Φρανσουάζ Σαγκάν
Μια ζωή στο κόκκινο με το γκάζι στο τέρμα!
Η Φρανσουάζ Σαγκάν βάζει μία από τις ηρωίδες της να λέει: «Αγάπησα πολύ την κοκαΐνη αγάπησα πολύ τα αλητόπαιδα και τα σοκάκια, αγάπησα πολύ τα διεγερτικά: και εννοώ τους διεγερτικούς ανθρώπους και τα διεγερτικά χαπάκια».
Γεννήθηκε το 1935 στο Καζάρκ. Οι γονείς της Φρανσουάζ, η Μαρί και ο Πιέρ Κουαρέ, ανήκουν και οι δύο στην τάξη των μεγαλοαστών, εκείνη από οικογένεια μεγαλοκτηματιών από τα νοτιοδυτικά, εκείνος από βιομήχανους του Βορρά.
Η Φρανσουάζ μεγαλώνει μέσα στην άνεση, στη λεωφόρο Μαλεσέρμπ, στο δέκατο έβδομο διαμέρισμα του Παρισιού, χάρη στο μισθό του πατέρα της, μηχανικού και στελέχους σε μεγάλες επιχειρήσεις.
Ξεκινά να γράφει το Καλημέρα Θλίψη ενώ είναι πρωτοετής φοιτήτρια στη Σορβόννη και το ολοκληρώνει το 1953. Αυτό που αρέσει στη γραφή της είναι ο ανατρεπτικός τόνος: μία τόσο νεαρή κοπέλα να μιλά για έρωτα, σεξ και μοιχεία! Ο πολύ συντηρητικός Φρανσουά Μωριάκ επαινεί στο πρωτοσέλιδο της Figaro το «γοητευτικό τερατάκι» και το βιβλίο αποσπά το ζηλευτό βραβείο των κριτικών. Εχοντας γίνει πλούσια χωρίς να υπάρξει ποτέ φτωχή, η Φρανσουάζ θα μπορεί στο εξής να κάνει οτιδήποτε… οτιδήποτε «διασκεδαστικό»,-η αγαπημένη της λέξη.
Το επόμενο της βιβλίο το Ένα Κάποιο Χαμόγελο. Η Φρανσουάζ Σαγκάν ανέκαθεν έγραφε για τα συναισθήματα, καθώς η ουσία του έργου της αποκωδικοποιεί τις ερωτικές σχέσεις, τα ζευγάρια που σμίγουν και χωρίζουν, όλα αυτά περιγραφόμενα από απόσταση, ίσως μάλιστα και με κυνισμό. Ακριβώς όπως οι καταχρήσεις δεν αποκλείουν την επίγνωση του θανάτου, ο έρωτας για την Σαγκάν περιλαμβάνει τη δυνατότητα του πόνου, δίχως όμως αυτό να αποτελεί εμπόδιο: «Το σημαντικό είναι να αγαπάς».
Τον Απρίλη του 1969, η Σαγκάν δηλώνει στον Πιέρ Ντυμαγιέ, από το Περιοδικό Elle: «Για μένα, το να γερνάς είναι να μην σου αρέσει πλέον κανένας και να μην αρέσεις πλέον σε κανέναν. Ελπίζοντας να συμπίπτουν αυτά τα δύο»!.
Οταν η Μάρλεν Ντίτριχ γνώρισε τη Σαγκάν στο Σεν Τροπέ, τη χαρακτήρισε «ηλίθια», όπως αναφέρει ο Ζαν Κοκτό στο ημερολογιό του, όπου συνεχίζει πικρόχολα: «Η νεά γενιά έχει στις μέρες μας ένα ανυπόφορο τουπέ, μια αδιαντροπιά που μοιάζει με την ευφυΐα ή που τουλάχιστον επιτρέπει στα λογής λογής ευφυολογήματα να εκτοξεύονται προς πάσα κατεύθυνση και δίχως τον παραμικρό ενδοιασμό. Υψηλή ευφυΐα, υπερβολική ευφυΐα. Σε αυτούς τους νέους συγγραφείς χρειάζεται, ωστόσο, και λίγο ταλέντο».
Η Σαγκάν αγάπησε τους τεχνητούς παραδείσους, ποτέ δεν τους απαρνήθηκε, εξηγώντας ήδη από το 1969 σε μία συνέντευξη: «Παίρνεις ναρκωτικά επειδή η ζωή είναι αφόρητη, επειδή οι άνθρωποι είναι κουραστικοί, επειδή δεν υπάρχουν πλέον μεγάλες ιδέες να ακολουθήσεις, επειδή σου λείπει το κέφι. Βάζεις ένα κομματάκι βαμβάκι ανάμεσα στη ζωή και στον εαυτό σου».
Εχουν περιγράψει τη Σαγκάν σαν θηλυκό πλέι μπόι της δεκαετίας του 1960. Από τις σελίδες της βιογραφίας παρελαύνουν άνδρες που είχαν σχέση μαζί της: ο συγγραφέας Μισέλ Ντεόν, ο συνθέτης Μισέλ Μανί, ο ψυχαναλυτής Ζαν-Κλοντ Μεγιέρ, ο πλέι μπόι Μάσιμο Γκάρζα. Υπήρχαν όμως και πολλές γυναίκες που τη γοήτευσαν: Πάολα, Ζιλιέτ, Πέγκι Ρος, ακόμα και η Αβα Γκάρντνερ. Κι όμως, η ατίθαση συγγραφέας δεν μπόρεσε να υπερβεί σ' αυτό το θέμα τον αστικό καθωσπρεπισμό της: «Δεν έκρυψε ποτέ ότι της άρεσαν οι γυναίκες. Ούτε, όμως, και το δημοσιοποίησε», λέει ο φίλος της Πιερ Μπερζέ.
Από τους ανθρώπους που θαύμαζε η Σαγκάν ήταν ο Ζαν-Πολ Σαρτρ στον οποίο απηύθυνε «επιστολή αγάπης» μέσω της εφημερίδας «Matin de Paris» και του περιοδικού «Egoiste». Τον αγαπούσε σαν πατέρα της.
Η βιογράφος περιγράφει ένα δείπνο σε γνωστό εστιατόριο, όπου η Σαγκάν, σαν καλή κόρη, κόβει σε λεπτά κομμάτια την μπριζόλα του ανήμπορου Σαρτρ. Εκείνη τρώει σαν πουλάκι, εκείνος για δέκα. «Η όρεξή μας ήταν ακριβώς ανάλογη με το βάρος του έργου μας», σχολιάζει στους «Αντίλογους». «Μου άρεσε να τον κρατώ από το χέρι, και εκείνος να με κρατάει διά του πνεύματος».
Έχοντας γλυτώσει από πάμπολλα τροχαία ατυχήματα, πεσίματα και υπερβολική χρήση τοξικών ουσιών, η Φρανσουάζ Σαγκάν νοσηλεύτηκε κατά περιόδους, μα έμοιαζε να αναγεννιέται κάθε φορά από τις στάχτες της με ένα νέο βιβλίο ανά χείρας: δημοσίευσε καμιά δεκαπενταριά μυθιστορήματα, διάφορα θεατρικά, έγραψε διαλόγους για ταινίες κτλ. Το αίσθημα της αιδούς την ώθησε να υπερασπιστεί περισσότερο τον βακχικό τρόπο ζωής της παρά να μιλήσει για τις περιόδους αυτοεξορίας της στην εξοχή, βυθισμένη σε ατέλειωτη εργασία μπροστά στις λευκές σελίδες. Τα τέσσερα τελευταία χρόνια της ζωής της, όταν πλέον ο καιρός της τροφοδότησης του μύθου της είχε λήξει, η υγεία της την εγκατέλειψε και η Φρανσουάζ Σαγκάν αποσύρθηκε σε πλήρη απομόνωση. Φιλοξενούμενη επί της λεωφόρου Φοκ από φιλεύσπλαχνους φίλους της και πλέον χρεοκοπημένη, δεν γράφει, θαρρείς και το αλάτι που είχε δώσει γεύση στην ύπαρξή της ήταν αυτό που έτρεφε επίσης και την πένα της. Καθηλωμένη στο κρεβάτι όλο το καλοκαίρι του 2004 απεβίωσε στις 24 Σεπτεμβρίου μετά από πνευμονική εμβολή.
Πηγές:
ΚΑΤΡΙΝ ΣΙΓΚΥΡΕ. ΔΙΑΣΗΜΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΟ ΝΤΙΒΑΝΙ ΤΟΥ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΑΛΛΙΟΣ
ΣΑΓΚΑΝ.ΖΩΗ ΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
ΠΑΡΙ ΣΠΙΝΟΥ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
0 comments
Το μήνυμα σας