αυτά μαζί. Ανάγκη να θυμάμαι και να μοιράζομαι. Ανάγκη και ευχαρίστηση να εξασκώ τα μάτια μου. Καθένας μας κοιτάζει με διαφορετικό τρόπο τις ίδιες εικόνες. Αυτή η διαφορετική ή -συχνά- κοινή ματιά του καθενός από εμάς έχει ενδιαφέρον. Τι “βλέπεις” εσύ όταν κοιτάζεις μία σκάλα για παράδειγμα, ή τι “βλέπω εγώ”. Και ναι, η φωτογραφία είναι σαν ένα ημερολόγιο, έχεις δίκιο. Συχνά αμείλικτο και πάντα αδιαμφισβήτητο. Ίσως και γι’ αυτό και γοητευτικό. Θα ήθελα να είμαι φωτορεπόρτερ. Τους θαυμάζω και τους ζηλεύω ταυτόχρονα για την ικανότητά τους και τη δυνατότητά τους να βλέπουν και να “πιάνουν” στιγμές»
.-Τελικά, ποια είναι η Γιώτα Μιχαλοπούλου
«Νοιώθω άβολα να μιλάω για μένα… “ένας οξύμωρος άνθρωπος που κάποιες φορές φοβάται τα μεγάλα όνειρά του, αλλά τα κυνηγά.” Αυθόρμητη απάντηση αγαπημένου προσώπου όταν του απηύθυνα το ερώτημά σου. Ασφαλώς όχι αμερόληπτη... γ.μ.μ.»...
0 comments
Το μήνυμα σας